Το ιρλανδικό «όχι» και οι Βαλκανικοί Πόλεμοι
Γιώργος Γιαννουλόπουλος, Ελευθεροτυπία, Δημοσιευμένο: 2008-06-20
Ας αρχίσουμε με τον τίτλο, το νόημα του οποίου δεν είναι και τόσο προφανές. Ως γνωστόν, οι Βαλκανικοί Πόλεμοι ήταν δύο. Στον πρώτο, τα κράτη της χερσονήσου ένωσαν τις δυνάμεις τους εναντίον του κοινού εχθρού και έβαλαν τέλος στην οθωμανική κυριαρχία. Ο δεύτερος έγινε μεταξύ των νικητών, επειδή, μετά την επιτυχία τους, αναδείχτηκαν οι εκ διαμέτρου αντίθετες επιδιώξεις που κρύβονταν κάτω από τον κοινό σκοπό. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με ορισμένα δημοψηφίσματα, όταν ο λαός καλείται να αντιδράσει με ένα «ναι» ή «όχι» σε πολύπλοκες προτάσεις, οι οποίες επιδέχονται διαφορετικές αναγνώσεις. Ετσι, το αποτέλεσμα καταγράφει μόνο την τελική βούληση των ψηφοφόρων και όχι τους λόγους που τους έκαναν να εγκρίνουν ή να απορρίψουν.
Αυτό συνέβη στην Ιρλανδία. Στο στρατόπεδο του «όχι» βρέθηκαν μεν οι αριστεροί πολέμιοι της νεοφιλελεύθερης Ε.Ε., αλλά και όσοι φοβούνται ότι οι Βρυξέλλες θα τους υποχρεώσουν να δεχτούν ορισμένα πάγια αιτήματα της Αριστεράς, π.χ. την αλλαγή της νομοθεσίας που θεσπίζει τη χαμηλή φορολογία των επιχειρήσεων και έχει προσελκύσει στη χώρα τεράστιες επενδύσεις από τις ΗΠΑ ή την αποποινικοποίηση των αμβλώσεων, κάτι που για τους φανατικούς Καθολικούς θα ανοίξει τις πύλες της κόλασης. (Εννοείται ότι και η ομοιογένεια των υποστηρικτών του «ναι» ήταν εξίσου πλασματική.)
Δηλαδή, όπως και το 1912, ο πρώτος πόλεμος υποκρύπτει και εγκυμονεί τον δεύτερο. Κατά συνέπεια, οι πανηγυρισμοί για το ηχηρό χαστούκι που έδωσε ο ιρλανδικός λαός στο κεφάλαιο αποδεικνύονται υπερβολές στην καλύτερη περίπτωση και στη χειρότερη χονδροειδής προπαγάνδα. Στη δεύτερη κατηγορία ανήκουν οι θριαμβολογίες του ΚΚΕ, ότι τάχα οι Ιρλανδοί απαίτησαν μια «σοσιαλιστική Ευρώπη των λαών», όταν όλοι ξέρουμε ότι ο Περισσός οδηγήθηκε στο εν λόγω συμπέρασμα από την πρόθεση να πλήξει τον Συνασπισμό, τον οποίο κατηγορεί συστηματικά ότι κουβαλάει νερό στον μύλο της Ε.Ε.
Πέρα όμως από αυτά τα θλιβερά και αναμενόμενα, υπάρχει ένα τεράστιο θέμα. Γιατί προτιμούμε τις απλουστευτικές αναγνώσεις που διαστρεβλώνουν την πολυπλοκότητα των πραγμάτων; Ισως η απάντηση έχει να κάνει με την εξής αντίφαση: στην προσπάθειά μας να λειτουργήσουμε πολιτικά και να επιβάλουμε τη δική μας εκδοχή, αντιμετωπίζουμε απολιτικά τις έννοιες που χρησιμοποιούμε, δηλαδή ξεχνάμε ότι δεν είναι προφανείς αλλά πάντα επίμαχες, και ότι γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο είναι βαθύτατα πολιτικές. Εννοώ ότι δεν εκφράζουν μια απλή και αμετακίνητη αλήθεια· αντίθετα, αποκτούν συγκεκριμένο πολιτικό νόημα μέσα σε συγκεκριμένα πολιτικά συμφραζόμενα. Για παράδειγμα, όσοι ριζοσπάστες καταδικάζουν σήμερα τη «γραφειοκρατία των Βρυξελλών» έχουν ξεχάσει τους μύδρους που εξαπέλυσε εναντίον της η Θάτσερ και επίσης το γεγονός ότι η καθαρόαιμη Δεξιά, για τους δικούς της λόγους, απεχθάνεται την Ε.Ε. Για να φτάσουμε όμως στην αποπολιτικοποίηση των εννοιών έχει προηγηθεί μια ιδεολογική μετάλλαξη: όταν η «αντίσταση» γίνεται αφηρημένη έννοια και μεταφυσική αρετή, δηλαδή αυτοσκοπός, τότε ουδείς ασχολείται με το ποιος αντιστέκεται σε ποιον και γιατί. Αρκεί να αντιστέκεται. Και έτσι η παράταξη που επιδιώκει την αλλαγή προς μια κατεύθυνση συμπορεύεται ή νομίζει ότι συμπορεύεται, με εκείνη που επιδιώκει το αντίθετο, όπως και στον πρώτο Βαλκανικό Πόλεμο. Τελικά, οι συνεπείς αριστεροί χαίρονται για το ιρλανδικό «όχι» όσο και οι Ιρλανδοί επιχειρηματίες, που δεν θέλουν να αυξηθεί η φορολογία για να προφυλάξουν τα κέρδη τους.
