Φίδια των Χριστουγέννων
Παύλος Τσίμας, Τα Νέα, Δημοσιευμένο: 2010-12-23
Ερχονται Χριστούγεννα και τη µικρή µας φάτνη, αντί να τη ζεσταίνουν χνώτα άκακων προβάτων, τη ζώνουν φίδια. Ο νέος χρόνος ανατέλλει µέσα από σύννεφα µεγάλης αγωνίας.
Ξέρουµε όλοι πως στη διάρκεια του 2011 η κρατικοδίαιτη, αναιµική ελληνική οικονοµία θα µετρήσει το βάθος µια ύφεσης δίχως προηγούµενο ως συνέπεια αναπότρεπτη της µοιραίας περικοπής της δηµόσιας δαπάνης.
Υποψιαζόµαστε πως η κοινωνική µηχανική των ηµερών, που επιχειρεί να στριµώξει µέσα σε λίγους µήνες, βιαστικά και βίαια, ό,τι δεν έγινε δεκαετίες ολόκληρες, να γκρεµίσει τα ρετιρέ των ∆ΕΚΟ και να αφαιρέσει από τις κρατικοδίαιτες µεσαίες τάξειςτων δικηγόρων, µηχανικών, φαρµακοποιών, συµβολαιογράφων και συµπαροµαρτούντων επιστηµονικών συντεχνιών ό,τι τους εξασφάλιζε ώς τώρα το κοινωνικό τους στάτους (κρατικά εγγυηµένη «επαγγελµατική ύλη», κρατικά εγγυηµένες αµοιβές ή ποσοστά κέρδους και κρατική ανοχή της υπαρξιακής φοροδιαφυγής τους), αδιαφορώντας για τις κοινωνικές συνέπειες, θα ανοίξει το κουτί της Πανδώρας. Φοβόµαστε όλοι – φοβούνται, ως φαίνεται, προπάντων οι βουλευτές του ΠΑΣΟΚ – ότι η φάση του αιφνιδιασµού και της ξαφνιασµένης ανοχής, που διήρκεσε από τον Μάιο ώς τώρα, φύτρωσε στο έδαφος της απαξίωσης της άθλιας καραµανλικής πενταετίας και ποτίστηκε από το αίµα των τριών θυµάτων της Μαρφίν, εκπνέειµε γρήγορους ρυθµούς.
Νιώθουµε – ακόµη κι αν δεν είχε συµβεί προ των οφθαλµών µας το λιντσάρισµα του Κωστή Χατζηδάκη – πως οι πολιτικές (αλλά όχι µόνο) ελίτ έχουν χάσει κάθε ηθικοπολιτική νοµιµοποίηση και κινδυνεύουν να έχουν την τύχη του τυχοδιώκτη Ντέιβιντ Ντέιβοτ, που τον κατασπάραξαν οι Καφίρι µόλις είδαν αίµα στο µάγουλό του και κατάλαβαν πως δεν είναι θεός, στη νουβέλα του Κίπλινγκ «Ο άνθρωπος που θα γινόταν βασιλιάς».
Και, προπάντων, οσφραινόµαστε να πυκνώνει η αµφισβήτηση, δειλή στις πρώτες µέρες της εποχής του Μνηµονίου, πως οι αριθµοί «δεν βγαίνουν». Πως το ελληνικό χρέος, κάθε µέρα που περνά, µε κάθε νέο µέτρο λιτότητας, µε κάθε έπαινο από τα χείλη των πιστωτών µας για την πιστή και επιτυχή τήρηση του Μνηµονίου, µε κάθε πρόσθετο, διορθωτικό µέτρο αναπλήρωσης των τζαναµπέτικων εσόδων που όλο διαφεύγουν, µε κάθε πόντο µείωσης του δηµόσιου ελλείµµατος, χάνεται σε ένα σπιράλ θανάτου, γιγαντώνεται και απειλεί να καταπιεί το καράβι αύτανδρο.
Είναι ολοφάνερο, θεωρώ, πως το περιθώριο αντίδρασης έχει λίγες µόνο εβδοµάδες, µήνες ίσως, να εκδηλωθεί.
Είναι ολοφάνερο, νοµίζω, ότι µια διόρθωση πορείας, αν είναι ακόµη εφικτή, πρέπει επειγόντως να επιχειρηθεί. Και µάλιστα σε δύο κατευθύνσεις.
