Κριτική στο Σχέδιο του ΣΥΡΙΖΑ για τις ευρωεκλογές
Άννα Φιλίνη, Αυγή, Δημοσιευμένο: 2009-04-01
Σήμερα η αντίσταση ενάντια στην κρίση και η ανάγκη της πάλης για δουλειά και μεροκάματο αξιοπρέπειας αποτελεί καθημερινή επιταγή για κάθε εργαζόμενο αλλά και άνεργο. Σήμερα ο σταθερός αγώνας ενάντια στην κρίση είναι όρος επιβίωσης και όχι μία κατάσταση γιορτής σε στιγμές επαναστατικής ευφορίας.
Οφείλουμε να κατανοήσουμε αυτή τη δύσκολη κατάσταση. Η στροφή των Ιρλανδών από το ΟΧΙ στη συνθήκη της Λισσαβώνας στη σημερινή προδιάθεση υπέρ της αποδοχής της Ε.Ε., οφείλεται ακριβώς στην αναζήτηση σωτηρίας στο ενιαίο ευρωπαϊκό πλαίσιο. Σημειώνουμε επίσης την καθολική επιθυμία των Ισλανδών, της χώρας που δοκιμάστηκε ίσως πιο έντονα από την κρίση, για ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στο ευρώ. Ενώ επιπλέον είναι χαρακτηριστική η φιλοευρωπαϊκή μεταστροφή, τόσο του λαϊκού αισθήματος όσο και των κυβερνητικών πολιτικών, στην Ανατολική Ευρώπη.
Μέσα στο συγκεκριμένο πλαίσιο το ουσιαστικό ζήτημα για τους λαούς της Ευρώπης είναι το πώς θα μπορέσουν να επιβάλουν άμεσα όρους υπέρ των εργαζόμενων και της κοινωνικής οικονομίας ενάντια στην ασυδοσία του κεφαλαίου και πως ταυτόχρονα θα προβάλλουν μια προοπτική δημοκρατικής ενοποίησης της Ευρώπης σε όφελος των πολιτών της και της παγκόσμιας ειρήνης.
Το Σχέδιο διακήρυξης για τις ευρωεκλογές που πρόσφατα κατέθεσε η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, απέχει κατά πολύ από την ψηφισμένη τον περασμένο Νοέμβριο διακήρυξη του ΚΕΑ. Το Σχέδιο αυτό δεν αναφέρεται ούτε μία φορά στην ίδια την Ευρωπαϊκή Ένωση, ούτε στην Ομάδα της Ευρωπαϊκής Αριστεράς (GUE), όπου οι ευρωβουλευτές μας ανήκουν πάνω από είκοσι χρόνια, αλλά ούτε αναφέρεται και στο ίδιο το Κόμμα της Ευρωπαϊκής Αριστεράς, στην ίδρυση του οποίου πρωτοστάτησε ο ΣΥΝ.
Τι γίνεται; Τα αφήνουμε όλα; Και για χάρη ποίου; Είναι τώρα ώρα για διασπάσεις και απομονωτισμό; Το ΚΚΕ συμμετείχε στην GUE κοινή ομάδα στο Ευρωκοινοβούλιο, προβάλλοντας βέβαια τις διαφορετικές θέσεις του. Όμως παρέμεινε. Εμείς τώρα τι κάνουμε; Χαράζουμε γραμμή αποδέσμευσης από την Ε.Ε. και άρα και από την GUE και από το ΚΕΑ;
Αναρωτιέμαι μήπως έχουμε ήδη εισέλθει σε μία τροχιά άλλης στρατηγικής στην κατεύθυνση που χαράζει το Νέο Αντικαπιταλιστικό Κόμμα της Γαλλίας.
