Τι σημαίνει αντίσταση;
Γιώργος Γιαννουλόπουλος, Ελευθεροτυπία, Δημοσιευμένο: 2011-03-26
Σε μια κοινοβουλευτική δημοκρατία τα κόμματα λειτουργούν ανταγωνιστικά και συνεπώς είναι υποχρεωμένα να τονίζουν τις μεταξύ τους διαφορές για να διαλαλήσουν στη συνέχεια «ψηφίστε εμάς που έχουμε δίκιο κι όχι εκείνους που έχουν άδικο».
Επόμενο ήταν λοιπόν, μετά τη γέννηση της Δημοκρατικής Αριστεράς, να αρχίσουν οι αψιμαχίες ανάμεσα στο νέο κόμμα και τον ΣΥΡΙΖΑ. Οι οποίες, λένε πολλοί, επιτείνουν την πολυδιάσπαση της Αριστεράς. Αλλά όπως και να ’χει το πράγμα, από αυτή την αντιδικία σίγουρα βγαίνει κάτι καλό: ορισμένες επιλογές που έχουν γίνει πολεμικές ιαχές μπαίνουν στο μικροσκόπιο της κριτικής σκέψης και αποσαφηνίζονται.
Μία απ’ αυτές, ιδιαίτερα επίκαιρη στις μέρες μας, είναι η αντίσταση στην κυρίαρχη νεοφιλελεύθερη τάση μέσα στην Ε.Ε., δηλαδή την άρνηση ή τη συρρίκνωση της έννοιας του δημόσιου αγαθού και την αναζήτηση της λύσης στον ιδιωτικό τομέα. Μέχρι εδώ η Δημοκρατική Αριστερά και ο ΣΥΡΙΖΑ συμφωνούν. Πώς μπορούμε όμως να αντισταθούμε, όχι μόνο φραστικά -ουδέν ευκολότερο- αλλά πρακτικά και στην παρούσα συγκυρία;
Νομίζω ότι την απάντηση, δηλαδή τι σημαίνει αντίσταση, θα τη βρούμε αν τη συναρτήσουμε με το πώς εννοούμε την αποδοχή. Εδώ εντοπίζεται η διχογνωμία. Γιατί η Δημοκρατική Αριστερά -από ό,τι έχω καταλάβει- κάνει την εξής καίρια και απολύτως ορθή διάκριση: όταν αναγνωρίζω ότι κάτι υπάρχει, δεν το υπερασπίζομαι. Ή διαφορετικά, μπορούμε υπό τις σημερινές συνθήκες να αγωνιστούμε για την υπέρβασή τους, οικοδομώντας συμμαχίες και προωθώντας πολιτικά την αλλαγή κλίματος που στηρίζει το νεοφιλελευθερισμό (ο οποίος εκτός από συμφέροντα είναι και βαθιά ριζωμένη ιδεολογία). Μέχρι όμως να επέλθει η πολυπόθητη αλλαγή, το τι είναι εφικτό και τι ανέφικτο θα καθορίζεται σε μεγάλο αλλά φθίνοντα βαθμό από το συσχετισμό δυνάμεων που δεν είναι θέλημα Θεού, αλλά προϊόν πολιτικής.
