Το ύφος μιας αναμέτρησης
Ανδρέας Πανταζόπουλος, Κυριακάτικη Αυγή, Δημοσιευμένο: 2009-11-22
Σύμφωνα με ορισμένους αναλυτές, η εσωκομματική αναμέτρηση στη Ν.Δ. διεξάγεται με όρους «προόδου» / «συντήρησης». Κυρίως οι οπαδοί-στελέχη της πρώτης, που θέλουν να αναγνωρίζονται στο διάβημα της Ντόρας Μπακογιάννη, θεωρούν ότι μια σαφής εκσυγχρονιστική προοπτική για το κόμμα είναι κάτι περισσότερο από επιβεβλημένη: συνιστά τη μοναδική αξιόπιστη φόρμουλα ανασύνταξης της Νέας Δημοκρατίας στο κυνήγι του λεγόμενου «μεσαίου ψηφοφόρου», ο οποίος, τελικά, θα την καταστήσει και πάλι κόμμα εξουσίας.
Είναι μέσα σε αυτό το πλαίσιο που η ίδια η Ντ. Μπακογιάννη θα θέσει το δίλημμα στον συνυποψήφιό της: κόμμα εξουσίας ή κόμμα διαμαρτυρίας; Πρόκειται βέβαια για το ίδιο επί της ουσίας δίλημμα που είχε τεθεί κατά την πρόσφατη προεκλογική περίοδο από τον Κ. Καραμανλή: λαϊκισμός ή υπευθυνότητα; Την απάντηση που δόθηκε στις 4 Οκτωβρίου τη γνωρίζουμε όλοι, απομένει να μάθουμε την απάντηση στο ερώτημα Μπακογιάννη την επόμενη Κυριακή.
Οι σχετικές δημοσκοπήσεις βέβαια έχουν ήδη δώσει τη δική τους απάντηση. Και υποδεικνύουν ότι η εκσυγχρονιστική στρατηγική παρουσιάζει σοβαρό κοινωνικο-πολιτικό έλλειμμα. Η αιτία δεν είναι μία, αλλά πολλές και αλληλοσυνδεόμενες. Η σημαντικότερη όλων είναι ότι, πολιτικά μιλώντας, ο λεγόμενος μεσαίος ψηφοφόρος δεν υπάρχει. Άλλο πράγμα είναι ένας κοινωνιολογικά μεσαίος μισθωτός (του δημόσιου ή του ιδιωτικού τομέα), με ενδεχομένως φιλελεύθερες αξιακές προτιμήσεις, και άλλο πράγμα είναι η πολιτική του συμπεριφορά. Η κοινωνιολογική μεσότητα δεν μεταφράζεται μηχανικά σε πολιτική μεσότητα, σε «κεντρώα» συμπεριφορά (τον μεταπολιτικό αυτό κεντρισμό συνεχίζει να τον πληρώνει πανάκριβα η νέα σοσιαλδημοκρατία). Ενίοτε, συμβαίνει το αντίθετο. Και ειδικά σήμερα, σε συνθήκες κοινωνικού φόβου και ορατής πτώσης μερίδων της λεγόμενης μεσαίας τάξης.
Δεύτερον, η αναζήτηση της σταθερότητας, μιας στοιχειώδους σιγουριάς, ο εξορκισμός του ούτως ή άλλως ανεξάλειπτου φόβου από το πεδίο της πολιτικής, δεν εγκαλούν «απλώς» σε αναζήτηση μιας ταυτοτικής πολιτικής που η συγκεκριμένη εκσυγχρονιστική ατζέντα αδυνατεί όχι να επεξεργασθεί, δεν τη διανοείται καν ως πρόβλημα, αλλά σε κάτι που τρόπον τινά προηγείται: στην εναγώνια ανασύσταση κομματικής κοινότητας ως αυτοσκοπού, ή, έστω, απαραίτητου μεσοσταθμού (το «σπίτι μας» που λέει ο Αντ. Σαμαράς), και στην απορρέουσα, από αυτή την αξεπέραστη ιδιοκτησιακή ιδιότητα, συλλογική αξιοπρέπεια.