Μέσα στο προτεινόμενο Σχέδιο βλέπουμε να προβάλει η πάλη ενάντια στο σύστημα γενικά, αφήνοντας σε δεύτερη μοίρα τον μονεταρισμό και τον νεοφιλελευθερισμό ως βασικούς υπαίτιους της κρίσης. Το Σχέδιο κινείται σε μια γραμμή γενικής αντιπαράθεσης, με τις πολιτικές δυνάμεις της δεξιάς αλλά και με τις πολιτικές δυνάμεις του κεντρώου και κεντροαριστερού χώρου, χωρίς την αναζήτηση συμμαχιών στην κοινωνία και στα συνδικάτα. Ταυτόχρονα παρουσιάζει μια εικόνα της Ευρώπης σήμερα, ωσάν να υπάρχουν παντού ήδη συγκυβερνήσεις δεξιών και σοσιαλδημοκρατών, σε «μεγάλη συμμαχία», όπως αναφέρει. Δίνεται μάλιστα η αίσθηση ότι κάτι τέτοιο είναι και επιθυμητό για την αριστερά, προκειμένου να ξεκαθαρίζει το τοπίο, παρόλο βέβαια που είναι γνωστό ότι μια τέτοια συνεργασία θα οδηγούσε σε ασφυκτικές πολιτικές και κοινωνικές πιέσεις και απογοητεύσεις, πρώτα από όλα τους ίδιους τους εργαζόμενους, τη νεολαία αλλά και συνολικά τα κοινωνικά κινήματα και τα συνδικάτα.
Τη στιγμή που οι βασικές προτάσεις του ΣΥΝ, αλλά και η κοινοβουλευτική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ με τις μάχες της στη Βουλή, εστιάζουν στην ανάγκη διαμόρφωσης ενός κεντρικού δημόσιου πυλώνα στις τράπεζες και γενικά στο χρηματοπιστωτικό τομέα αλλά και στην ανάγκη διατήρησης του δημόσιου χαρακτήρα όλων των επιχειρήσεων του δημόσιου τομέα και την αντίσταση στις ιδιωτικοποιήσεις, το Σχέδιο λοιδορεί τις κρατικοποιήσεις, γιατί κατʼ αυτό «αποσκοπούν στη διάσωση μεγάλων επιχειρήσεων» και «θα στηρίξουν τη φερεγγυότητα των κερδοσκοπικών τραπεζών και θα καθησυχάσουν τους ανθρώπους που ξεσηκώνονται». Οι απόψεις ωστόσο αυτές είναι έξω από τις αγωνίες του κόσμου της εργασίας που επιθυμεί ένα διαφορετικό χρηματοπιστωτικό σύστημα το οποίο μπορεί να προκύψει μέσα από τη μεταλλαγή του υφιστάμενου και όχι μέσα από την καταστροφή του που μόνο δεινά, ανεργία, προστατευτισμό και πολιτικό συντηρητισμό μπορεί να φέρει, όπως τη δεκαετία του 1930 που οδήγησε στον φασισμό και στον πόλεμο.
Το Σχέδιο αρνείται να υιοθετήσει θέσεις που διεκδικούν δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αποσιωπά τη θέση του ΚΕΑ ότι το Σύμφωνο Ανάπτυξης και Σταθερότητας πρέπει να αντικατασταθεί από ένα νέο σύμφωνο αλληλεγγύης που να εστιάζει στην ανάπτυξη, στην πλήρη απασχόληση, στην κοινωνική και περιβαλλοντική προστασία. Απουσιάζει η θέση υπέρ της δημιουργίας ενός ευρωπαϊκού αποθεματικού ταμείου που θα αντικαταστήσει για τις χώρες της Ένωσης το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και θα μπορεί να εκδίδει ευρωομόλογα για την αποφυγή των επαχθών όρων του διεθνούς δανεισμού για όσες ευρωπαϊκές χώρες αντιμετωπίζουν προβλήματα με το δημόσιο χρέος. Αυτός θα ήταν και ένας αποτελεσματικός μηχανισμός αλληλεγγύης των πλούσιων χωρών προς τις οικονομικά ασθενέστερες. Επίσης απουσιάζει η θέση υπέρ της ένταξης της Χάρτας της Ευρώπης για τα δικαιώματα του Ανθρώπου, στο δεσμευτικό κανονιστικό πλαίσιο των συνθηκών. Αποσιωπά τη θέση υπέρ μιας εναλλακτικής πρότασης απέναντι στη συνθήκη της Λισσαβώνας. Αποσιωπά τον στόχο της αποδέσμευσης της Ευρώπης από τις ΗΠΑ στο πολιτικό, οικονομικό, στρατιωτικό επίπεδο.