Τούτου δεδομένου, η Αριστερά πρέπει να καταλήγει σε σαφείς προτάσεις που κινούνται προς τη σωστή κατεύθυνση, αντί να περιορίζεται σε ανέξοδες υποσχέσεις (ΚΚΕ) ή τσαχπίνικες ατάκες (ΣΥΡΙΖΑ). Δηλαδή αντί να λέει σε όλα όχι και να υπόσχεται στους πάντες τα πάντα -αν δεν είναι αυτό λαϊκισμός, τι είναι;- οφείλει να διευκρινίσει τι θα έκανε στη θέση της κυβέρνησης. Γιατί στην πολιτική τα διλήμματα είναι συγκεκριμένα. Για παράδειγμα, πώς θα αντιδρούσε η Αριστερά τον περασμένο Μάιο; Θα δεχόταν το Μνημόνιο ή θα βάραγε κανόνι;
Το ερώτημα παρακάμπτεται αν καταργήσουμε, όχι με μικρά βήματα αλλά με ένα μεγάλο, το ισχύον πλαίσιο που το επιβάλλει. Το ΚΚΕ λέει να βγούμε από την Ε.Ε. και να περάσουμε σε μια οικονομία τύπου Αλβανίας, όπου, ως γνωστόν, έδεναν τα σκυλιά με τα λουκάνικα. Ο δε ΣΥΡΙΖΑ επιλέγει την εξέγερση η οποία, σαν θύελλα και με επικεφαλής τους νεομπολσεβίκους του Π. Λαφαζάνη, θα ανατρέψει την κατάσταση σε πανευρωπαϊκό επίπεδο.
Αρα όσοι προσπαθούν να αλλάξουν σταδιακά το γενικό πλαίσιο, το στηρίζουν. (Στο Μεσοπόλεμο οι σταλινικοί τούς αποκαλούσαν σοσιαλφασίστες.) Ακούγεται υπέροχο. Στην πραγματικότητα όμως πρόκειται για μια παραλλαγή της ολέθριας τάσης της Αριστεράς να βλέπει μόνο ό,τι τη συμφέρει και όχι αυτό που ο κόσμος έχει τούμπανο. Δηλαδή το τι ακολούθησε την τελευταία φορά που συνέβη κάτι τέτοιο (Σοβιετική Ενωση) και κυρίως το αναντίρρητο γεγονός ότι η διάχυτη ανασφάλεια και αγανάκτηση δεν μεταφράζονται σε αριστερή στροφή. Ετσι φτάσαμε στην πολυσυλλεκτικότητα της οργής: από τους φαρμακοποιούς μέχρι τους φορτηγατζήδες, όλοι δικοί μας!
Η αισιοδοξία του αγωνιστή; Μάλλον ο ναρκισσισμός του αριστερού ιδεολόγου, αυτού του άθεου που πιστεύει στη δευτέρα παρουσία, επειδή ελπίζει ότι ένα πρωί θα ξυπνήσει και ο κόσμος θα έχει γίνει όπως τον ονειρεύτηκε.
Επόμενο ήταν λοιπόν, μετά τη γέννηση της Δημοκρατικής Αριστεράς, να αρχίσουν οι αψιμαχίες ανάμεσα στο νέο κόμμα και τον ΣΥΡΙΖΑ. Οι οποίες, λένε πολλοί, επιτείνουν την πολυδιάσπαση της Αριστεράς. Αλλά όπως και να ’χει το πράγμα, από αυτή την αντιδικία σίγουρα βγαίνει κάτι καλό: ορισμένες επιλογές που έχουν γίνει πολεμικές ιαχές μπαίνουν στο μικροσκόπιο της κριτικής σκέψης και αποσαφηνίζονται.
Μία απ’ αυτές, ιδιαίτερα επίκαιρη στις μέρες μας, είναι η αντίσταση στην κυρίαρχη νεοφιλελεύθερη τάση μέσα στην Ε.Ε., δηλαδή την άρνηση ή τη συρρίκνωση της έννοιας του δημόσιου αγαθού και την αναζήτηση της λύσης στον ιδιωτικό τομέα. Μέχρι εδώ η Δημοκρατική Αριστερά και ο ΣΥΡΙΖΑ συμφωνούν. Πώς μπορούμε όμως να αντισταθούμε, όχι μόνο φραστικά -ουδέν ευκολότερο- αλλά πρακτικά και στην παρούσα συγκυρία;
Νομίζω ότι την απάντηση, δηλαδή τι σημαίνει αντίσταση, θα τη βρούμε αν τη συναρτήσουμε με το πώς εννοούμε την αποδοχή. Εδώ εντοπίζεται η διχογνωμία. Γιατί η Δημοκρατική Αριστερά -από ό,τι έχω καταλάβει- κάνει την εξής καίρια και απολύτως ορθή διάκριση: όταν αναγνωρίζω ότι κάτι υπάρχει, δεν το υπερασπίζομαι. Ή διαφορετικά, μπορούμε υπό τις σημερινές συνθήκες να αγωνιστούμε για την υπέρβασή τους, οικοδομώντας συμμαχίες και προωθώντας πολιτικά την αλλαγή κλίματος που στηρίζει το νεοφιλελευθερισμό (ο οποίος εκτός από συμφέροντα είναι και βαθιά ριζωμένη ιδεολογία). Μέχρι όμως να επέλθει η πολυπόθητη αλλαγή, το τι είναι εφικτό και τι ανέφικτο θα καθορίζεται σε μεγάλο αλλά φθίνοντα βαθμό από το συσχετισμό δυνάμεων που δεν είναι θέλημα Θεού, αλλά προϊόν πολιτικής.
