Αυτός, αυτοί και τα …μυστήρια
Θανάσης Γεωργακόπουλος, Μεταρρύθμιση, Δημοσιευμένο: 2015-10-03
Βλέπω δεξιά και αριστερά ανθρώπους να υποστηρίζουν πως παρά την πρόσφατη εκλογική νίκη Τσίπρα (ο …”αυτός” του τίτλου), το αργότερο ως την άνοιξη θάχουμε ξανά εκλογές. Δεν το στηρίζουν μόνο ή κυρίως στην άθλια κυβέρνηση που σχημάτισε, στο επεισόδιο με το Δ. Καμμένο, στο κάζο της επίσκεψης στις ΗΠΑ κ.ο.κ. Η πρόβλεψη, κατά κύριο λόγο, γίνεται επειδή θεωρούν πως ο κ. Τσίπρας θα κληθεί να πληρώσει βαρύ πολιτικό κόστος μόλις αρχίσουν να καταφθάνουν τα “ραβασάκια” της Εφορίας (τα οποία επιμελώς απέφυγε να σταλούν πριν διεξαχθούν οι εκλογές) και ιδίως όταν ξεκινήσουν να ψηφίζονται και να εφαρμόζονται όσα προβλέπονται στο 3ο Μνημόνιο. Επιπρόσθετο επιχείρημα γι αυτή την πρόβλεψη είναι πως ούτε ο κ. Τσίπρας ούτε ο σημερινός ΣΥΡΙΖΑ διαθέτουν την κουλτούρα, τη διανοητική προετοιμασία, τη γνωστική επάρκεια και το αξιακό εύρος, ώστε να μετασχηματισθούν οργανικά σε κόμμα της αριστερής -έστω- σοσιαλδημοκρατίας ή, πολύ περισσότερο, της Κεντροαριστεράς κι έτσι να υπερασπισθούν πιο πειστικά τις πολιτικές που θα κληθούν να εφαρμόσουν ή να χαράξουν κάποιες κανούριες.
Βλέπω, επίσης, άλλους να υποστηρίζουν πως μετά από τρεις εκλογικές νίκες μέσα σε εννιά μήνες, εισήλθαμε πλησίστιοι στην εποχή Τσίπρα. Δεν το στηρίζουν μόνο στο ποσοστό που συγκέντρωσε ο ΣΥΡΙΖΑ παρά τη διάσπαση και την επτάμηνη –όχι ιδιαίτερα- επιτυχή διακυβέρνηση ούτε στη διαφορά με τη δεύτερη Νέα Δημοκρατία που μειώθηκε ελάχιστα από τις εκλογές του Ιανουαρίου και παρέμεινε στο δυσθεώρητο ύψος του 7,4%. Η εκτίμηση αυτή, κυρίως, γίνεται επειδή οι τρεις συνεχόμενες νίκες εμπεδώνουν αισθήματα ταύτισης σε ένα σημαντικό μέρος του εκλογικού σώματος, η εκλογική του γεωγραφία έχει ισορροπήσει σε πολύ μεγάλο βαθμό, η διείσδυσή του στις νεώτερες αλλά και τις παραγωγικές ηλικίες είναι αξιοζήλευτη και αντιστρόφως ανάλογη από τις επιδόσεις της Ν.Δ. και του ΠΑΣΟΚ αλλά και επειδή η αντιπολίτευση δείχνει εγκλωβισμένη και αδύναμη να παρουσιάσει εναλλακτική λύση. Οι προβλέποντες “εποχή Τσίπρα” απαντούν στις ενστάσεις για την αδυναμία “σοσιαλδημοκρατικοποίησης” του ΣΥΡΙΖΑ πως αυτό δεν είναι αναγκαίο να συμβεί, υποννοώντας πως αρκεί ένας λαϊκισμός περονικού τύπου και οι τακτικισμοί ελιγμοί για συνεργασία σήμερα με την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία και αύριο με την εγχώρια Κεντροαριστερά.
Επιπλέον αυτών, από τη μια ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να είχε εναντίον του τα πεπραγμένα της επτάμηνης διακυβέρνησης είχε, όμως υπέρ του τη …διάρκειά της. Θα ήταν παγκόσμια πρωτοτυπία να εκπαραθυρωθεί μία κυβέρνηση επτά, μόλις, μήνες αφότου εξελέγη και, μάλιστα, σε εκλογές που η ίδια προκάλεσε. Η δεύτερη ευκαιρία ήταν ατράνταχτο επιχείρημα για ψηφοφόρους που παρά τα σοκ ήταν δύσκολο να αποδεχθούν πως έκαναν λάθος σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα. Τρίτη ευκαιρία είναι αδύνατο να δοθεί, αναφέρουν οι δυσοίωνα προβλέποντες για το μέλλον του κ. Τσίπρα.