Πάντως για ένα μπορούμε να είμαστε σίγουροι: οι περισσότεροι άνθρωποι σήμερα δεν δείχνουν διατεθειμένοι να αποδεχτούν τις επιλογές της πολιτικής ελίτ. Το τι σημαίνει αυτό, δηλαδή το τι πολιτικό νόημα θα του αποδοθεί, είναι μια άλλη, μεγάλη κουβέντα.
Αυτό συνέβη στην Ιρλανδία. Στο στρατόπεδο του «όχι» βρέθηκαν μεν οι αριστεροί πολέμιοι της νεοφιλελεύθερης Ε.Ε., αλλά και όσοι φοβούνται ότι οι Βρυξέλλες θα τους υποχρεώσουν να δεχτούν ορισμένα πάγια αιτήματα της Αριστεράς, π.χ. την αλλαγή της νομοθεσίας που θεσπίζει τη χαμηλή φορολογία των επιχειρήσεων και έχει προσελκύσει στη χώρα τεράστιες επενδύσεις από τις ΗΠΑ ή την αποποινικοποίηση των αμβλώσεων, κάτι που για τους φανατικούς Καθολικούς θα ανοίξει τις πύλες της κόλασης. (Εννοείται ότι και η ομοιογένεια των υποστηρικτών του «ναι» ήταν εξίσου πλασματική.)
Δηλαδή, όπως και το 1912, ο πρώτος πόλεμος υποκρύπτει και εγκυμονεί τον δεύτερο. Κατά συνέπεια, οι πανηγυρισμοί για το ηχηρό χαστούκι που έδωσε ο ιρλανδικός λαός στο κεφάλαιο αποδεικνύονται υπερβολές στην καλύτερη περίπτωση και στη χειρότερη χονδροειδής προπαγάνδα. Στη δεύτερη κατηγορία ανήκουν οι θριαμβολογίες του ΚΚΕ, ότι τάχα οι Ιρλανδοί απαίτησαν μια «σοσιαλιστική Ευρώπη των λαών», όταν όλοι ξέρουμε ότι ο Περισσός οδηγήθηκε στο εν λόγω συμπέρασμα από την πρόθεση να πλήξει τον Συνασπισμό, τον οποίο κατηγορεί συστηματικά ότι κουβαλάει νερό στον μύλο της Ε.Ε.
Πέρα όμως από αυτά τα θλιβερά και αναμενόμενα, υπάρχει ένα τεράστιο θέμα. Γιατί προτιμούμε τις απλουστευτικές αναγνώσεις που διαστρεβλώνουν την πολυπλοκότητα των πραγμάτων; Ισως η απάντηση έχει να κάνει με την εξής αντίφαση: στην προσπάθειά μας να λειτουργήσουμε πολιτικά και να επιβάλουμε τη δική μας εκδοχή, αντιμετωπίζουμε απολιτικά τις έννοιες που χρησιμοποιούμε, δηλαδή ξεχνάμε ότι δεν είναι προφανείς αλλά πάντα επίμαχες, και ότι γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο είναι βαθύτατα πολιτικές. Εννοώ ότι δεν εκφράζουν μια απλή και αμετακίνητη αλήθεια· αντίθετα, αποκτούν συγκεκριμένο πολιτικό νόημα μέσα σε συγκεκριμένα πολιτικά συμφραζόμενα. Για παράδειγμα, όσοι ριζοσπάστες καταδικάζουν σήμερα τη «γραφειοκρατία των Βρυξελλών» έχουν ξεχάσει τους μύδρους που εξαπέλυσε εναντίον της η Θάτσερ και επίσης το γεγονός ότι η καθαρόαιμη Δεξιά, για τους δικούς της λόγους, απεχθάνεται την Ε.Ε. Για να φτάσουμε όμως στην αποπολιτικοποίηση των εννοιών έχει προηγηθεί μια ιδεολογική μετάλλαξη: όταν η «αντίσταση» γίνεται αφηρημένη έννοια και μεταφυσική αρετή, δηλαδή αυτοσκοπός, τότε ουδείς ασχολείται με το ποιος αντιστέκεται σε ποιον και γιατί. Αρκεί να αντιστέκεται. Και έτσι η παράταξη που επιδιώκει την αλλαγή προς μια κατεύθυνση συμπορεύεται ή νομίζει ότι συμπορεύεται, με εκείνη που επιδιώκει το αντίθετο, όπως και στον πρώτο Βαλκανικό Πόλεμο. Τελικά, οι συνεπείς αριστεροί χαίρονται για το ιρλανδικό «όχι» όσο και οι Ιρλανδοί επιχειρηματίες, που δεν θέλουν να αυξηθεί η φορολογία για να προφυλάξουν τα κέρδη τους.
Πάντως για ένα μπορούμε να είμαστε σίγουροι: οι περισσότεροι άνθρωποι σήμερα δεν δείχνουν διατεθειμένοι να αποδεχτούν τις επιλογές της πολιτικής ελίτ. Το τι σημαίνει αυτό, δηλαδή το τι πολιτικό νόημα θα του αποδοθεί, είναι μια άλλη, μεγάλη κουβέντα.