Τούτου δεδομένου, η Αριστερά πρέπει να καταλήγει σε σαφείς προτάσεις που κινούνται προς τη σωστή κατεύθυνση, αντί να περιορίζεται σε ανέξοδες υποσχέσεις (ΚΚΕ) ή τσαχπίνικες ατάκες (ΣΥΡΙΖΑ). Δηλαδή αντί να λέει σε όλα όχι και να υπόσχεται στους πάντες τα πάντα -αν δεν είναι αυτό λαϊκισμός, τι είναι;- οφείλει να διευκρινίσει τι θα έκανε στη θέση της κυβέρνησης. Γιατί στην πολιτική τα διλήμματα είναι συγκεκριμένα. Για παράδειγμα, πώς θα αντιδρούσε η Αριστερά τον περασμένο Μάιο; Θα δεχόταν το Μνημόνιο ή θα βάραγε κανόνι;
Το ερώτημα παρακάμπτεται αν καταργήσουμε, όχι με μικρά βήματα αλλά με ένα μεγάλο, το ισχύον πλαίσιο που το επιβάλλει. Το ΚΚΕ λέει να βγούμε από την Ε.Ε. και να περάσουμε σε μια οικονομία τύπου Αλβανίας, όπου, ως γνωστόν, έδεναν τα σκυλιά με τα λουκάνικα. Ο δε ΣΥΡΙΖΑ επιλέγει την εξέγερση η οποία, σαν θύελλα και με επικεφαλής τους νεομπολσεβίκους του Π. Λαφαζάνη, θα ανατρέψει την κατάσταση σε πανευρωπαϊκό επίπεδο.
Αρα όσοι προσπαθούν να αλλάξουν σταδιακά το γενικό πλαίσιο, το στηρίζουν. (Στο Μεσοπόλεμο οι σταλινικοί τούς αποκαλούσαν σοσιαλφασίστες.) Ακούγεται υπέροχο. Στην πραγματικότητα όμως πρόκειται για μια παραλλαγή της ολέθριας τάσης της Αριστεράς να βλέπει μόνο ό,τι τη συμφέρει και όχι αυτό που ο κόσμος έχει τούμπανο. Δηλαδή το τι ακολούθησε την τελευταία φορά που συνέβη κάτι τέτοιο (Σοβιετική Ενωση) και κυρίως το αναντίρρητο γεγονός ότι η διάχυτη ανασφάλεια και αγανάκτηση δεν μεταφράζονται σε αριστερή στροφή. Ετσι φτάσαμε στην πολυσυλλεκτικότητα της οργής: από τους φαρμακοποιούς μέχρι τους φορτηγατζήδες, όλοι δικοί μας!
Η αισιοδοξία του αγωνιστή; Μάλλον ο ναρκισσισμός του αριστερού ιδεολόγου, αυτού του άθεου που πιστεύει στη δευτέρα παρουσία, επειδή ελπίζει ότι ένα πρωί θα ξυπνήσει και ο κόσμος θα έχει γίνει όπως τον ονειρεύτηκε.