Από την άλλη, όμως, το πρόσωπο του κ. Τσίπρα αναδεικνύεται πράγματι σε κυρίαρχο, μοιάζει Tefal, κατορθώνει να συμπυκνώνει τα πάντα και τα αντίθετά τους, να γοητεύει και να πείθει, ακόμα κι όταν έχει ένδεια επιχειρημάτων και story, όπως στις πρόσφατες εκλογές. Το πως και το γιατί το ανέλυσε έξοχα ο Δ. Κούρτοβικ (ΝΕΑ 26/9) και δε χρειάζεται να επεκταθώ.
*****
ΤΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ ...
Θα μπορούσαν να προστεθούν και άλλα επιχειρήματα που θα ενίσχυαν τη φαρέτρα των μεν ή των δε. Θα αποπροσανατολιζόμασταν, όμως, αν συνεχίζαμε κατ’ αυτόν τον τρόπο, γιατί θα χάναμε το δεύτερο μεγάλο γεγονός αυτών των εκλογών που ήταν η εκτίναξη της αποχής. Το δυσθεώρητο ύψος της, σε συνδυασμό με τη ψήφο διακωμώδησης του πολιτικού συτήματος (βλ. Λεβέντης) και, κυρίως, το εκτεταμένο φαινόμενο της ψήφου «με μισή καρδιά» ή «με κλειστή τη μύτη», υποδηλώνει μια γιγαντιαία κρίση πολιτικής εκπροσώπησης, η οποία είναι άγνωστο πως θα συνεχισθεί και που μπορεί να οδηγήσει. Η κρίση αυτή, άλλωστε, συνδυαζόμενη με την κατάρρευση και τον κατακερματισμό των παραδοσιακών πολιτικών και κομματικών ταυτοτήτων και ταυτίσεων είναι, άλλωστε, που εξηγεί και την «αποτυχία» των δημοσκοπήσεων.
Είναι αυτή η κρίση εκπροσώπησης που δικαιολογεί τη λέξη «μυστήρια» του τίτλου μας. Όσο το κοινωνικό και εκλογικό σώμα περιδινίζεται σε αυτήν και μοιάζει με κινούμενη άμμο, οι ασφαλείς προβλέψεις για την επόμενη μέρα είναι πολύ δύσκολες αν όχι αδύνατες. Έτσι το κυβερνητικό μέλλον του ΣΥΡΙΖΑ μοιάζει να περιγράφεται άριστα από το «… σούρσιμο και τη στασιμότητα …», όπως εύστοχα το διατύπωσε ο Γ. Βούλγαρης (ΝΕΑ 26/9), χωρίς, όμως, αυτό να προδικάζει ποια από τις δύο προβλέψεις για το «μέλλον» του κ. Τσίπρα θα δικαιωθούν.
Η απροσδιοριστία όσον αφορά τις μελλοντικές πολιτικές εξελίξεις θα επηρρεασθεί, βέβαια, και από άλλους παράγοντες. Κατά πρώτον από τους ευρωπαϊκούς συσχετισμούς οι οποίοι θα διαμορφωθούν σε συνάρτηση και σε σχέση με την πορεία εφαρμογής των συμφωνηθέντων. Συσχετισμοί που θα επηρρεασθούν, βέβαια, ταυτόχρονα και από την ύπαρξη ή όχι και άλλων εναλλακτικών λύσεων.
*****
…ΚΑΙ ΑΥΤΟΙ
Ερχόμαστε, λοιπόν, στη λέξη «αυτοί» του τίτλου, η οποία έχει να κάνει με τα κόμματα της αντιπολίτευσης.
Δεν είναι αντικείμενο αυτού του άρθρου η ανάλυση των βαθύτερων διεργασιών και αιτίων που εξηγούν την εκλογική στασιμότητα –μιλώντας με γενικούς όρους- των κομμάτων της ευρωπαϊκής αντιπολίτευσης. Αν, όμως, περιορισθούμε στα πολιτικά επιφαινόμενα της προηγούμενης περιόδου έκαναν –άθελά τους- ότι μπορούσαν για να καταστήσουν τον κ. Τσίπρα κυρίαρχο παίκτη του πολιτικού παιχνιδιού.
