Έκτακτο συνέδριο, ή εσχάτη υποκρισία;
Ανδρέας Νεφελούδης, Δημοσιευμένο: 2010-01-30
Σήμερα η Κεντρική Πολιτική Επιτροπή του ΣΥΝ συζητά για 4η ή για 5η (έχασα το μέτρημα) φορά την επαναλαμβανόμενη πρόταση του προέδρου (πόσο υποτιμά τον εαυτό του με τις επαναλαμβανόμενες εκκλήσεις να του γίνει το «χατίρι») για την σύγκληση εκτάκτου συνεδρίου.
Αναρωτιέμαι ποια είναι εκείνα τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της συγκυρίας, εκείνες οι έκτακτες καταστάσεις που ωθούν έναν πρόεδρο να ζητά με ιδιαίτερη ένταση την σύγκληση εκτάκτου συνεδρίου. Πρέπει στο ερώτημα αυτό να ληφθεί υπόψη ότι βουλευόμενο σώμα υπάρχει, θεσμικά, στον ΣΥΝ, το διαρκές του συνέδριο που λειτουργεί στα διαστήματα μεταξύ τακτικών συνεδρίων για να αντιμετωπίζει έκτακτες καταστάσεις.
Συνήθως έκτακτα συνέδρια γίνονται όταν υπάρχουν σημαντικά προβλήματα αμφισβήτησης της γραμμής, πολιτικής και του πλαισίου που έχει αποφασιστεί στο προηγούμενο σώμα, ή υπάρχουν αδιαμφισβήτητες ενδείξεις ότι έχουν αλλάξει οι εσωκομματικοί συσχετισμοί και υπάρχει αναντιστοιχία ηγεσίας και κόμματος. Υπάρχει βέβαια και η τραγική εμπειρία των διαφόρων κομμάτων της αριστεράς που συγκαλούσαν συνέδρια για να «τιμωρήσουν» διαφωνούντες με την προσφιλή μέθοδο των πογκρόμ, εκμεταλλευόμενοι, επιπρόσθετα, την διάθεση της « οργισμένης βάσης του κόμματος»
Τι από τα παραπάνω ισχύει;
Νομίζω πως δεν υφίσταται θέμα αμφισβήτησης, καθολικά, της πολιτικής και των επιλογών του κόμματος. Μιλώ για αμφισβήτηση και όχι για την ύπαρξη διαφωνιών.
Οι επιλογές πάνω στις οποίες στηρίζεται η πολιτική παρουσία του ΣΥΝ, έχουν εγκριθεί από το 65-70% των μελών του κόμματος και αυτή η πολιτική πλειοψηφία αποτυπώνεται και στα όργανα του κόμματος.
Το ότι υπάρχουν διαφωνίες και ενόχληση από την ηγεσία για την ύπαρξη τους, μόνο ως ηγετικός βοναπαρτισμός μπορεί να εκληφθεί και τίποτα παραπάνω. Εκτός και αν την νέα ηγεσία του κόμματος την συναρπάζει η μονολιθικότητα, η μία γνώμη και η υποταγή των διαφωνούντων.
Στο σημείο αυτό θα ήταν ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα για την συζήτηση μας η επιδίωξη μίας αντικειμενικής ερμηνείας για την διαφωνία του ρεύματος στην σύγκληση του συνεδρίου με την έκτακτη μορφή του. Σημειωτέον ότι το ρεύμα είναι εκείνη η εσωκομματική τάση που στήριξε την εκλογή του σ. Τσίπρα στην προεδρία του ΣΥΝ. Λέτε λοιπόν τα στελέχη του ρεύματος να φοβούνται για τις καρέκλες τους; Όχι βέβαια αν σοβαρά εκτιμήσουμε τα εσωκομματικά ποσοστά. Απλώς οι σύντροφοι, παρόλες τις διαφορές μας, διατηρούν άσβεστη μια άλλη πολιτική και εσωκομματική ηθική που δεν διακρίνει φαίνεται όλους στον ΣΥΝ.
Το μόνο θέμα που είναι σε σοβαρή αμφισβήτηση και συνιστά αντικείμενο ειδικού διαλόγου, είναι αυτό των σχέσεων του ΣΥΝ με τον ΣΥΡΙΖΑ, όπου θεωρώ ότι έχουν ανατραπεί οι αποφάσεις του προηγούμενου συνεδρίου και ο ΣΥΝ έχει βρεθεί να γίνεται σάκος του μποξ για τις συνιστώσες του ΣΥΡΙΖΑ.
