Η «αυτοδικία» κάπου μεταξύ «αυτοάμυνας» και επίθεσης
Δημήτρης Χριστόπουλος, Αυγή της Κυριακής, Δημοσιευμένο: 2011-05-22
Τις τελευταίες μέρες, ρατσιστικές επιθέσεις, πογκρόμ εναντίον μεταναστών ενδημούν χάρη σε ένα προφανές στρατηγικό σχέδιο υλοποίησης από τη Χρυσή Αυγή και ελέω της απουσίας ενός αντίστοιχου σχεδίου αντιμετώπισης από την πολιτεία. Οι επιθέσεις αυτές στις γνωστές περιοχές του αθηναϊκού κέντρου βαπτίστηκαν από τη συντριπτική πλειοψηφία των μέσων «αυτοδικία», καθώς εγγράφονται σε μια χρονική αλληλουχία και συνάφεια με τη δολοφονία του Mανώλη Καντάρη στη γωνία Ηπείρου και 3ης Σεπτεμβρίου.
Με κάποιες εξαιρέσεις φαντάζομαι, οι άνθρωποι που διεξάγουν τις επιθέσεις αυτές δεν νιώθουν ότι εγκληματούν. Αυτό που κατά τεκμήριο προβάλλει η ρατσιστική βία ως νομιμοποιητική της βάση είναι η αυτοάμυνα. Η μελέτη της βίας αυτής στην Ευρώπη δείχνει ότι η συμπεριφορά που προσλαμβάνεται από τα υποκείμενά της ως αυτοάμυνα αιτιολογεί τις απεχθέστερες πράξεις σε βάρος μεταναστών, καθώς οι φυσικοί και ηθικοί αυτουργοί τους είτε νιώθουν είτε λένε ότι νιώθουν πως «διώκονται» από τους μετανάστες. Άρα, με βάση αυτή τη συλλογιστική, η αντίδρασή τους καλύπτεται από όσα προβλέπει ο Ποινικός Κώδικας για τέτοιες περιπτώσεις. Το άρθρο 22 του δικού μας Ποινικού Κώδικα αναφέρει πως «δεν είναι άδικη η πράξη που τελείται σε περίπτωση άμυνας», όπου άμυνα είναι «η αναγκαία προσβολή του επιτιθέμενου στην οποία προβαίνει το άτομο, για να υπερασπισθεί τον εαυτό του ή άλλον από άδικη και παρούσα επίθεση που στρέφεται εναντίον τους».
Αυτοάμυνα, πράξη δηλαδή δίκαια, θα ήταν αν την κρίσιμη στιγμή ο σαραντατετράχρονος ή ο συνοδός του μπορούσε να αμυνθεί, προκαλώντας ακόμη και σοβαρές βλάβες στους επιτιθέμενους εγκληματίες. Σύμφωνα με το ελληνικό ποινικό δίκαιο και τη σχετική νομολογία, ως και η υπέρβαση της άμυνας είτε δεν καταλογίζεται καν, είτε τιμωρείται πολύ λιγότερο αν το θύμα της επίθεσης μπορέσει να αποδείξει ότι στην κατάσταση που βρισκόταν δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Είναι γνωστή στα ποινικά χρονικά, και όχι μόνο, η περίπτωση της γυναίκας που πριν από αρκετά χρόνια στη Γερμανία, αν και σκότωσε στο δικαστήριο τον βιαστή του παιδιού της, τιμωρήθηκε με ελαφρυντικά.
Τι σχέση έχουν τα παραπάνω με αυτό που έγινε στην Αθήνα; Η απάντηση είναι εύκολη: καμία. Αυτοδικία θα μπορούσε να είναι να «πάρει το νόμο στα χέρια της» η οικογένεια του θανόντος, και πάλι όμως όχι στρεφόμενη εναντίον όλων των μελαψών διερχομένων του δρόμου της, αλλά εναντίον των δραστών του εγκλήματος. Αυτό που συνέβη και συνεχίζει να συμβαίνει στην Αθήνα δεν είναι ούτε αυτοάμυνα ούτε αυτοδικία. Είναι επίθεση. Κάποιοι τρίτοι σχετικά με ένα έγκλημα στρέφονται εναντίον κάποιων άλλων άσχετων με το έγκλημα, βαπτίζοντας την πράξη τους αυτοάμυνα, διότι αλλιώς δεν μπορούν να αιτιολογήσουν την επίθεση. Ταυτόχρονα, ο δημόσιος λόγος τη χρίζει «αυτοδικία», πράξη μεν ποινικά κολάσιμη, η οποία όμως εμφανίζεται να αποδίδει δικαιοσύνη, όπως ορθά επισημαίνει η Α. Ψαρρά στην Ελευθεροτυπία της 16ης Μαΐου 2011.