Ας σταθούμε σε μερικά. Δε σκέφτηκαν καν την πρόταση για αποχή από το απαράδεκτο δημοψήφισμα του Ιουνίου. Στη συνέχεια δεν κατάφεραν να συντονισθούν, με αποτέλεσμα η μάχη υπέρ του ΝΑΙ να δοθεί με πρωτοβουλίες «από τα κάτω» με ότι αυτό συνεπάγεται και χωρίς, επιπλέον, να παρακολουθούνται οι μεταμορφώσεις της τακτικής του «αντιπάλου». Στη συνέχεια, ενώ ορθά βοήθησαν, μέσω και της σύσκεψης κορυφής τη στροφή 180 μοιρών της κυβέρνησης, έμειναν στο «εθνικό καθήκον» χωρίς να διασφαλίσουν τα νώτα τους. Έτσι, αφού ο κ. Τσίπρας έφερε τη συμφωνία που, εν πολλοίς, σφραγιζόταν από την προηγούμενη δική του πρόταση, δεν απαίτησαν τη διενέργεια δεύτερης σύσκεψης, ώστε να συζητήσουν για τους μετέπειτα χειρισμούς και εκεί να θέσουν ως όρο για την υπερψήφισή της την κατάργηση του bonus των 50 εδρών. Κι αυτό ενώ ήταν προφανές πως, με δρομολογημένη τη διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ, η κατάργηση ήταν μονόδρομος ώστε να απεικονισθεί πολιτικά η νέα πλειοψηφία που διαμορφωνόταν στη Βουλή. Δεν το έκαναν, χάθηκε μια τεράστια ευκαιρία αναδιαμόρφωσης του πολιτικού τοπίου, ο κ. Τσίπρας εισέπραξε το δώρο και τους έσυρε, όπως ήταν αναμενόμενο, σε εκλογές. Τέλος, παρότι το προηγούμενο ήταν το κορυφαίο λάθος, επειδή «εξ όνυχος το λέοντα», η αντιπολίτευση απέδειξε ότι έχει παραδώσει την πολιτική πρωτοβουλία στα χέρια του κ. Τσίπρα, με την άρνησή της να καταθέσει πρόταση μομφής στην πρώην –σε λίγες ώρες- Πρόεδρο της Βουλής.
Σ’ αυτά τα προεκλογικά λάθη των κομμάτων της αντιπολίτευσης δε νομίζω πως πρέπει να προστεθεί –όπως καλόπιστα θεωρούν ορισμένοι- η άρνηση στη συγκρότηση (εκλογικού) ευρωπαϊκού μετώπου. Από τη στιγμή που ο ΣΥΡΙΖΑ έκανε στο παρά πέντε τη στροφή δεν υπήρχε ο αποχρών λόγος και η νομιμοποιητική βάση για κάτι τέτοιο. Το θέμα, πλέον, ήταν η κατάργηση του bonus αλλά, πέραν των προηγουμένων, άρκεσε το «παραμύθιασμα» του κ. Τσίπρα ενώπιον και του Προέδρου της Δημοκρατίας στις 24/7 πως δεν πρόκειται …να προσφύγει σε εκλογές!
Αντίθετα, θα μπορούσε να υπάρξει κοινή κάθοδος των κομμάτων του «ενδιάμεσου χώρου» με επικεφαλής τρίτο πρόσωπο, πράγμα, όμως που όταν καν συζητήθηκε από τις ηγεσίες ΠΑΣΟΚ και Ποταμιού, αφού φαίνεται πως κυριάρχησε η …νοσταλγία του κατακερματισμού του Κέντρου τη δεκαετία του ’50.
Ας έρθουμε, όμως, στην επόμενη –των εκλογών- ημέρα. Τα κόμματα της αντιπολίτευσης μοιάζουν ακόμα ζαλισμένα. Δείχνουν να ποντάρουν στην πρώτη από τις προβλέψεις που αναφέρθηκαν εισαγωγικά, δηλαδή, στη γρήγορη πρόσκρουση του κ. Τσίπρα στη μνημονιακή πραγματικότητα και στην εξ αυτής πτώση του σαν …ώριμο φρούτο. Σ’ αυτή τη βάση φλερτάρουν με μια πολιτική business as usual. Είναι αρκετές οι δηλώσεις και οι ανακοινώσεις των κομμάτων της αντιπολίτευσης που υποδηλώνουν ανάληψη της «αντιμνημονιακής σκυτάλης», παρότι όχι μόνο υπερψήφισαν το μνημόνιο αλλά, επιπλέον, εγκαλούσαν το ΣΥΡΙΖΑ γιατί δεν κατέληγε νωρίτερα σε συμφωνία.
