Δικαιοσύνη και πολιτική στο προσκήνιο
Θεόδωρος Παπαθεοδώρου, Πελοπόννησος, Δημοσιευμένο: 2014-01-20
Η παρέμβαση της Δικαιοσύνης το τελευταίο διάστημα, σε μία σειρά από υποθέσεις διαφθοράς, πολιτικοοικονομικής διαπλοκής και κατασπατάλησης δημόσιου χρήματος, επηρεάζει άμεσα ένα, ούτως ή άλλως, ρευστό πολιτικό τοπίο, αναδεικνύοντας ταυτόχρονα ορισμένες από τις αιτίες της κρίσης στην οποία βρίσκεται εγκλωβισμένη η χώρα. Από την υπόθεση Τσοχατζόπουλου στις παράνομες προμήθειες για τα εξοπλιστικά προγράμματα, από τα δάνεια «φιλικής διευκόλυνσης» ορισμένων κρατικών Τραπεζών ως την «αξιοποίηση» ευρωπαϊκών πόρων για εξυπηρέτηση φίλων, συγγενών και λοιπών ημετέρων, η πραγματικότητα είναι ή ίδια. Η Ελλάδα της επίπλαστης ευημερίας, του ατελούς εκσυγχρονισμού και των υπόγειων διαδρομών του «μαύρου» χρήματος των δύο προηγούμενων δεκαετιών πτώχευσε και φτωχοποίησε το λαό της, καταρρέοντας μέσα σε ένα φαύλο κύκλο ανομίας και διαφθοράς.
Πολλοί υποστηρίζουν ότι η παρέμβαση της Δικαιοσύνης για τη διαλεύκανση αυτών των υποθέσεων άργησε. Άλλοι ομνύουν στην ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης και κάποιοι τρίτοι συνδέουν τη σημερινή πολυμέτωπη εγρήγορση των εισαγγελικών αρχών με καθοδηγούμενες απόπειρες αποπροσανατολισμού της κοινής γνώμης. Θεωρώ ότι η αλήθεια είναι περισσότερο απλή και ορατή. Το τελευταίο διάστημα, η κρίση επηρέασε τη λειτουργία των θεσμών. Το πολιτικό σύστημα βρέθηκε στα άκρο όριο της απονομιμοποίησής του. Η Χώρα τέθηκε υπό διεθνή οικονομική επιτήρηση και άγγιξε την τυπική χρεωκοπία. Η ίδια η κοινωνία άλλαξε και πλέον απαιτεί διαφάνεια και κάθαρση. Η Δικαιοσύνη και αυτή πέρασε με δυσκολία την κρίση του παραδικαστικού σκανδάλου. Ταυτόχρονα στην καμπή της κρίσης δόθηκαν στη Δικαιοσύνη νέα εργαλεία παρέμβασης (οικονομικός Εισαγγελέας, Εθνικός Συντονιστής κατά της Διαφθοράς κλπ), τα οποία φαίνεται σήμερα να αξιοποιεί και να διερευνά υποθέσεις για τις οποίες συχνά το πολιτικό σύστημα είχε υψώσει τείχη αδιαφάνειας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, ο νόμος περί ευθύνης Υπουργών, που φαντάζει σήμερα ως ένα νομοθετικό «μνημείο» συγκάλυψης της διαπλοκής.
Σε αυτή την κρίσιμη στιγμή, το έργο της Δικαιοσύνης θα πρέπει να στηριχθεί τόσο από την πολιτική, όσο και από την κοινωνία, μακριά από σκοπιμότητες και να αφεθεί να ολοκληρώσει το έργο που ξεκίνησε. Η παρέμβασή της θα κριθεί από το αποτέλεσμα και τη συμβολή της στη λειτουργία της Δημοκρατίας. Αυτό σημαίνει ότι δεν χρειαζόμαστε μία Δικαιοσύνη που θα κρίνεται a la carte, ανάλογα από το αν θα αρέσουν ή όχι (και σε ποιόν κάθε φορά) οι αποφάσεις της. Αντίστοιχα, η χώρα δεν έχει ανάγκη από δικαστικές επιχειρήσεις τύπου «καθαρά χέρια». Η Δημοκρατία δεν είναι συμβατή με τη λειτουργία ενός «Κράτους Δικαστών» που θα ποινικοποιεί και θα χειραγωγεί την πολιτική ζωή. Αυτό το οποίο έχει ανάγκη η Χώρα είναι η ομαλή λειτουργία των θεσμών –εν προκειμένω της Δικαιοσύνης- με σεβασμό του Κράτους Δικαίου και των δικονομικών εγγυήσεων που αυτό παρέχει.
Ωστόσο, αν ήρθε η ώρα της Δικαιοσύνης για όλα τα παραπάνω, η ισορροπία των θεσμών απαιτεί την ανάκτηση της αξιοπιστίας της πολιτικής. Η ανανέωση του πολιτικού συστήματος, αλλά και του πολιτικού προσωπικού δεν μπορεί να γίνει με υλικά ανακύκλωσης του παρελθόντος, ούτε με ασκήσεις «έωλης αιώρησης» μεταξύ της προσπάθειας συντήρησης του πελατειακού κράτους και της απόπειρας νέας λαϊκής νομιμοποίησης. Το βλέπουμε παντού γύρω μας ότι οι πολίτες πλέον ρευστοποιούν το πολιτικό τοπίο είτε με την αποστροφή τους, είτε με την καχυποψία ή την αμφισβήτησή τους.
Η ανάκτηση της αξιοπιστίας της πολιτικής περνάει σήμερα από μία νέα πολιτική και κοινωνική συμφωνία, με αναθεώρηση του Συντάγματος, μεταρρύθμιση του Κράτους και των θεσμών και βεβαίως εμπέδωση μίας κουλτούρας συνεργασιών μεταξύ των πολιτικών σχηματισμών. Επειδή οι αυτοδυναμίες τέλειωσαν μαζί με τις αυταπάτες των περασμένων δεκαετιών, ήρθε η ώρα να αλλάξουμε τους όρους της πολιτικής στη μεταμνημονιακή Ελλάδα.