Αυτό που κρύβεται πίσω από την επιτηδευμένη κατάχρηση του όρου «αυτοδικία» δεν είναι τίποτε άλλο από την «κατανόηση» των αιτιών της επίθεσης. «Μην αυτοδικείτε» σημαίνει ότι «καταλαβαίνουμε ότι σας πνίγει το δίκιο, αλλά σταματήστε». Και εδώ, πάντως, η ακροδεξιά δεν φαίνεται να πρωτοτυπεί. Για μια ακόμη φορά, φαίνεται πως το πήρε το μάθημα. Κάθε άλλο παρά σπάνια, η βία «κατανοείται» με αντίστοιχο τρόπο από ζωντανά κομμάτια της ελληνικής Αριστεράς: όχι βέβαια, η ρατσιστική βία --η οποία πάντοτε καταδικάζεται απερίφραστα--, αλλά άλλες μορφές, με τις οποίες έχουμε μάλλον εξοικειωθεί. Όταν όμως η προβολή της βίας χάνεται μέσα σε μια αλυσίδα γεγονότων και γενεσιουργών αιτιών, με τα οποία η ανθρώπινη συμπεριφορά συνδέεται μέσα από μια μορφή ιστορικής αλληλουχίας ή συνάφειας, τότε ελλοχεύει ο γνωστός κίνδυνος της σχετικοποίησης της ηθικής απαξίωσης της βίας. Αυτό βλέπουμε σήμερα να γίνεται με τη ρατσιστική βία. Ενώ το ελληνικό ποινικό δίκαιο αναφέρεται στο ρατσιστικό κίνητρο ως «επιβαρυντική περίσταση», η κυρίαρχη πολιτική κουλτούρα μάλλον το προσλαμβάνει ως ελαφρυντικό. Να θυμίσουμε, ότι κατά κανόνα, για την ελληνική δικαιοσύνη και τις διωκτικές αρχές στην Ελλάδα η ρατσιστική βία είναι σχεδόν σαν να μην υπάρχει. Το ρατσιστικό κίνητρο των εγκλημάτων δεν εξετάζεται ούτε βέβαια εξιχνιάζεται, καθώς κατά κανόνα θεωρείται ανάξιο λόγου. Όπου βέβαια το ρατσιστικό κίνητρο δεν μπορεί να κρυφτεί, όπως στην περίπτωση του πρόσφατου πογκρόμ, τότε αίφνης οι Έλληνες αναζητούν τις αιτίες της «αυτοδικίας». Ανύποπτοι φαντάζομαι, σαν και αυτούς που αγόρασαν την κάμερα του άτυχου Καντάρη για 120 ευρώ…
----
Ο Δημήτρης Χριστόπουλος είναι πρόεδρος της Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και διδάσκει στο Πάντειο Πανεπιστήμιο
Με κάποιες εξαιρέσεις φαντάζομαι, οι άνθρωποι που διεξάγουν τις επιθέσεις αυτές δεν νιώθουν ότι εγκληματούν. Αυτό που κατά τεκμήριο προβάλλει η ρατσιστική βία ως νομιμοποιητική της βάση είναι η αυτοάμυνα. Η μελέτη της βίας αυτής στην Ευρώπη δείχνει ότι η συμπεριφορά που προσλαμβάνεται από τα υποκείμενά της ως αυτοάμυνα αιτιολογεί τις απεχθέστερες πράξεις σε βάρος μεταναστών, καθώς οι φυσικοί και ηθικοί αυτουργοί τους είτε νιώθουν είτε λένε ότι νιώθουν πως «διώκονται» από τους μετανάστες. Άρα, με βάση αυτή τη συλλογιστική, η αντίδρασή τους καλύπτεται από όσα προβλέπει ο Ποινικός Κώδικας για τέτοιες περιπτώσεις. Το άρθρο 22 του δικού μας Ποινικού Κώδικα αναφέρει πως «δεν είναι άδικη η πράξη που τελείται σε περίπτωση άμυνας», όπου άμυνα είναι «η αναγκαία προσβολή του επιτιθέμενου στην οποία προβαίνει το άτομο, για να υπερασπισθεί τον εαυτό του ή άλλον από άδικη και παρούσα επίθεση που στρέφεται εναντίον τους».