Αν αυτή η τάση κυριαρχήσει τελικά στα κόμματα της αντιπολίτευσης δε θα τους προσθέσει αξιοπιστία, κύρος και ισχύ. Αντίθετα θα μειώσει την όποια ελκτικότητά τους και θα ενισχύσει τη διογκούμενη κρίση εκπροσώπησης. Είναι αλήθεια πως οι προεκλογικοί χειρισμοί έχουν εγκλωβίσει, σε μεγάλο βαθμό τις μετεκλογικές κινήσεις τους. Δε σημαίνει, όμως, αυτό πως πρέπει να συνεχίσουν στο δρόμο των λαθών, αλλάζοντας απλώς το πρόσημό τους. Ας προσπαθήσουν να ισορροπήσουν, έστω και σε λεπτή κλωστή. Να επιμείνουν, δηλαδή, στην εθνικά υπεύθυνη στάση και όπου χρειάζεται να διαφοροποιηθούν να το κάνουν είτε προτείνοντας πολύ συγκεκριμένα και κοστολογημένα …«ισοδύναμα» είτε θέτοντας συγκεκριμένους όρους, μείζονος, όμως, σημασίας.
Τα προηγούμενα ισχύουν ακόμα περισσότερο για τα κόμματα της αντιπολίτευσης που μας αφορούν, δηλαδή το ΠΑΣΟΚ-Δημοκρατική Συμπαράταξη και το Ποτάμι. Αν το ΠΑΣΟΚ που ήταν το κόμμα το οποίο σήκωσε μόνο του το βάρος του πρώτου μνημονίου και υπερψήφισε και τα τρία αρχίσει το ….αντιμνημονιακό τσάμικο έχει εξασφαλισμένη τη χλεύη των πολιτών. Ανάλογα ισχύουν και για το Ποτάμι, το οποίο επί ένα επτάμηνο καταγράφηκε να δηλώνει πως θα υπερψηφίσει την οποιαδήποτε συμφωνία υπογράψει ο κ. Τσίπρας με τους ευρωπαίους εταίρους.
*****
Πέραν, όμως, του κεντρικού πολιτικού θέματος τα συγκεκριμένα κόμματα βρίσκονται ενώπιον μιας μεγάλης πρόκλησης, αυτής του συντονισμού, της συνεργασίας και της ενότητας. Παρότι ανήκουν στην ίδια Ομάδα -τη Σοσιαλιστική- στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, εγχωρίως οι ηγεσίες τους δείχνουν να μην το έχουν συνειδητοποιήσει ακόμα. Οι περί την κ. Γεννηματά μοιάζουν να αντιμετωπίζουν αφ υψηλού το πρόβλημα επαναπαυμένοι στην υπέρβαση του 6% (!!) Ο δε κ. Θεοδωράκης ζαλισμένος από την πτώση μοιάζει να επαναλαμβάνει τη σειρά των προεκλογικών λαθών του και να ομνύει στη μοναχική –και ολοφάνερα, πλέον, αδιέξοδη- πορεία του. Και σα να μην έφταναν αυτά επιδίδονται και σε αντιπαραθέσεις μεταξύ τους.
Όταν, βέβαια, αναφερόμαστε σε συντονισμό, συνεργασία και ενότητα δεν εννοούμε κάτι το οποίο πρέπει ή μπορεί να γίνει αύριο. Αναφερόμαστε κατ’ αρχάς στη συνειδητοποίηση της ιστορικής πρόκλησης κι έπειτα σε μια πορεία σταθερή αλλά χωρίς βιασύνες που παράγουν αδιέξοδα. Σε μια πορεία που δε θα οδηγήσει σε τεχνητή συγκόληση αλλά σε υπέρβαση και των δύο προς κάτι καινούριο. Σε μια πορεία που προϋποθέτει ως sine quo non όρο επιτυχίας τη δημιουργία μιας νέας αφήγησης για την πορεία της χώρας ως την κρίση, για τα χρόνια της κρίσης αλλά και για τη διέξοδο και την επόμενη μέρα. Μια αφήγηση που ούτε θα δικαιώνει «αβλεπί» τα παρελθόντα ούτε θα τα ισοπεδώνει άκριτα και απολίτικα.
Αυτή η πορεία μπορεί να ξεκινήσει με τον απλό συντονισμό στο Κοινοβούλιο, με κοινές συναντήσεις και εκδηλώσεις ώστε να υπάρξει ο αναγκαίος συγχρωτισμός και η «ανίχνευση εδάφους», με την παραγωγή και υποβολή κοινών προτάσεων. Στη συνέχεια, εφόσον βρισκόταν ο κοινός βηματισμός, θα μπορούσε να προχωρήσει σε σύμπηξη ενιαίας Κοινοβουλευτικής Ομάδας, η οποία θα αποτελούσε την τρίτη δύναμη στο Κοινοβούλιο. Στον ορίζοντα φυσικά πρέπει να βρίσκεται, ως ενδιάμεσο στάδιο, η δημιουργία μιας Συνομοσπονδίας της προοδευτικής, μεταρρυθμιστικής παράταξης με κοινά όργανα αλλά και διατήρηση –σε αυτή τη φάση- της αυτοτέλειας όλων των συνιστωσών της και των δικών τους διαδικασιών πέραν των κοινών.