Να διευκρινίσω στο σημείο αυτό, για να μην ξεχνιόμαστε και για να μην περιπίπτουμε στην γνωστή θεωρία των εσωτερικών εχθρών, ότι η πτέρυγα στήριξε, λειτουργώντας πάντα στα πλαίσια των εσωκομματικής θεσμικής ηθικής τον πρόεδρο του ΣΥΝ, όταν ο Αλαβάνος και οι συνιστώσες βυσσοδομούσαν εναντίον του.
Περιττό στο σημείο αυτό να αναφέρω ότι το όλο θέμα της αρχηγίας του ΣΥΡΙΖΑ, ουδόλως είχε σχέση με θέματα ιδεολογίας και πολιτικής, παρά μόνο με το περιώνυμο «μπαγιόκο» της κρατικής επιχορήγησης, τόσο πολιτικά, όσο και ιδεολογικά.
Νομίζω λοιπόν ότι η μόνη έντιμη πολιτική στάση θα ήταν η σύγκληση εκτάκτου συνεδρίου μόνο για το θέμα αυτό.
Αφού όμως δεν γίνεται αυτό και αφού δεν υπάρχουν ειδικά πολιτικά θέματα με τα οποία να αμφισβητείται η πολιτική του κόμματος, τι συμβαίνει;.
Κατά την γνώμη μου συμβαίνουν δύο, μαζί, πράγματα.
1. Η ηγεσία, μικρότερη των περιστάσεων, μεθοδεύει, παίζοντας με άθλιο τρόπο στον καλλιεργούμενο φανατισμό των μελών, ένα πογκρόμ σε βάρος των ιδεολογικών και πολιτικών εχθρών (λέγε με Ανανεωτική πτέρυγα), που παρόμοιο του δεν θα έχει ματαδεί ο χώρος μας από την μεταπολίτευση και μετά. Προφανώς αποτελεί θέμα πολιτικού πολιτισμού, που όπως αποδεικνύεται, η νεαρή στην ηλικία ηγεσία του κόμματος, δεν διαθέτει.
2. Η ηγεσία και πάλι, πράγμα πρωτοφανές, επιδιώκει μέσω του συνεδρίου να διαμορφώσει μια νέα τάση, την συνήθως επιλεγόμενη και προεδρική. Τα ερωτήματα που προκύπτουν στο σημείο αυτό είναι αφενός πως γίνεται και οι περισσότεροι που εκλέγονται πρόεδροι, πάντα με την στήριξη τάσεων, να τις αρνούνται μετά και να φτιάχνουν δικές τους και αφετέρου αφού οι τάσεις στον χώρο του ΣΥΝ είναι ιδεολογικά ρεύματα, ποια είναι η εκφρασμένη διαφορετικότητα του προέδρου και της φρουράς του που τους κάνει να αποστασιοποιηθούν από το ρεύμα και να δημιουργήσουν νέα τάση.
Τελειώνοντας θα ήθελα να σημειώσω την υποκρισία που διακρίνω στην δήλωση του σ. Μπαλάφα (ένας εκ των φερομένων ως ιδρυτών της νέας προεδρικής τάσης), όπου κανείς διακρίνει ένα πολιτικό «ψάρεμα» στα θολά νερά με τον πολιτικό αχταρμά που περιλαμβάνει. Απλώς νομίζω πως υποκρύπτει την διαρκή και εναγώνια προσπάθεια κάποιων να είναι πάντα προεδρικοί, του όποιου προέδρου, ασχέτως πολιτικών και ιδεολογικών αναζητήσεων.
Αλλά τι να κάνουμε σε περίοδο απόκρεω βρισκόμαστε.
Τι κάνουμε από εδώ και μπρος; Μα νομίζω πως είναι προφανές.
Δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να νομιμοποιηθεί αυτό το πραξικόπημα, αγωνιζόμαστε για την αξιοπρέπεια μας, πολιτική και ιδεολογική.
Αυτή ήταν και είναι ανυπότακτη και δεν χαρίζεται σε καμία ευκαιριακή ανάγκη προεδρικής τασικής έκφρασης και ιδιότυπου βοναπαρτισμού