Απαντήσεις με κόστος!
Τάσος Παππάς, Κυρ. Ελευθεροτυπία, Δημοσιευμένο: 2008-09-14
Πανηγυρίζουν οι οπαδοί του δικομματισμού επειδή τα δημοσκοπικά ποσοστά του ΣΥΡΙΖΑ εμφανίζονται να υποχωρούν από το ιλιγγιώδες 18% στο «γήινο»12%. Οι πιο αισιόδοξοι, μάλιστα, έβγαλαν το βολικό συμπέρασμα: «Ο ΣΥΡΙΖΑ θα συρρικνώνεται όλο και περισσότερο αφού δεν είναι σε θέση να προσφέρει εναλλακτική λύση διακυβέρνησης». Προφανώς διαβάζουν όπως τους συμφέρει την πραγματικότητα, τα στοιχεία της οποίας δεν συνηγορούν υπέρ της εκδοχής που θέλει τον δικομματισμό να ανακάμπτει στην Ελλάδα. Για παράδειγμα:
- Υποτιμούν το γεγονός ότι ακόμη κι όπως έχουν σήμερα τα πράγματα ο ΣΥΡΙΖΑ είναι το μόνο πολιτικό κόμμα που υπερδιπλασιάζει την επιρροή του στο εκλογικό σώμα.
- Υποτιμούν το γεγονός ότι η Ν.Δ. είναι σε διαρκή πτώση (απήχησης, ηθικού και σοβαρότητας) και το ΠΑΣΟΚ αγκομαχά για να κερδίσει μερικούς πόντους στα χαμηλά ποσοστά του.
- Υποτιμούν το γεγονός ότι ο δικομματισμός με το ζόρι ξεπερνά το 55%, σημειώνοντας τη χαμηλότερη επίδοσή του από τη μεταπολίτευση μέχρι και τις τελευταίες βουλευτικές εκλογές.
- Υποτιμούν το γεγονός ότι το «κόμμα του κανένα» φλερτάρει με την πρώτη θέση επιβεβαιώνοντας έτσι τις αναλύσεις σύμφωνα με τις οποίες η κρίση του πολιτικού συστήματος έχει δομικά χαρακτηριστικά που είναι δύσκολο να ξεπεραστούν με πολιτικές μικροδιευθετήσεων σαν κι αυτές που προτείνουν τα δύο κόμματα εξουσίας.
- Υποτιμούν το γεγονός ότι οι ψηφοφόροι δεν δείχνουν να υποκύπτουν στις «τρομοκρατικές» αντιλήψεις περί ακυβερνησίας και στη λογική του μικρότερου κακού που ήταν σε αρκετές περιπτώσεις στο παρελθόν το σωσίβιο του δικομματισμού.
Είναι παρακινδυνευμένο να πει κανείς ότι τα παραπάνω ευρήματα αποτυπώνουν μια τάση παγίωσης, γιατί οι μετρήσεις γίνονται σε μη εκλογικό χρόνο και ουδείς ξέρει πώς θα συμπεριφερθούν οι πολίτες τη στιγμή της κάλπης. Κατά τούτο, λοιπόν, έχει σημασία πώς θα κινηθεί το επόμενο διάστημα ο ΣΥΡΙΖΑ και κυρίως πώς θα αναμετρηθεί με το ζήτημα της διακυβέρνησης που προβάλλει καθοριστικά.
Το επιτελείο της Κουμουνδούρου δεν πρέπει, με τη σειρά του να υποτιμήσει το γεγονός ότι η αρχική ορμή του κόμματος παρουσιάζει σημάδια κάμψης, γιατί η απάντηση που δίνει στο ερώτημα «ποια πολιτική με ποια κυβέρνηση;» δεν φαντάζει πειστική. Και δεν φαντάζει πειστική γιατί περιλαμβάνει τέσσερα «όχι» και ένα νεφελώδες «ναι»: Λέει «όχι» στην αυτοδυναμία της Ν.Δ., «όχι» στην αυτοδυναμία του ΠΑΣΟΚ, «όχι» στο μεγάλο συνασπισμό Ν.Δ.-ΠΑΣΟΚ, «όχι» στην κυβέρνηση συνεργασίας ΠΑΣΟΚ-ΣΥΡΙΖΑ και «ναι» σε κυβέρνηση που θα στηρίζεται σε μια νέα πολιτική και κοινωνική πλειοψηφία.