Όσοι βλέπουν δυσκολίες σ’ αυτό το εγχείρημα λόγω της διαφορετικότητας ΠΑΣΟΚ και Ποταμιού σε επίπεδο πολιτικού προφίλ και εκλογικού κοινού, δεν αντιλαμβάνονται πως, αντίθετα, ακριβώς εδώ βρίσκεται η δυναμική του. Το ΠΑΣΟΚ είναι ισχυρό στις μεγάλες ηλικίες, το Ποτάμι στις πιο παραγωγικές. Το ΠΑΣΟΚ είναι ισχυρό στην περιφέρεια το Ποτάμι στα αστικά κέντρα. Αντίστοιχα, δε, ισχύουν και όσον αφορά τις κοινωνικές ομάδες που έλκουν το ένα και το άλλο κόμμα. Όσον αφορά το πολιτικό προφίλ το μεν ΠΑΣΟΚ εκπροσωπεί τη μεταπολιτευτική ιστορία του κεντροαριστερού χώρου ενώ το Ποτάμι την κριτική στάση προοδευτικών πολιτών απέναντί της. Ο συντονισμός και η συνεργασία τους, καθώς μάλιστα τμήματα της μεταρρυθμιστικής αριστεράς υπάρχουν ένθεν κακείθεν, μπορεί να οδηγήσει σε μια νέα σύνθεση, η οποία θα περιλαμβάνει έναν αναγκαίο κριτικό αναστοχασμό για τη μεταπολιτευτική πορεία. γειώνοντας, όμως, αυτή την αυτοκριτική στα βιώματα των πολιτών και την πραγματικότητα.
Εν ολίγοις, αυτός ο συντονισμός, η συνεργασία και –τελικά- η ενότητα μπορεί να οδηγήσει στη συγκρότηση μιας προοδευτικής μεταρρυθμιστικής παράταξης με μεγάλες φιλοδοξίες. Μιας παράταξης που θα διεκδικήσει την ηγεμονία του κεντροαριστερού χώρου ώστε μέσω αυτής να αποτελέσει τον έναν από τους δύο βασικούς πόλους του πολιτικού συστήματος. Μιας παράταξης, δηλαδή, η οποία χωρίς να παραβλέπει το εθνικό καθήκον της διάσωσης και ανόρθωσης της χώρας θα λειτουργήσει ευθέως ανταγωνιστικά με το ΣΥΡΙΖΑ.
Υπάρχει, βέβαια, και ο άλλος δρόμος της …μοναξιάς και της παράδοσης της πολιτικής πρωτοβουλίας και πάλι στον ΣΥΡΙΖΑ. Όσοι τον προκρίνουν θα πρέπει, βέβαια, να γνωρίζουν ένα επιπλέον ενδεχόμενο. Αυτή την περίοδο τα κοινοβουλευτικά προβλήματα φαίνεται πιθανότερο να προέλθουν από την πλευρά των ΑΝΕΛ παρά από το κόμμα Τσίπρα. Σ’ αυτή την περίπτωση θα αναζητηθεί άλλος/οι κυβερνητικός/οί εταίρος/οι. Ξέρουμε τις …υποψηφιότητες. Ελπίζω να αντιλαμβάνονται και οι υποψήφιοι εταίροι και …εταίρες τις δυσκολίες της κατά μόνας αντιμετώπισης αυτού του ενδεχομένου. Και να καταλαβαίνουν, επίσης, πως δε θα πρόκειται περί συνεργασίας αλλά κατ’ ουσίαν περί προσχώρησης.
Τους ελκύει αυτή η αδιέξοδη προοπτική; Ή μήπως προτιμούν να συμβάλλουν στην επανασυγκρότηση της προοδευτικής παράταξης. Στην πρώτη περίπτωση θα περάσουν στις υποσημειώσεις της ιστορίας. Στη δεύτερη, θα έχουν προφανώς καλύτερη τύχη.