Πρώτα, σε µια κατεύθυνση συγκρότησης ενός «εθνικού σχεδίου», όπως τόσοι προτείνουν, αλλά κανείς δεν συγκεκριµενοποιεί, που να δίνει ελπίδα, να δείχνει φως στο βάθος του σκοτεινού τούνελ και να επιτρέπει συναινέσεις. Η συνταγή, την οποία η κυβέρνηση ακολούθησε τους περασµένους επτά µήνες («κάνουµε ό,τι κάνουµε επειδή µας το επιβάλλουν οι άκαρδοι πιστωτές, επειδή το γράφει το καταραµένο Μνηµόνιο, µε πόνο ψυχής και δάκρυα στα µάτια»), κοντόθωρη εξαρχής, έχει πια χάσει κάθε αποτελεσµατικότητα.
Κι έπειτα σε µια κατεύθυνση αναδιαπραγµάτευσης της ελληνικής υπόθεσης σε διεθνή κλίµακα. Φωνές έγκυρες διατυπώνουν την απλή ιδέα ότι ποτέ κανένα πρόγραµµα δηµοσιονοµικής προσαρµογής, και µάλιστα τόσο γρήγορης και βίαιης όσο αυτή που επιβάλλει το Μνηµόνιο, δεν πέτυχε δίχως επενδυτικές, αναπτυξιακές αντισταθµίσεις. Ο Βόλφγκανγκ Μίνχαου, για παράδειγµα, υπενθύµιζε στους «Financial Times» προ ηµερών ότι το πρόγραµµα λιτότητας που επέβαλε στον εαυτό της η Γερµανία, αµέσως µετά την επανένωση, πέτυχε διότι παράλληλα έγιναν µεταβιβάσεις ύψους 1.600 δισ. ευρώ, µέσα σε 20 χρόνια, προς τις ασθενέστερες, πρώην ανατολικές περιφέρειες κι ότι δίχως κάτι αντίστοιχο η ελληνική, η πορτογαλική ή η ιρλανδική λιτότητα είναι καταδικασµένες σε φιάσκο. Οι φωνές αυτές υποδεικνύουν στην ελληνική κυβέρνηση ένα πεδίο διεθνούς διεκδίκησης και διαπραγµάτευσης. Και χρόνο για χάσιµο δεν έχει...
Ξέρουµε όλοι πως στη διάρκεια του 2011 η κρατικοδίαιτη, αναιµική ελληνική οικονοµία θα µετρήσει το βάθος µια ύφεσης δίχως προηγούµενο ως συνέπεια αναπότρεπτη της µοιραίας περικοπής της δηµόσιας δαπάνης.
Υποψιαζόµαστε πως η κοινωνική µηχανική των ηµερών, που επιχειρεί να στριµώξει µέσα σε λίγους µήνες, βιαστικά και βίαια, ό,τι δεν έγινε δεκαετίες ολόκληρες, να γκρεµίσει τα ρετιρέ των ∆ΕΚΟ και να αφαιρέσει από τις κρατικοδίαιτες µεσαίες τάξειςτων δικηγόρων, µηχανικών, φαρµακοποιών, συµβολαιογράφων και συµπαροµαρτούντων επιστηµονικών συντεχνιών ό,τι τους εξασφάλιζε ώς τώρα το κοινωνικό τους στάτους (κρατικά εγγυηµένη «επαγγελµατική ύλη», κρατικά εγγυηµένες αµοιβές ή ποσοστά κέρδους και κρατική ανοχή της υπαρξιακής φοροδιαφυγής τους), αδιαφορώντας για τις κοινωνικές συνέπειες, θα ανοίξει το κουτί της Πανδώρας. Φοβόµαστε όλοι – φοβούνται, ως φαίνεται, προπάντων οι βουλευτές του ΠΑΣΟΚ – ότι η φάση του αιφνιδιασµού και της ξαφνιασµένης ανοχής, που διήρκεσε από τον Μάιο ώς τώρα, φύτρωσε στο έδαφος της απαξίωσης της άθλιας καραµανλικής πενταετίας και ποτίστηκε από το αίµα των τριών θυµάτων της Μαρφίν, εκπνέειµε γρήγορους ρυθµούς.