Τα «όχι» του είναι καθαρά και χωρίς δυσμενείς πολιτικές παρενέργειες εφόσον το προβάδισμα της Ν.Δ. δεν αμφισβητείται και, συνεπώς, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα υποχρεωθεί να παίξει ρόλο ρυθμιστή. Αν όμως αλλάξουν οι συνθήκες και το ΠΑΣΟΚ πάρει κεφάλι στα γκάλοπ (εξέλιξη που δεν πρέπει να αποκλειστεί γιατί το νεοδεξιό καθεστώς εκτός από φαύλο αρχίζει να φλερτάρει επιμόνως και με τη γελοιοποίηση), μεγαλώνουν οι πιθανότητές του να κερδίσει την πρωτιά στις εθνικές κάλπες χωρίς πάντως αυτοδυναμία. Τότε ο ΣΥΡΙΖΑ θα δεχτεί πρόταση συνεργασίας από το ΠΑΣΟΚ στη βάση ενός μίνιμουμ προγράμματος διακυβέρνησης. Θα έρθει μ’ άλλα λόγια, η ώρα για το μεγάλο «ναι» ή για το μεγάλο «όχι». Και τα δύο έχουν κόστος.
Το «ναι» είναι βέβαιο πως θα ικανοποιήσει μια σεβαστή μερίδα του ακροατηρίου του [ίσως είναι κυρίαρχη], η οποία θεωρεί πρώτο καθήκον την απομάκρυνση αυτής της κυβέρνησης και τη συμμετοχή της αριστεράς στην άσκηση της εξουσίας. Είναι όμως εξίσου βέβαιο πως θα δυσαρεστήσει εκείνους τους ψηφοφόρους του που δεν θέλουν το κόμμα τους να γίνει πλυντήριο για τις ευθύνες των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ, θα απειλήσει τη συνοχή του γιατί οι περισσότερες συνιστώσες του καθώς και το δεσπόζον ρεύμα στο εσωτερικό του ΣΥΝ πιστεύουν ότι η σύμπλευση με τη «νεοφιλελεύθερη σοσιαλδημοκρατία» συνιστά έγκλημα καθοσιώσεως και επιπλέον θα υπονομεύσει το κύρος του ηγετικού διδύμου του, το οποίο έχει απορρίψει μετά βδελυγμίας όλες τις εκκλήσεις του Γ. Παπανδρέου για διάλογο και συμφωνία.
ΟΣΥΡΙΖΑ μεταπίπτει αργά αλλά σταθερά από την κατάσταση που περιγράφεται στην παροιμία «κακό χωριό τα λίγα σπίτια», σ’ αυτήν που ενσωματώνεται στη φράση «μεγάλα καράβια, μεγάλες φουρτούνες».
- Υποτιμούν το γεγονός ότι ακόμη κι όπως έχουν σήμερα τα πράγματα ο ΣΥΡΙΖΑ είναι το μόνο πολιτικό κόμμα που υπερδιπλασιάζει την επιρροή του στο εκλογικό σώμα.
- Υποτιμούν το γεγονός ότι η Ν.Δ. είναι σε διαρκή πτώση (απήχησης, ηθικού και σοβαρότητας) και το ΠΑΣΟΚ αγκομαχά για να κερδίσει μερικούς πόντους στα χαμηλά ποσοστά του.
- Υποτιμούν το γεγονός ότι ο δικομματισμός με το ζόρι ξεπερνά το 55%, σημειώνοντας τη χαμηλότερη επίδοσή του από τη μεταπολίτευση μέχρι και τις τελευταίες βουλευτικές εκλογές.
- Υποτιμούν το γεγονός ότι το «κόμμα του κανένα» φλερτάρει με την πρώτη θέση επιβεβαιώνοντας έτσι τις αναλύσεις σύμφωνα με τις οποίες η κρίση του πολιτικού συστήματος έχει δομικά χαρακτηριστικά που είναι δύσκολο να ξεπεραστούν με πολιτικές μικροδιευθετήσεων σαν κι αυτές που προτείνουν τα δύο κόμματα εξουσίας.
- Υποτιμούν το γεγονός ότι οι ψηφοφόροι δεν δείχνουν να υποκύπτουν στις «τρομοκρατικές» αντιλήψεις περί ακυβερνησίας και στη λογική του μικρότερου κακού που ήταν σε αρκετές περιπτώσεις στο παρελθόν το σωσίβιο του δικομματισμού.