Βλέπω, επίσης, άλλους να υποστηρίζουν πως μετά από τρεις εκλογικές νίκες μέσα σε εννιά μήνες, εισήλθαμε πλησίστιοι στην εποχή Τσίπρα. Δεν το στηρίζουν μόνο στο ποσοστό που συγκέντρωσε ο ΣΥΡΙΖΑ παρά τη διάσπαση και την επτάμηνη –όχι ιδιαίτερα- επιτυχή διακυβέρνηση ούτε στη διαφορά με τη δεύτερη Νέα Δημοκρατία που μειώθηκε ελάχιστα από τις εκλογές του Ιανουαρίου και παρέμεινε στο δυσθεώρητο ύψος του 7,4%. Η εκτίμηση αυτή, κυρίως, γίνεται επειδή οι τρεις συνεχόμενες νίκες εμπεδώνουν αισθήματα ταύτισης σε ένα σημαντικό μέρος του εκλογικού σώματος, η εκλογική του γεωγραφία έχει ισορροπήσει σε πολύ μεγάλο βαθμό, η διείσδυσή του στις νεώτερες αλλά και τις παραγωγικές ηλικίες είναι αξιοζήλευτη και αντιστρόφως ανάλογη από τις επιδόσεις της Ν.Δ. και του ΠΑΣΟΚ αλλά και επειδή η αντιπολίτευση δείχνει εγκλωβισμένη και αδύναμη να παρουσιάσει εναλλακτική λύση. Οι προβλέποντες “εποχή Τσίπρα” απαντούν στις ενστάσεις για την αδυναμία “σοσιαλδημοκρατικοποίησης” του ΣΥΡΙΖΑ πως αυτό δεν είναι αναγκαίο να συμβεί, υποννοώντας πως αρκεί ένας λαϊκισμός περονικού τύπου και οι τακτικισμοί ελιγμοί για συνεργασία σήμερα με την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία και αύριο με την εγχώρια Κεντροαριστερά.
Επιπλέον αυτών, από τη μια ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να είχε εναντίον του τα πεπραγμένα της επτάμηνης διακυβέρνησης είχε, όμως υπέρ του τη …διάρκειά της. Θα ήταν παγκόσμια πρωτοτυπία να εκπαραθυρωθεί μία κυβέρνηση επτά, μόλις, μήνες αφότου εξελέγη και, μάλιστα, σε εκλογές που η ίδια προκάλεσε. Η δεύτερη ευκαιρία ήταν ατράνταχτο επιχείρημα για ψηφοφόρους που παρά τα σοκ ήταν δύσκολο να αποδεχθούν πως έκαναν λάθος σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα. Τρίτη ευκαιρία είναι αδύνατο να δοθεί, αναφέρουν οι δυσοίωνα προβλέποντες για το μέλλον του κ. Τσίπρα.
Από την άλλη, όμως, το πρόσωπο του κ. Τσίπρα αναδεικνύεται πράγματι σε κυρίαρχο, μοιάζει Tefal, κατορθώνει να συμπυκνώνει τα πάντα και τα αντίθετά τους, να γοητεύει και να πείθει, ακόμα κι όταν έχει ένδεια επιχειρημάτων και story, όπως στις πρόσφατες εκλογές. Το πως και το γιατί το ανέλυσε έξοχα ο Δ. Κούρτοβικ (ΝΕΑ 26/9) και δε χρειάζεται να επεκταθώ.
*****
ΤΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ ...
Θα μπορούσαν να προστεθούν και άλλα επιχειρήματα που θα ενίσχυαν τη φαρέτρα των μεν ή των δε. Θα αποπροσανατολιζόμασταν, όμως, αν συνεχίζαμε κατ’ αυτόν τον τρόπο, γιατί θα χάναμε το δεύτερο μεγάλο γεγονός αυτών των εκλογών που ήταν η εκτίναξη της αποχής. Το δυσθεώρητο ύψος της, σε συνδυασμό με τη ψήφο διακωμώδησης του πολιτικού συτήματος (βλ. Λεβέντης) και, κυρίως, το εκτεταμένο φαινόμενο της ψήφου «με μισή καρδιά» ή «με κλειστή τη μύτη», υποδηλώνει μια γιγαντιαία κρίση πολιτικής εκπροσώπησης, η οποία είναι άγνωστο πως θα συνεχισθεί και που μπορεί να οδηγήσει. Η κρίση αυτή, άλλωστε, συνδυαζόμενη με την κατάρρευση και τον κατακερματισμό των παραδοσιακών πολιτικών και κομματικών ταυτοτήτων και ταυτίσεων είναι, άλλωστε, που εξηγεί και την «αποτυχία» των δημοσκοπήσεων.
Είναι αυτή η κρίση εκπροσώπησης που δικαιολογεί τη λέξη «μυστήρια» του τίτλου μας. Όσο το κοινωνικό και εκλογικό σώμα περιδινίζεται σε αυτήν και μοιάζει με κινούμενη άμμο, οι ασφαλείς προβλέψεις για την επόμενη μέρα είναι πολύ δύσκολες αν όχι αδύνατες. Έτσι το κυβερνητικό μέλλον του ΣΥΡΙΖΑ μοιάζει να περιγράφεται άριστα από το «… σούρσιμο και τη στασιμότητα …», όπως εύστοχα το διατύπωσε ο Γ. Βούλγαρης (ΝΕΑ 26/9), χωρίς, όμως, αυτό να προδικάζει ποια από τις δύο προβλέψεις για το «μέλλον» του κ. Τσίπρα θα δικαιωθούν.