Αυτοάμυνα, πράξη δηλαδή δίκαια, θα ήταν αν την κρίσιμη στιγμή ο σαραντατετράχρονος ή ο συνοδός του μπορούσε να αμυνθεί, προκαλώντας ακόμη και σοβαρές βλάβες στους επιτιθέμενους εγκληματίες. Σύμφωνα με το ελληνικό ποινικό δίκαιο και τη σχετική νομολογία, ως και η υπέρβαση της άμυνας είτε δεν καταλογίζεται καν, είτε τιμωρείται πολύ λιγότερο αν το θύμα της επίθεσης μπορέσει να αποδείξει ότι στην κατάσταση που βρισκόταν δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Είναι γνωστή στα ποινικά χρονικά, και όχι μόνο, η περίπτωση της γυναίκας που πριν από αρκετά χρόνια στη Γερμανία, αν και σκότωσε στο δικαστήριο τον βιαστή του παιδιού της, τιμωρήθηκε με ελαφρυντικά.
Τι σχέση έχουν τα παραπάνω με αυτό που έγινε στην Αθήνα; Η απάντηση είναι εύκολη: καμία. Αυτοδικία θα μπορούσε να είναι να «πάρει το νόμο στα χέρια της» η οικογένεια του θανόντος, και πάλι όμως όχι στρεφόμενη εναντίον όλων των μελαψών διερχομένων του δρόμου της, αλλά εναντίον των δραστών του εγκλήματος. Αυτό που συνέβη και συνεχίζει να συμβαίνει στην Αθήνα δεν είναι ούτε αυτοάμυνα ούτε αυτοδικία. Είναι επίθεση. Κάποιοι τρίτοι σχετικά με ένα έγκλημα στρέφονται εναντίον κάποιων άλλων άσχετων με το έγκλημα, βαπτίζοντας την πράξη τους αυτοάμυνα, διότι αλλιώς δεν μπορούν να αιτιολογήσουν την επίθεση. Ταυτόχρονα, ο δημόσιος λόγος τη χρίζει «αυτοδικία», πράξη μεν ποινικά κολάσιμη, η οποία όμως εμφανίζεται να αποδίδει δικαιοσύνη, όπως ορθά επισημαίνει η Α. Ψαρρά στην Ελευθεροτυπία της 16ης Μαΐου 2011.
Αυτό που κρύβεται πίσω από την επιτηδευμένη κατάχρηση του όρου «αυτοδικία» δεν είναι τίποτε άλλο από την «κατανόηση» των αιτιών της επίθεσης. «Μην αυτοδικείτε» σημαίνει ότι «καταλαβαίνουμε ότι σας πνίγει το δίκιο, αλλά σταματήστε». Και εδώ, πάντως, η ακροδεξιά δεν φαίνεται να πρωτοτυπεί. Για μια ακόμη φορά, φαίνεται πως το πήρε το μάθημα. Κάθε άλλο παρά σπάνια, η βία «κατανοείται» με αντίστοιχο τρόπο από ζωντανά κομμάτια της ελληνικής Αριστεράς: όχι βέβαια, η ρατσιστική βία --η οποία πάντοτε καταδικάζεται απερίφραστα--, αλλά άλλες μορφές, με τις οποίες έχουμε μάλλον εξοικειωθεί. Όταν όμως η προβολή της βίας χάνεται μέσα σε μια αλυσίδα γεγονότων και γενεσιουργών αιτιών, με τα οποία η ανθρώπινη συμπεριφορά συνδέεται μέσα από μια μορφή ιστορικής αλληλουχίας ή συνάφειας, τότε ελλοχεύει ο γνωστός κίνδυνος της σχετικοποίησης της ηθικής απαξίωσης της βίας. Αυτό βλέπουμε σήμερα να γίνεται με τη ρατσιστική βία. Ενώ το ελληνικό ποινικό δίκαιο αναφέρεται στο ρατσιστικό κίνητρο ως «επιβαρυντική περίσταση», η κυρίαρχη πολιτική κουλτούρα μάλλον το προσλαμβάνει ως ελαφρυντικό. Να θυμίσουμε, ότι κατά κανόνα, για την ελληνική δικαιοσύνη και τις διωκτικές αρχές στην Ελλάδα η ρατσιστική βία είναι σχεδόν σαν να μην υπάρχει. Το ρατσιστικό κίνητρο των εγκλημάτων δεν εξετάζεται ούτε βέβαια εξιχνιάζεται, καθώς κατά κανόνα θεωρείται ανάξιο λόγου. Όπου βέβαια το ρατσιστικό κίνητρο δεν μπορεί να κρυφτεί, όπως στην περίπτωση του πρόσφατου πογκρόμ, τότε αίφνης οι Έλληνες αναζητούν τις αιτίες της «αυτοδικίας». Ανύποπτοι φαντάζομαι, σαν και αυτούς που αγόρασαν την κάμερα του άτυχου Καντάρη για 120 ευρώ…
----
Ο Δημήτρης Χριστόπουλος είναι πρόεδρος της Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και διδάσκει στο Πάντειο Πανεπιστήμιο