Είναι παρακινδυνευμένο να πει κανείς ότι τα παραπάνω ευρήματα αποτυπώνουν μια τάση παγίωσης, γιατί οι μετρήσεις γίνονται σε μη εκλογικό χρόνο και ουδείς ξέρει πώς θα συμπεριφερθούν οι πολίτες τη στιγμή της κάλπης. Κατά τούτο, λοιπόν, έχει σημασία πώς θα κινηθεί το επόμενο διάστημα ο ΣΥΡΙΖΑ και κυρίως πώς θα αναμετρηθεί με το ζήτημα της διακυβέρνησης που προβάλλει καθοριστικά.
Το επιτελείο της Κουμουνδούρου δεν πρέπει, με τη σειρά του να υποτιμήσει το γεγονός ότι η αρχική ορμή του κόμματος παρουσιάζει σημάδια κάμψης, γιατί η απάντηση που δίνει στο ερώτημα «ποια πολιτική με ποια κυβέρνηση;» δεν φαντάζει πειστική. Και δεν φαντάζει πειστική γιατί περιλαμβάνει τέσσερα «όχι» και ένα νεφελώδες «ναι»: Λέει «όχι» στην αυτοδυναμία της Ν.Δ., «όχι» στην αυτοδυναμία του ΠΑΣΟΚ, «όχι» στο μεγάλο συνασπισμό Ν.Δ.-ΠΑΣΟΚ, «όχι» στην κυβέρνηση συνεργασίας ΠΑΣΟΚ-ΣΥΡΙΖΑ και «ναι» σε κυβέρνηση που θα στηρίζεται σε μια νέα πολιτική και κοινωνική πλειοψηφία.
Τα «όχι» του είναι καθαρά και χωρίς δυσμενείς πολιτικές παρενέργειες εφόσον το προβάδισμα της Ν.Δ. δεν αμφισβητείται και, συνεπώς, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα υποχρεωθεί να παίξει ρόλο ρυθμιστή. Αν όμως αλλάξουν οι συνθήκες και το ΠΑΣΟΚ πάρει κεφάλι στα γκάλοπ (εξέλιξη που δεν πρέπει να αποκλειστεί γιατί το νεοδεξιό καθεστώς εκτός από φαύλο αρχίζει να φλερτάρει επιμόνως και με τη γελοιοποίηση), μεγαλώνουν οι πιθανότητές του να κερδίσει την πρωτιά στις εθνικές κάλπες χωρίς πάντως αυτοδυναμία. Τότε ο ΣΥΡΙΖΑ θα δεχτεί πρόταση συνεργασίας από το ΠΑΣΟΚ στη βάση ενός μίνιμουμ προγράμματος διακυβέρνησης. Θα έρθει μ’ άλλα λόγια, η ώρα για το μεγάλο «ναι» ή για το μεγάλο «όχι». Και τα δύο έχουν κόστος.
Το «ναι» είναι βέβαιο πως θα ικανοποιήσει μια σεβαστή μερίδα του ακροατηρίου του [ίσως είναι κυρίαρχη], η οποία θεωρεί πρώτο καθήκον την απομάκρυνση αυτής της κυβέρνησης και τη συμμετοχή της αριστεράς στην άσκηση της εξουσίας. Είναι όμως εξίσου βέβαιο πως θα δυσαρεστήσει εκείνους τους ψηφοφόρους του που δεν θέλουν το κόμμα τους να γίνει πλυντήριο για τις ευθύνες των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ, θα απειλήσει τη συνοχή του γιατί οι περισσότερες συνιστώσες του καθώς και το δεσπόζον ρεύμα στο εσωτερικό του ΣΥΝ πιστεύουν ότι η σύμπλευση με τη «νεοφιλελεύθερη σοσιαλδημοκρατία» συνιστά έγκλημα καθοσιώσεως και επιπλέον θα υπονομεύσει το κύρος του ηγετικού διδύμου του, το οποίο έχει απορρίψει μετά βδελυγμίας όλες τις εκκλήσεις του Γ. Παπανδρέου για διάλογο και συμφωνία.
ΟΣΥΡΙΖΑ μεταπίπτει αργά αλλά σταθερά από την κατάσταση που περιγράφεται στην παροιμία «κακό χωριό τα λίγα σπίτια», σ’ αυτήν που ενσωματώνεται στη φράση «μεγάλα καράβια, μεγάλες φουρτούνες».