Η απροσδιοριστία όσον αφορά τις μελλοντικές πολιτικές εξελίξεις θα επηρρεασθεί, βέβαια, και από άλλους παράγοντες. Κατά πρώτον από τους ευρωπαϊκούς συσχετισμούς οι οποίοι θα διαμορφωθούν σε συνάρτηση και σε σχέση με την πορεία εφαρμογής των συμφωνηθέντων. Συσχετισμοί που θα επηρρεασθούν, βέβαια, ταυτόχρονα και από την ύπαρξη ή όχι και άλλων εναλλακτικών λύσεων.
*****
…ΚΑΙ ΑΥΤΟΙ
Ερχόμαστε, λοιπόν, στη λέξη «αυτοί» του τίτλου, η οποία έχει να κάνει με τα κόμματα της αντιπολίτευσης.
Δεν είναι αντικείμενο αυτού του άρθρου η ανάλυση των βαθύτερων διεργασιών και αιτίων που εξηγούν την εκλογική στασιμότητα –μιλώντας με γενικούς όρους- των κομμάτων της ευρωπαϊκής αντιπολίτευσης. Αν, όμως, περιορισθούμε στα πολιτικά επιφαινόμενα της προηγούμενης περιόδου έκαναν –άθελά τους- ότι μπορούσαν για να καταστήσουν τον κ. Τσίπρα κυρίαρχο παίκτη του πολιτικού παιχνιδιού.
Ας σταθούμε σε μερικά. Δε σκέφτηκαν καν την πρόταση για αποχή από το απαράδεκτο δημοψήφισμα του Ιουνίου. Στη συνέχεια δεν κατάφεραν να συντονισθούν, με αποτέλεσμα η μάχη υπέρ του ΝΑΙ να δοθεί με πρωτοβουλίες «από τα κάτω» με ότι αυτό συνεπάγεται και χωρίς, επιπλέον, να παρακολουθούνται οι μεταμορφώσεις της τακτικής του «αντιπάλου». Στη συνέχεια, ενώ ορθά βοήθησαν, μέσω και της σύσκεψης κορυφής τη στροφή 180 μοιρών της κυβέρνησης, έμειναν στο «εθνικό καθήκον» χωρίς να διασφαλίσουν τα νώτα τους. Έτσι, αφού ο κ. Τσίπρας έφερε τη συμφωνία που, εν πολλοίς, σφραγιζόταν από την προηγούμενη δική του πρόταση, δεν απαίτησαν τη διενέργεια δεύτερης σύσκεψης, ώστε να συζητήσουν για τους μετέπειτα χειρισμούς και εκεί να θέσουν ως όρο για την υπερψήφισή της την κατάργηση του bonus των 50 εδρών. Κι αυτό ενώ ήταν προφανές πως, με δρομολογημένη τη διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ, η κατάργηση ήταν μονόδρομος ώστε να απεικονισθεί πολιτικά η νέα πλειοψηφία που διαμορφωνόταν στη Βουλή. Δεν το έκαναν, χάθηκε μια τεράστια ευκαιρία αναδιαμόρφωσης του πολιτικού τοπίου, ο κ. Τσίπρας εισέπραξε το δώρο και τους έσυρε, όπως ήταν αναμενόμενο, σε εκλογές. Τέλος, παρότι το προηγούμενο ήταν το κορυφαίο λάθος, επειδή «εξ όνυχος το λέοντα», η αντιπολίτευση απέδειξε ότι έχει παραδώσει την πολιτική πρωτοβουλία στα χέρια του κ. Τσίπρα, με την άρνησή της να καταθέσει πρόταση μομφής στην πρώην –σε λίγες ώρες- Πρόεδρο της Βουλής.
Σ’ αυτά τα προεκλογικά λάθη των κομμάτων της αντιπολίτευσης δε νομίζω πως πρέπει να προστεθεί –όπως καλόπιστα θεωρούν ορισμένοι- η άρνηση στη συγκρότηση (εκλογικού) ευρωπαϊκού μετώπου. Από τη στιγμή που ο ΣΥΡΙΖΑ έκανε στο παρά πέντε τη στροφή δεν υπήρχε ο αποχρών λόγος και η νομιμοποιητική βάση για κάτι τέτοιο. Το θέμα, πλέον, ήταν η κατάργηση του bonus αλλά, πέραν των προηγουμένων, άρκεσε το «παραμύθιασμα» του κ. Τσίπρα ενώπιον και του Προέδρου της Δημοκρατίας στις 24/7 πως δεν πρόκειται …να προσφύγει σε εκλογές!