Αντίθετα από τα παραπάνω, στο Σχέδιο αμφισβητείται η παραμονή μας στην Ε.Ε. Είναι πραγματικά μια στιγμή όπου οι άρχουσες τάξεις της Ευρώπης επιχειρούν στο όνομα της κρίσης σοβαρά πλήγματα κατά των εργαζόμενων, των γυναικών, του κοινωνικού κράτους, αλλά και των δημοκρατικών ελευθεριών. Όμως οι δημοκρατικές, κοινωνικές, πολιτιστικές, περιβαλλοντικές κατακτήσεις των λαών της ηπείρου μας δεν ανήκουν μόνο ούτε κυρίως στις κυβερνήσεις και στη σημερινή Κομισιόν.
Έχουμε καθήκον να θυμηθούμε και να διαπαιδαγωγήσουμε την απελπισμένη μέσα στην κρίση σημερινή νεολαία, πως οι μεγάλες ιστορικές και κοινωνικές κατακτήσεις, ανήκουν σε αυτήν και σε εμάς και ότι πρέπει μαζί να τις διεκδικήσουμε.
Οι δυνάμεις που έχουν συμφέρον και επιδιώκουν την υπονόμευση της ενότητας της Ευρώπης είναι υπαρκτές. Οι άρτι αφιχθέντες εξ ανατολών παίξανε μέχρι τώρα το αμερικανικό χαρτί όμως σήμερα αποδεικνύεται ότι δεν έχουν πού αλλού να στηριχθούν. Από την άλλη, οι πιο πλούσιες ευρωπαϊκές δυνάμεις έχουν την τάση να περιχαρακωθούν στην προσωρινή τους ευμάρεια, ξεχνώντας ότι η ήπειρός μας αν θέλει να σταθεί και να επιβιώσει, πρέπει να στηρίξει και τους πιο αδύνατους, γιατί αν αυτοί καταρρεύσουν, το πιθανότερο είναι ότι θα τραβήξουν προς τα κάτω και τους ισχυρότερους. Η ενότητα της Ευρώπης είναι ιστορική αναγκαιότητα, ας παλέψουμε για καλύτερους όρους. Αυτή η υπόθεση δεν είναι κάτι που έχουμε δικαίωμα να μας αφήνει αδιάφορους. Η Ευρώπη παρά τις αδικίες συχνά σε βάρος των εργαζομένων της, προσφέρει σήμερα στον πλανήτη ένα ψηλότερο επίπεδο δημοκρατίας, ανοχής της ιδιαιτερότητας, φροντίδας για το περιβάλλον και την ποιότητα ζωής. Η αριστερά οφείλει να κοιτάζει πλατιά και να βλέπει ότι το μέλλον το δικό της και των λαών εξαρτάται από την προοπτική της μεγάλης πλειοψηφίας.
Οφείλουμε να κατανοήσουμε αυτή τη δύσκολη κατάσταση. Η στροφή των Ιρλανδών από το ΟΧΙ στη συνθήκη της Λισσαβώνας στη σημερινή προδιάθεση υπέρ της αποδοχής της Ε.Ε., οφείλεται ακριβώς στην αναζήτηση σωτηρίας στο ενιαίο ευρωπαϊκό πλαίσιο. Σημειώνουμε επίσης την καθολική επιθυμία των Ισλανδών, της χώρας που δοκιμάστηκε ίσως πιο έντονα από την κρίση, για ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στο ευρώ. Ενώ επιπλέον είναι χαρακτηριστική η φιλοευρωπαϊκή μεταστροφή, τόσο του λαϊκού αισθήματος όσο και των κυβερνητικών πολιτικών, στην Ανατολική Ευρώπη.
Μέσα στο συγκεκριμένο πλαίσιο το ουσιαστικό ζήτημα για τους λαούς της Ευρώπης είναι το πώς θα μπορέσουν να επιβάλουν άμεσα όρους υπέρ των εργαζόμενων και της κοινωνικής οικονομίας ενάντια στην ασυδοσία του κεφαλαίου και πως ταυτόχρονα θα προβάλλουν μια προοπτική δημοκρατικής ενοποίησης της Ευρώπης σε όφελος των πολιτών της και της παγκόσμιας ειρήνης.
Το Σχέδιο διακήρυξης για τις ευρωεκλογές που πρόσφατα κατέθεσε η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, απέχει κατά πολύ από την ψηφισμένη τον περασμένο Νοέμβριο διακήρυξη του ΚΕΑ. Το Σχέδιο αυτό δεν αναφέρεται ούτε μία φορά στην ίδια την Ευρωπαϊκή Ένωση, ούτε στην Ομάδα της Ευρωπαϊκής Αριστεράς (GUE), όπου οι ευρωβουλευτές μας ανήκουν πάνω από είκοσι χρόνια, αλλά ούτε αναφέρεται και στο ίδιο το Κόμμα της Ευρωπαϊκής Αριστεράς, στην ίδρυση του οποίου πρωτοστάτησε ο ΣΥΝ.
