Προς τα πού κινούμαστε;
Γιώργος Γιαννουλόπουλος, Ελευθεροτυπία, Δημοσιευμένο: 2007-09-28
Αρχίζοντας από την Αριστερά, η ενίσχυσή της αποκτά νόημα αν τη δούμε σαν μια φάση της διελκυστίνδας με το ΠΑΣΟΚ, η οποία άρχισε με τη μεταπολίτευση και απ’ ό,τι φαίνεται θα συνεχιστεί. Οπως όλοι ξέρουμε, η αφαίμαξη της Αριστεράς -ίσως κάποιοι θα διάλεγαν μια πιο ουδέτερη έκφραση- ήταν ένας από τους παράγοντες που συνέβαλαν στην ευρωστία του ΠΑΣΟΚ. Πρώτα η «Αλλαγή» του Ανδρέα Παπανδρέου σαγήνευσε ένα μεγάλο κομμάτι της λαϊκής βάσης της Αριστεράς, και στη συνέχεια ο Σημιτικός «εκσυγχρονισμός» προσήλκυσε τμήμα της ελίτ.
Στις 16 Σεπτεμβρίου όμως, η κίνηση αντεστράφη. Για πολλούς και διάφορους λόγους, με κυριότερο τη διάχυτη εντύπωση ότι ο Γιώργος Παπανδρέου δεν «τραβούσε», πολλοί πρώην αριστεροί ή και κάποιοι δυσαρεστημένοι του ΠΑΣΟΚ ψήφισαν την Αριστερά. Πάντως, καλά θα κάνουμε να μην ξεχνιόμαστε. Το ποσοστό της Αριστεράς ήταν ακόμα πιο υψηλό το 1996, και επιπλέον, με δεδομένη τη γενική απογοήτευση, την ανασφάλεια και τη φθορά του ΠΑΣΟΚ, θα περίμενε κανείς ένα πολύ καλύτερο αποτέλεσμα. Το συνολικό ποσοστό του 13% μπορεί να υπερέβη το αμέσως προηγούμενο, αν όμως το δούμε σε ευρωπαϊκό επίπεδο, δεν βγάζει την Αριστερά από το περιθώριο. Κάτι που ισχύει ακόμα περισσότερο για το ΚΚΕ για έναν πρόσθετο λόγο: σύμφωνα με τη δική του λογική -«πέντε κόμματα, δύο πολιτικές»- το 92% του ελληνικού λαού τού έχει γυρίσει τις πλάτες. Αν αυτός είναι ο ορισμός της επιτυχίας, τότε πρέπει να ξαναγράψουμε τα λεξικά.
Μήπως, όμως, πέρα από τα ποσοστά του ΚΚΕ και του ΣΥΡΙΖΑ, έχουμε μια γενικότερη μετατόπιση προς τα Αριστερά; Εδώ οι ενδείξεις είναι αντιφατικές. Η επικράτηση της Νέας Δημοκρατίας αποτελεί γεγονός το οποίο δεν πρέπει να παρακάμπτουμε. Αν συνυπολογίσουμε την πλειονότητα των ψηφοφόρων του Γ. Καρατζαφέρη και του Σ. Παπαθεμελή, η Δεξιά διατήρησε τη δύναμή της, παρά τα πανθομολογούμενα χάλια της κυβέρνησης Καραμανλή. Από την άλλη μεριά, όμως, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι λεγόμενες «μεταρρυθμίσεις», που δεν μπορούν να αναβάλλονται επ’ άπειρον, θα δημιουργήσουν φοβερούς τριγμούς και θα τροφοδοτήσουν τη γενικευμένη ανασφάλεια και αγανάκτηση που σιγοβράζει. Γιατί ακόμα κι αν υποθέσουμε ότι θα προκύψουν οφέλη, θα χρειαστούν χρόνια για να φανούν· ο πόνος όμως θα είναι άμεσος. Αν λοιπόν η Ν.Δ. τις αποτολμήσει, και εφόσον παραμένει κυβέρνηση θα αναγκαστεί να το κάνει, τότε αυξάνονται οι πιθανότητες η Αριστερά να σηκώσει πραγματικά κεφάλι.
Μόνο που και σ’ αυτή την περίπτωση τα πράγματα δεν θα είναι τόσο καθαρά. Διότι ναι μεν η διάκριση Δεξιάς-Αριστεράς ούτε καταργήθηκε ούτε πρόκειται να καταργηθεί, όμως εκείνο που σίγουρα άλλαξε είναι ο μονοσήμαντος ορισμός τους. Με άλλα λόγια, δεν είμαστε δεξιοί και αριστεροί όπως είμαστε γαλανομάτηδες.
Συνεπώς, η άλλοτε σαφής πολιτική αυτή ιδιότητα έχει γίνει πιο θολή και πιο ρευστή. Για παράδειγμα, πολλοί μετά το 1989, στο όνομα της Αριστεράς, αναπαρήγαγαν τα ιδεολογήματα της δεξιάς εθνικοφροσύνης σε μια τερατογεννημένη αντιιμπεριαλιστική εκδοχή της: από τη μακεδονική υστερία και την αμέριστη υποστήριξη του Μιλόσεβιτς μέχρι τη λυσσαλέα αντίδραση στο βιβλίο Ιστορίας της Στ’ Δημοτικού.
Γι’αυτό δεν μπορεί να πει κανείς με σιγουριά προς τα πού κινούμαστε. Οποιος δηλώνει δυσαρεστημένος δεν είναι υποχρεωτικά αριστερός. Αυτό θα ισχύσει μόνο αν η Αριστερά μετατρέψει την αδιαφοροποίητη αγανάκτηση σε συγκεκριμένη πολιτική στάση, αντί να θεωρεί ότι ήδη είναι. Οταν δηλαδή θα προτείνει αξιόπιστες εναλλακτικές λύσεις αντί να ανακυκλώνει την γκρίνια. Και η εκτός Ελλάδας εμπειρία διδάσκει ότι το «ξέρω τι δεν θέλω, αλλά δεν ξέρω τι θέλω» μαζεύει μεν ψήφους, αλλά καταργεί την ουσιαστική πολιτική. Κι εδώ θα παιχτεί το μεγάλο στοίχημα. Γιατί αν καταφέρει να πολιτικοποιήσει την εντεινόμενη αστάθεια αντί να επικαλείται τη «λαϊκότητά» της, τότε μόνο θα μπορέσει να μπει στο παιχνίδι ως Αριστερά. Και όχι ως συνονθύλευμα δυσαρεστημένων.