Η Ευρώπη προχωρά - Η κυβέρνηση Μητσοτάκη αδρανεί
Αλέξης Χαρίτσης, Τα Νέα, Δημοσιευμένο: 2021-10-16
Το πρόγραμμα επτά μέτρων-παρεμβάσεων που πρότεινε μόλις προχθές η Κομισιόν για την αντιμετώπιση των εκρηκτικών αυξήσεων στις τιμές της ενέργειας καταδεικνύουν την πρόοδο που έχει συντελεστεί: αντιμέτωπη με ένα σοβαρό πρόβλημα, η Ευρώπη αναζητεί λύσεις μέσα από την ενεργητική κρατική παρέμβαση στην οικονομία, τη ρύθμιση της αγοράς και την εμπέδωση πρακτικών αλληλεγγύης μεταξύ των κρατών-μελών. Η απόσταση με το πρόσφατο παρελθόν -και ειδικότερα με την οικονομική κρίση- είναι ορατή. Τόσο στη διαχείριση της πανδημίας -με το Ταμείο Ανάκαμψης- όσο και στη διαχείριση της ενεργειακής κρίσης που μας απειλεί, η ευρωπαϊκή πολιτική απομακρύνεται -ενδεχομένως όχι αρκούντως αποφασιστικά ακόμη, αλλά πάντως ξεκάθαρα- από τα αντικοινωνικά και αναποτελεσματικά, όπως αποδεικνύονται στην πράξη, δόγματα της αυτορρύθμισης της αγοράς και της συρρίκνωσης των δημόσιων πολιτικών. Υπό την οπτική αυτή, τα μέτρα που προτείνει η Κομισιόν δεν είναι μόνο ένα χρήσιμο εργαλείο καταπολέμησης των ανατιμήσεων στην ενέργεια, αλλά μία μεθοδολογική επιβεβαίωση ότι η θωράκιση μας απέναντι στις προκλήσεις του παρόντος και του μέλλοντος απαιτεί ένα νέο κοινωνικό και οικονομικό συμβόλαιο.
Δυστυχώς στη χώρα μας έχουμε μια κυβέρνηση που είναι απούσα από αυτή τη συζήτηση. Και όχι μόνο αυτό. Εδώ και μήνες παρακολουθούμε την επανάληψη μιας πολιτικής πρακτικής που αντί να αναγνωρίζει το πρόβλημα εμμένει σε καθησυχαστικές διαβεβαιώσεις. Το "τελευταίο μίλι" της πανδημίας το διαδέχθηκε η έπαρση ότι η ελληνική οικονομία πάει μια χαρά και ότι οι ανατιμήσεις θα είναι ένα παροδικό φαινόμενο. Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας εδώ θυμίζει τη Νέα Δημοκρατία του 2008 που όταν όλος ο πλανήτης μιλούσε για την οικονομική κρίση μας διαβεβαίωνε ότι η ελληνική οικονομία είναι ασφαλής. Ακόμα χειρότερα, η σημερινή κυβέρνηση, την ώρα που θα έπρεπε να πάρει άμεσα μέτρα για τον έλεγχο στα τιμολόγια της ενέργειας προχωρούσε -με όρους που δεν πείθουν για τη διαφάνεια της διαδικασίας- στην πλήρη ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ και κατʼ επέκταση του ΔΕΔΔΗΕ. Πρόκειται για μια συνειδητή επιλογή που με τη σειρά της θα έχει συγκεκριμένες επιπτώσεις: αυξήσεις στο ρεύμα, περαιτέρω απορρύθμιση της αγοράς, εμπέδωση κερδοσκοπικών πρακτικών που με τη σειρά τους οδηγούν συνολικά την οικονομία σε εκτροχιασμό.
Συχνά οι όροι της εγχώριας δημόσιας συζήτησης δεν μας επιτρέπουν να δούμε τη μεγάλη εικόνα. Αυτή τη στιγμή η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας στερεί τη δυνατότητα της χώρας μας να αξιοποιήσει τη διεθνή συγκυρία για να δημιουργήσει νέους όρους κοινωνικής δικαιοσύνης και οικονομικής ανάπτυξης. Αν στη δίνη της μνημονιακής επιτροπείας κάθε μέτρο ανακούφισης ήταν υπόθεση σκληρής διαπραγμάτευσης, σήμερα η κατάσταση είναι διαφορετική. Σήμερα θα έπρεπε να αναζητούμε τον συγχρονισμό με την παγκόσμια συζήτηση και τις δημόσιες πολιτικές γύρω από την καταπολέμηση των ανισοτήτων, τη δίκαιη και συμπεριληπτική πράσινη μετάβαση, την επαναχάραξη δημόσιων πολιτικών με στόχο την ασφάλεια και την ανθεκτικότητα της κοινωνίας.