Τι γίνεται; Τα αφήνουμε όλα; Και για χάρη ποίου; Είναι τώρα ώρα για διασπάσεις και απομονωτισμό; Το ΚΚΕ συμμετείχε στην GUE κοινή ομάδα στο Ευρωκοινοβούλιο, προβάλλοντας βέβαια τις διαφορετικές θέσεις του. Όμως παρέμεινε. Εμείς τώρα τι κάνουμε; Χαράζουμε γραμμή αποδέσμευσης από την Ε.Ε. και άρα και από την GUE και από το ΚΕΑ;
Αναρωτιέμαι μήπως έχουμε ήδη εισέλθει σε μία τροχιά άλλης στρατηγικής στην κατεύθυνση που χαράζει το Νέο Αντικαπιταλιστικό Κόμμα της Γαλλίας.
Μέσα στο προτεινόμενο Σχέδιο βλέπουμε να προβάλει η πάλη ενάντια στο σύστημα γενικά, αφήνοντας σε δεύτερη μοίρα τον μονεταρισμό και τον νεοφιλελευθερισμό ως βασικούς υπαίτιους της κρίσης. Το Σχέδιο κινείται σε μια γραμμή γενικής αντιπαράθεσης, με τις πολιτικές δυνάμεις της δεξιάς αλλά και με τις πολιτικές δυνάμεις του κεντρώου και κεντροαριστερού χώρου, χωρίς την αναζήτηση συμμαχιών στην κοινωνία και στα συνδικάτα. Ταυτόχρονα παρουσιάζει μια εικόνα της Ευρώπης σήμερα, ωσάν να υπάρχουν παντού ήδη συγκυβερνήσεις δεξιών και σοσιαλδημοκρατών, σε «μεγάλη συμμαχία», όπως αναφέρει. Δίνεται μάλιστα η αίσθηση ότι κάτι τέτοιο είναι και επιθυμητό για την αριστερά, προκειμένου να ξεκαθαρίζει το τοπίο, παρόλο βέβαια που είναι γνωστό ότι μια τέτοια συνεργασία θα οδηγούσε σε ασφυκτικές πολιτικές και κοινωνικές πιέσεις και απογοητεύσεις, πρώτα από όλα τους ίδιους τους εργαζόμενους, τη νεολαία αλλά και συνολικά τα κοινωνικά κινήματα και τα συνδικάτα.
Τη στιγμή που οι βασικές προτάσεις του ΣΥΝ, αλλά και η κοινοβουλευτική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ με τις μάχες της στη Βουλή, εστιάζουν στην ανάγκη διαμόρφωσης ενός κεντρικού δημόσιου πυλώνα στις τράπεζες και γενικά στο χρηματοπιστωτικό τομέα αλλά και στην ανάγκη διατήρησης του δημόσιου χαρακτήρα όλων των επιχειρήσεων του δημόσιου τομέα και την αντίσταση στις ιδιωτικοποιήσεις, το Σχέδιο λοιδορεί τις κρατικοποιήσεις, γιατί κατʼ αυτό «αποσκοπούν στη διάσωση μεγάλων επιχειρήσεων» και «θα στηρίξουν τη φερεγγυότητα των κερδοσκοπικών τραπεζών και θα καθησυχάσουν τους ανθρώπους που ξεσηκώνονται». Οι απόψεις ωστόσο αυτές είναι έξω από τις αγωνίες του κόσμου της εργασίας που επιθυμεί ένα διαφορετικό χρηματοπιστωτικό σύστημα το οποίο μπορεί να προκύψει μέσα από τη μεταλλαγή του υφιστάμενου και όχι μέσα από την καταστροφή του που μόνο δεινά, ανεργία, προστατευτισμό και πολιτικό συντηρητισμό μπορεί να φέρει, όπως τη δεκαετία του 1930 που οδήγησε στον φασισμό και στον πόλεμο.