Το κυνήγι του μεσαίου ψηφοφόρου δίνει τη βάσιμη εντύπωση σε ένα μεγάλο κομμάτι του νεοδημοκρατικού ακροατηρίου ότι ο στόχος της κυβερνητικής εξουσίας περνά μέσα από την άτυπη μεν, ουσιαστική δε διάλυση της κομματικής κοινότητας, παραλύοντας συνεπώς κάθε απόπειρα κατασκευής κομματικής ταυτότητας. Και είναι, ακριβώς, μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο που ενισχύεται ο αναμνηστικός αντι-μητσοτακισμός, το στερεότυπο της «αποστασίας», που ανασημασιοδοτείται ως «διάλυση» ή και «διάσπαση».
Η τακτική Σαμαρά εκμεταλλεύτηκε εξαρχής το κοινωνικό έλλειμμα της αντιπάλου του. Γιατί λόγω της «κοινωνιοκεντρικής» του στοχοθεσίας, του γνωστού «υπερ-πατριωτικού» του λόγου, με δυο λόγια του λαϊκισμού του, βρέθηκε στρατηγικά σε πλεονεκτική θέση. Θα ήταν ωστόσο λάθος να θεωρηθεί ότι ο Σαμαράς είναι ένας «απλός» εντολοδόχος μιας παλαιοκομματικής δεξιάς.
Αφενός, ο υπαρκτός, και ρητά διεκδικούμενος από τον ίδιο, αξιακός συντηρητισμός του δεν είναι ξένος με ανάλογες επίκαιρες αναζητήσεις σε αρκετά ευρωδεξιά κόμματα (σκέπτομαι ιδιαίτερα τη γαλλική δεξιά, αλλά και τις τωρινές ευαισθησίες των Βρετανών συντηρητικών, που προβάλλουν μια ιδιόμορφη επανεπινόηση της «κοινότητας»), έστω και αν στη δική μας περίπτωση οι πατριωτικές αξίες του Σαμαρά αποκτούν και ένα άλλο ειδικό βάρος, σχετιζόμενες αναπόδραστα, και επικίνδυνα, με τα λεγόμενα εθνικά θέματα.
Και αφετέρου, η συντηρητική του πλατφόρμα, στην οικονομική της διάσταση, και παρά το επιδεικτικά προβαλλόμενο κοινωνικό της πρόσωπο, είναι αμιγώς φιλελεύθερη, και αξιακά αναπτυξιολαγνική.
Την επόμενη Κυριακή θα μάθουμε περισσότερα για το ύφος της νεο-δημοκρατικής μεταπολίτευσης.
Είναι μέσα σε αυτό το πλαίσιο που η ίδια η Ντ. Μπακογιάννη θα θέσει το δίλημμα στον συνυποψήφιό της: κόμμα εξουσίας ή κόμμα διαμαρτυρίας; Πρόκειται βέβαια για το ίδιο επί της ουσίας δίλημμα που είχε τεθεί κατά την πρόσφατη προεκλογική περίοδο από τον Κ. Καραμανλή: λαϊκισμός ή υπευθυνότητα; Την απάντηση που δόθηκε στις 4 Οκτωβρίου τη γνωρίζουμε όλοι, απομένει να μάθουμε την απάντηση στο ερώτημα Μπακογιάννη την επόμενη Κυριακή.
Οι σχετικές δημοσκοπήσεις βέβαια έχουν ήδη δώσει τη δική τους απάντηση. Και υποδεικνύουν ότι η εκσυγχρονιστική στρατηγική παρουσιάζει σοβαρό κοινωνικο-πολιτικό έλλειμμα. Η αιτία δεν είναι μία, αλλά πολλές και αλληλοσυνδεόμενες. Η σημαντικότερη όλων είναι ότι, πολιτικά μιλώντας, ο λεγόμενος μεσαίος ψηφοφόρος δεν υπάρχει. Άλλο πράγμα είναι ένας κοινωνιολογικά μεσαίος μισθωτός (του δημόσιου ή του ιδιωτικού τομέα), με ενδεχομένως φιλελεύθερες αξιακές προτιμήσεις, και άλλο πράγμα είναι η πολιτική του συμπεριφορά. Η κοινωνιολογική μεσότητα δεν μεταφράζεται μηχανικά σε πολιτική μεσότητα, σε «κεντρώα» συμπεριφορά (τον μεταπολιτικό αυτό κεντρισμό συνεχίζει να τον πληρώνει πανάκριβα η νέα σοσιαλδημοκρατία). Ενίοτε, συμβαίνει το αντίθετο. Και ειδικά σήμερα, σε συνθήκες κοινωνικού φόβου και ορατής πτώσης μερίδων της λεγόμενης μεσαίας τάξης.