Νιώθουµε – ακόµη κι αν δεν είχε συµβεί προ των οφθαλµών µας το λιντσάρισµα του Κωστή Χατζηδάκη – πως οι πολιτικές (αλλά όχι µόνο) ελίτ έχουν χάσει κάθε ηθικοπολιτική νοµιµοποίηση και κινδυνεύουν να έχουν την τύχη του τυχοδιώκτη Ντέιβιντ Ντέιβοτ, που τον κατασπάραξαν οι Καφίρι µόλις είδαν αίµα στο µάγουλό του και κατάλαβαν πως δεν είναι θεός, στη νουβέλα του Κίπλινγκ «Ο άνθρωπος που θα γινόταν βασιλιάς».
Και, προπάντων, οσφραινόµαστε να πυκνώνει η αµφισβήτηση, δειλή στις πρώτες µέρες της εποχής του Μνηµονίου, πως οι αριθµοί «δεν βγαίνουν». Πως το ελληνικό χρέος, κάθε µέρα που περνά, µε κάθε νέο µέτρο λιτότητας, µε κάθε έπαινο από τα χείλη των πιστωτών µας για την πιστή και επιτυχή τήρηση του Μνηµονίου, µε κάθε πρόσθετο, διορθωτικό µέτρο αναπλήρωσης των τζαναµπέτικων εσόδων που όλο διαφεύγουν, µε κάθε πόντο µείωσης του δηµόσιου ελλείµµατος, χάνεται σε ένα σπιράλ θανάτου, γιγαντώνεται και απειλεί να καταπιεί το καράβι αύτανδρο.
Είναι ολοφάνερο, θεωρώ, πως το περιθώριο αντίδρασης έχει λίγες µόνο εβδοµάδες, µήνες ίσως, να εκδηλωθεί.
Είναι ολοφάνερο, νοµίζω, ότι µια διόρθωση πορείας, αν είναι ακόµη εφικτή, πρέπει επειγόντως να επιχειρηθεί. Και µάλιστα σε δύο κατευθύνσεις.
Πρώτα, σε µια κατεύθυνση συγκρότησης ενός «εθνικού σχεδίου», όπως τόσοι προτείνουν, αλλά κανείς δεν συγκεκριµενοποιεί, που να δίνει ελπίδα, να δείχνει φως στο βάθος του σκοτεινού τούνελ και να επιτρέπει συναινέσεις. Η συνταγή, την οποία η κυβέρνηση ακολούθησε τους περασµένους επτά µήνες («κάνουµε ό,τι κάνουµε επειδή µας το επιβάλλουν οι άκαρδοι πιστωτές, επειδή το γράφει το καταραµένο Μνηµόνιο, µε πόνο ψυχής και δάκρυα στα µάτια»), κοντόθωρη εξαρχής, έχει πια χάσει κάθε αποτελεσµατικότητα.
Κι έπειτα σε µια κατεύθυνση αναδιαπραγµάτευσης της ελληνικής υπόθεσης σε διεθνή κλίµακα. Φωνές έγκυρες διατυπώνουν την απλή ιδέα ότι ποτέ κανένα πρόγραµµα δηµοσιονοµικής προσαρµογής, και µάλιστα τόσο γρήγορης και βίαιης όσο αυτή που επιβάλλει το Μνηµόνιο, δεν πέτυχε δίχως επενδυτικές, αναπτυξιακές αντισταθµίσεις. Ο Βόλφγκανγκ Μίνχαου, για παράδειγµα, υπενθύµιζε στους «Financial Times» προ ηµερών ότι το πρόγραµµα λιτότητας που επέβαλε στον εαυτό της η Γερµανία, αµέσως µετά την επανένωση, πέτυχε διότι παράλληλα έγιναν µεταβιβάσεις ύψους 1.600 δισ. ευρώ, µέσα σε 20 χρόνια, προς τις ασθενέστερες, πρώην ανατολικές περιφέρειες κι ότι δίχως κάτι αντίστοιχο η ελληνική, η πορτογαλική ή η ιρλανδική λιτότητα είναι καταδικασµένες σε φιάσκο. Οι φωνές αυτές υποδεικνύουν στην ελληνική κυβέρνηση ένα πεδίο διεθνούς διεκδίκησης και διαπραγµάτευσης. Και χρόνο για χάσιµο δεν έχει...