Το Σχέδιο αρνείται να υιοθετήσει θέσεις που διεκδικούν δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αποσιωπά τη θέση του ΚΕΑ ότι το Σύμφωνο Ανάπτυξης και Σταθερότητας πρέπει να αντικατασταθεί από ένα νέο σύμφωνο αλληλεγγύης που να εστιάζει στην ανάπτυξη, στην πλήρη απασχόληση, στην κοινωνική και περιβαλλοντική προστασία. Απουσιάζει η θέση υπέρ της δημιουργίας ενός ευρωπαϊκού αποθεματικού ταμείου που θα αντικαταστήσει για τις χώρες της Ένωσης το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και θα μπορεί να εκδίδει ευρωομόλογα για την αποφυγή των επαχθών όρων του διεθνούς δανεισμού για όσες ευρωπαϊκές χώρες αντιμετωπίζουν προβλήματα με το δημόσιο χρέος. Αυτός θα ήταν και ένας αποτελεσματικός μηχανισμός αλληλεγγύης των πλούσιων χωρών προς τις οικονομικά ασθενέστερες. Επίσης απουσιάζει η θέση υπέρ της ένταξης της Χάρτας της Ευρώπης για τα δικαιώματα του Ανθρώπου, στο δεσμευτικό κανονιστικό πλαίσιο των συνθηκών. Αποσιωπά τη θέση υπέρ μιας εναλλακτικής πρότασης απέναντι στη συνθήκη της Λισσαβώνας. Αποσιωπά τον στόχο της αποδέσμευσης της Ευρώπης από τις ΗΠΑ στο πολιτικό, οικονομικό, στρατιωτικό επίπεδο.
Αντίθετα από τα παραπάνω, στο Σχέδιο αμφισβητείται η παραμονή μας στην Ε.Ε. Είναι πραγματικά μια στιγμή όπου οι άρχουσες τάξεις της Ευρώπης επιχειρούν στο όνομα της κρίσης σοβαρά πλήγματα κατά των εργαζόμενων, των γυναικών, του κοινωνικού κράτους, αλλά και των δημοκρατικών ελευθεριών. Όμως οι δημοκρατικές, κοινωνικές, πολιτιστικές, περιβαλλοντικές κατακτήσεις των λαών της ηπείρου μας δεν ανήκουν μόνο ούτε κυρίως στις κυβερνήσεις και στη σημερινή Κομισιόν.
Έχουμε καθήκον να θυμηθούμε και να διαπαιδαγωγήσουμε την απελπισμένη μέσα στην κρίση σημερινή νεολαία, πως οι μεγάλες ιστορικές και κοινωνικές κατακτήσεις, ανήκουν σε αυτήν και σε εμάς και ότι πρέπει μαζί να τις διεκδικήσουμε.
Οι δυνάμεις που έχουν συμφέρον και επιδιώκουν την υπονόμευση της ενότητας της Ευρώπης είναι υπαρκτές. Οι άρτι αφιχθέντες εξ ανατολών παίξανε μέχρι τώρα το αμερικανικό χαρτί όμως σήμερα αποδεικνύεται ότι δεν έχουν πού αλλού να στηριχθούν. Από την άλλη, οι πιο πλούσιες ευρωπαϊκές δυνάμεις έχουν την τάση να περιχαρακωθούν στην προσωρινή τους ευμάρεια, ξεχνώντας ότι η ήπειρός μας αν θέλει να σταθεί και να επιβιώσει, πρέπει να στηρίξει και τους πιο αδύνατους, γιατί αν αυτοί καταρρεύσουν, το πιθανότερο είναι ότι θα τραβήξουν προς τα κάτω και τους ισχυρότερους. Η ενότητα της Ευρώπης είναι ιστορική αναγκαιότητα, ας παλέψουμε για καλύτερους όρους. Αυτή η υπόθεση δεν είναι κάτι που έχουμε δικαίωμα να μας αφήνει αδιάφορους. Η Ευρώπη παρά τις αδικίες συχνά σε βάρος των εργαζομένων της, προσφέρει σήμερα στον πλανήτη ένα ψηλότερο επίπεδο δημοκρατίας, ανοχής της ιδιαιτερότητας, φροντίδας για το περιβάλλον και την ποιότητα ζωής. Η αριστερά οφείλει να κοιτάζει πλατιά και να βλέπει ότι το μέλλον το δικό της και των λαών εξαρτάται από την προοπτική της μεγάλης πλειοψηφίας.