Δεύτερον, η αναζήτηση της σταθερότητας, μιας στοιχειώδους σιγουριάς, ο εξορκισμός του ούτως ή άλλως ανεξάλειπτου φόβου από το πεδίο της πολιτικής, δεν εγκαλούν «απλώς» σε αναζήτηση μιας ταυτοτικής πολιτικής που η συγκεκριμένη εκσυγχρονιστική ατζέντα αδυνατεί όχι να επεξεργασθεί, δεν τη διανοείται καν ως πρόβλημα, αλλά σε κάτι που τρόπον τινά προηγείται: στην εναγώνια ανασύσταση κομματικής κοινότητας ως αυτοσκοπού, ή, έστω, απαραίτητου μεσοσταθμού (το «σπίτι μας» που λέει ο Αντ. Σαμαράς), και στην απορρέουσα, από αυτή την αξεπέραστη ιδιοκτησιακή ιδιότητα, συλλογική αξιοπρέπεια.
Το κυνήγι του μεσαίου ψηφοφόρου δίνει τη βάσιμη εντύπωση σε ένα μεγάλο κομμάτι του νεοδημοκρατικού ακροατηρίου ότι ο στόχος της κυβερνητικής εξουσίας περνά μέσα από την άτυπη μεν, ουσιαστική δε διάλυση της κομματικής κοινότητας, παραλύοντας συνεπώς κάθε απόπειρα κατασκευής κομματικής ταυτότητας. Και είναι, ακριβώς, μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο που ενισχύεται ο αναμνηστικός αντι-μητσοτακισμός, το στερεότυπο της «αποστασίας», που ανασημασιοδοτείται ως «διάλυση» ή και «διάσπαση».
Η τακτική Σαμαρά εκμεταλλεύτηκε εξαρχής το κοινωνικό έλλειμμα της αντιπάλου του. Γιατί λόγω της «κοινωνιοκεντρικής» του στοχοθεσίας, του γνωστού «υπερ-πατριωτικού» του λόγου, με δυο λόγια του λαϊκισμού του, βρέθηκε στρατηγικά σε πλεονεκτική θέση. Θα ήταν ωστόσο λάθος να θεωρηθεί ότι ο Σαμαράς είναι ένας «απλός» εντολοδόχος μιας παλαιοκομματικής δεξιάς.
Αφενός, ο υπαρκτός, και ρητά διεκδικούμενος από τον ίδιο, αξιακός συντηρητισμός του δεν είναι ξένος με ανάλογες επίκαιρες αναζητήσεις σε αρκετά ευρωδεξιά κόμματα (σκέπτομαι ιδιαίτερα τη γαλλική δεξιά, αλλά και τις τωρινές ευαισθησίες των Βρετανών συντηρητικών, που προβάλλουν μια ιδιόμορφη επανεπινόηση της «κοινότητας»), έστω και αν στη δική μας περίπτωση οι πατριωτικές αξίες του Σαμαρά αποκτούν και ένα άλλο ειδικό βάρος, σχετιζόμενες αναπόδραστα, και επικίνδυνα, με τα λεγόμενα εθνικά θέματα.
Και αφετέρου, η συντηρητική του πλατφόρμα, στην οικονομική της διάσταση, και παρά το επιδεικτικά προβαλλόμενο κοινωνικό της πρόσωπο, είναι αμιγώς φιλελεύθερη, και αξιακά αναπτυξιολαγνική.
Την επόμενη Κυριακή θα μάθουμε περισσότερα για το ύφος της νεο-δημοκρατικής μεταπολίτευσης.