Εργασία κάτω του κόστους
Κώστας Καλλίτσης, Η Καθημερινή της Κυριακής, Δημοσιευμένο: 2024-02-11
Πόσο ισχυρή είναι στ’ αλήθεια η ελληνική οικονομία; Οσα κι αν λέγονται, υπάρχει στο τέλος ένα ασφαλές κριτήριο για να εκτιμηθεί η κατάστασή της. Είναι τόσο ισχυρή όσο δείχνει η αγορά εργασίας, οι θέσεις εργασίας που δημιουργούνται και οι μισθοί που προσφέρονται. Αναφορικά με το πρώτο, έχουμε τη δεύτερη υψηλότερη ανεργία μεταξύ των «27» της Ε.Ε. Οσον αφορά το δεύτερο, είναι καταλυτικά τα στοιχεία που δημοσιοποίησε την περασμένη Τρίτη η «Εργάνη»: περίπου το ένα τρίτο των μισθωτών αμείβεται μόνο με 800 ή και λιγότερα ευρώ/μήνα – κι αυτά μεικτά, όχι στο χέρι. Το 53% έχει μεικτό μισθό 1.000 ευρώ ή λιγότερα. Και μόλις το 10% εξ αυτών έχει μεικτό μισθό μεγαλύτερο από 2.000 ευρώ. Τι σημαίνει αυτό;
Σημαίνει ότι η ελληνική οικονομία παράγει μαζικά νεόπτωχους. Ανθρώπους που δεν είναι φτωχοί επειδή είναι άνεργοι, αλλά επειδή εργάζονται σε κακοπληρωμένες θέσεις εργασίας – αυτές κυριαρχούν και διευρυμένα αναπαράγονται. Ανάμεσά τους νέες και νέοι της μακράν καλύτερα μορφωμένης γενιάς που είχε ποτέ η πατρίδα μας. Δεκάδες χιλιάδες καταρτισμένοι άνθρωποι 30-40 ετών, με προσόντα, καλές σπουδές, μεταπτυχιακά, διδακτορικά, εργάζονται με μισθούς πείνας στον ιδιωτικό τομέα, σε πανεπιστήμια και νοσοκομεία.
Συμφωνώ με όσους υποστηρίζουν ότι οι 500.000 νέοι του brain drain είναι λίγοι. Αν οι νόμοι της προσφοράς και της ζήτησης λειτουργούσαν ανεμπόδιστα από γεωγραφικούς και κοινωνικούς περιορισμούς, θα είχαν φύγει πολύ περισσότεροι – και είναι βέβαιον ότι θα φύγουν πιο πολλοί. Γιατί στα καθ’ ημάς, το οικονομικό μοντέλο που υποστηρίζεται από ισχυρές πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις, και μακροημερεύει σήμερα ακόμη, είναι το μοντέλο της φθηνής μισθωτής εργασίας: με χαμηλό μισθό και χαμηλού κόστους κοινωνικές υπηρεσίες, η μισθωτή εργασία τείνει να τιμολογείται αισθητά κάτω από το κόστος αναπαραγωγής της. Αυτό δεν αντέχεται – ιδιαίτερα όταν παράλληλα κυκλοφορεί πολύ χρήμα και αναιδής, πολυτελής κατανάλωση.
Χάρη στην υποτίμηση της εργασίας βελτιώθηκε η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας στα χρόνια της μεγάλης κρίσης – αυτή σήκωσε τα πιο μεγάλα βάρη. Και σε αυτήν πατούν σήμερα πολλά εξ όσων φαντάζουν μεγάλα επιτεύγματα. Οι μόνες κατηγορίες εξαγωγών με αξιόλογη αύξηση είναι ουσιαστικά αυτές των κλάδων έντασης εργασίας (αγροτικά προϊόντα και τουριστικές υπηρεσίες), επειδή, βασικά, φθηναίνει η εργασία. Και οι ξένες επενδύσεις για τις οποίες τόσα διθυραμβικά λέγονται, πέρα από το συντριπτικά μεγάλο μέρος τους που κερδοσκοπεί στο real estate και στις αγορές κόκκινων δανείων, έρχονται για να εκμεταλλευτούν το φτηνό εργατικό δυναμικό – όπως τα data centers, που υποδεχόμαστε μετά βαΐων και κλάδων, ενώ τα διώχνουν άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Το καινούργιο στοιχείο τα τελευταία χρόνια είναι ότι εξελίσσεται μια πολύ μεγάλη αναδιανομή πλούτου και ισχύος. Η φθηνή εργασία γίνεται φθηνότερη εξαιτίας της εκρηκτικής ανόδου των τιμών. Η αγοραστική αξία των μισθών εξανεμίζεται, καθώς δεν υπάρχει ισχυρή πολιτική, ούτε αξιόλογη συνδικαλιστική δύναμη να στηρίξει τη μισθωτή εργασία. Ενώ τα κέρδη, φανερά και αδήλωτα, αυξάνονται με εντυπωσιακούς ρυθμούς. Το πιο εντυπωσιακό όλων είναι ότι αυτή η αναδιανομή πλούτου γίνεται σχεδόν χωρίς αντιστάσεις.