Δεν είναι υπόθεση γενικών διακηρύξεων. Είναι ζήτημα υλοποίησης συγκεκριμένων μέτρων για την αντιμετώπιση συγκεκριμένων προβλημάτων. Μια προοδευτική κυβέρνηση αντιμέτωπη με την αύξηση των τιμών θα όφειλε και θα μπορούσε να παρέμβει στην αγορά ενέργειας και να επιβάλλει την αποφασιστική ρύθμισή της, να θεσπίσει ουσιαστικά προγράμματα στήριξης νοικοκυριών και επιχειρήσεων, να ελαφρύνει φορολογικά βάρη στα ενεργειακά προϊόντα. Να αντιμετωπίσει εν τέλει το σήμερα με αίσθηση του κατεπείγοντος, συνδέοντάς το ταυτόχρονα με ένα στρατηγικό σχέδιο για μια εθνική ενεργειακή πολιτική στις νέες συνθήκες με γνώμονα την κοινωνική προστασία και την οικονομική ανάταξη
Δυστυχώς στη χώρα μας έχουμε μια κυβέρνηση που είναι απούσα από αυτή τη συζήτηση. Και όχι μόνο αυτό. Εδώ και μήνες παρακολουθούμε την επανάληψη μιας πολιτικής πρακτικής που αντί να αναγνωρίζει το πρόβλημα εμμένει σε καθησυχαστικές διαβεβαιώσεις. Το "τελευταίο μίλι" της πανδημίας το διαδέχθηκε η έπαρση ότι η ελληνική οικονομία πάει μια χαρά και ότι οι ανατιμήσεις θα είναι ένα παροδικό φαινόμενο. Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας εδώ θυμίζει τη Νέα Δημοκρατία του 2008 που όταν όλος ο πλανήτης μιλούσε για την οικονομική κρίση μας διαβεβαίωνε ότι η ελληνική οικονομία είναι ασφαλής. Ακόμα χειρότερα, η σημερινή κυβέρνηση, την ώρα που θα έπρεπε να πάρει άμεσα μέτρα για τον έλεγχο στα τιμολόγια της ενέργειας προχωρούσε -με όρους που δεν πείθουν για τη διαφάνεια της διαδικασίας- στην πλήρη ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ και κατʼ επέκταση του ΔΕΔΔΗΕ. Πρόκειται για μια συνειδητή επιλογή που με τη σειρά της θα έχει συγκεκριμένες επιπτώσεις: αυξήσεις στο ρεύμα, περαιτέρω απορρύθμιση της αγοράς, εμπέδωση κερδοσκοπικών πρακτικών που με τη σειρά τους οδηγούν συνολικά την οικονομία σε εκτροχιασμό.
Συχνά οι όροι της εγχώριας δημόσιας συζήτησης δεν μας επιτρέπουν να δούμε τη μεγάλη εικόνα. Αυτή τη στιγμή η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας στερεί τη δυνατότητα της χώρας μας να αξιοποιήσει τη διεθνή συγκυρία για να δημιουργήσει νέους όρους κοινωνικής δικαιοσύνης και οικονομικής ανάπτυξης. Αν στη δίνη της μνημονιακής επιτροπείας κάθε μέτρο ανακούφισης ήταν υπόθεση σκληρής διαπραγμάτευσης, σήμερα η κατάσταση είναι διαφορετική. Σήμερα θα έπρεπε να αναζητούμε τον συγχρονισμό με την παγκόσμια συζήτηση και τις δημόσιες πολιτικές γύρω από την καταπολέμηση των ανισοτήτων, τη δίκαιη και συμπεριληπτική πράσινη μετάβαση, την επαναχάραξη δημόσιων πολιτικών με στόχο την ασφάλεια και την ανθεκτικότητα της κοινωνίας.
Δεν είναι υπόθεση γενικών διακηρύξεων. Είναι ζήτημα υλοποίησης συγκεκριμένων μέτρων για την αντιμετώπιση συγκεκριμένων προβλημάτων. Μια προοδευτική κυβέρνηση αντιμέτωπη με την αύξηση των τιμών θα όφειλε και θα μπορούσε να παρέμβει στην αγορά ενέργειας και να επιβάλλει την αποφασιστική ρύθμισή της, να θεσπίσει ουσιαστικά προγράμματα στήριξης νοικοκυριών και επιχειρήσεων, να ελαφρύνει φορολογικά βάρη στα ενεργειακά προϊόντα. Να αντιμετωπίσει εν τέλει το σήμερα με αίσθηση του κατεπείγοντος, συνδέοντάς το ταυτόχρονα με ένα στρατηγικό σχέδιο για μια εθνική ενεργειακή πολιτική στις νέες συνθήκες με γνώμονα την κοινωνική προστασία και την οικονομική ανάταξη