Αντίθετα, θα μπορούσε να υπάρξει κοινή κάθοδος των κομμάτων του «ενδιάμεσου χώρου» με επικεφαλής τρίτο πρόσωπο, πράγμα, όμως που όταν καν συζητήθηκε από τις ηγεσίες ΠΑΣΟΚ και Ποταμιού, αφού φαίνεται πως κυριάρχησε η …νοσταλγία του κατακερματισμού του Κέντρου τη δεκαετία του ’50.
Ας έρθουμε, όμως, στην επόμενη –των εκλογών- ημέρα. Τα κόμματα της αντιπολίτευσης μοιάζουν ακόμα ζαλισμένα. Δείχνουν να ποντάρουν στην πρώτη από τις προβλέψεις που αναφέρθηκαν εισαγωγικά, δηλαδή, στη γρήγορη πρόσκρουση του κ. Τσίπρα στη μνημονιακή πραγματικότητα και στην εξ αυτής πτώση του σαν …ώριμο φρούτο. Σ’ αυτή τη βάση φλερτάρουν με μια πολιτική business as usual. Είναι αρκετές οι δηλώσεις και οι ανακοινώσεις των κομμάτων της αντιπολίτευσης που υποδηλώνουν ανάληψη της «αντιμνημονιακής σκυτάλης», παρότι όχι μόνο υπερψήφισαν το μνημόνιο αλλά, επιπλέον, εγκαλούσαν το ΣΥΡΙΖΑ γιατί δεν κατέληγε νωρίτερα σε συμφωνία.
Αν αυτή η τάση κυριαρχήσει τελικά στα κόμματα της αντιπολίτευσης δε θα τους προσθέσει αξιοπιστία, κύρος και ισχύ. Αντίθετα θα μειώσει την όποια ελκτικότητά τους και θα ενισχύσει τη διογκούμενη κρίση εκπροσώπησης. Είναι αλήθεια πως οι προεκλογικοί χειρισμοί έχουν εγκλωβίσει, σε μεγάλο βαθμό τις μετεκλογικές κινήσεις τους. Δε σημαίνει, όμως, αυτό πως πρέπει να συνεχίσουν στο δρόμο των λαθών, αλλάζοντας απλώς το πρόσημό τους. Ας προσπαθήσουν να ισορροπήσουν, έστω και σε λεπτή κλωστή. Να επιμείνουν, δηλαδή, στην εθνικά υπεύθυνη στάση και όπου χρειάζεται να διαφοροποιηθούν να το κάνουν είτε προτείνοντας πολύ συγκεκριμένα και κοστολογημένα …«ισοδύναμα» είτε θέτοντας συγκεκριμένους όρους, μείζονος, όμως, σημασίας.
Τα προηγούμενα ισχύουν ακόμα περισσότερο για τα κόμματα της αντιπολίτευσης που μας αφορούν, δηλαδή το ΠΑΣΟΚ-Δημοκρατική Συμπαράταξη και το Ποτάμι. Αν το ΠΑΣΟΚ που ήταν το κόμμα το οποίο σήκωσε μόνο του το βάρος του πρώτου μνημονίου και υπερψήφισε και τα τρία αρχίσει το ….αντιμνημονιακό τσάμικο έχει εξασφαλισμένη τη χλεύη των πολιτών. Ανάλογα ισχύουν και για το Ποτάμι, το οποίο επί ένα επτάμηνο καταγράφηκε να δηλώνει πως θα υπερψηφίσει την οποιαδήποτε συμφωνία υπογράψει ο κ. Τσίπρας με τους ευρωπαίους εταίρους.
*****
Πέραν, όμως, του κεντρικού πολιτικού θέματος τα συγκεκριμένα κόμματα βρίσκονται ενώπιον μιας μεγάλης πρόκλησης, αυτής του συντονισμού, της συνεργασίας και της ενότητας. Παρότι ανήκουν στην ίδια Ομάδα -τη Σοσιαλιστική- στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, εγχωρίως οι ηγεσίες τους δείχνουν να μην το έχουν συνειδητοποιήσει ακόμα. Οι περί την κ. Γεννηματά μοιάζουν να αντιμετωπίζουν αφ υψηλού το πρόβλημα επαναπαυμένοι στην υπέρβαση του 6% (!!) Ο δε κ. Θεοδωράκης ζαλισμένος από την πτώση μοιάζει να επαναλαμβάνει τη σειρά των προεκλογικών λαθών του και να ομνύει στη μοναχική –και ολοφάνερα, πλέον, αδιέξοδη- πορεία του. Και σα να μην έφταναν αυτά επιδίδονται και σε αντιπαραθέσεις μεταξύ τους.
Όταν, βέβαια, αναφερόμαστε σε συντονισμό, συνεργασία και ενότητα δεν εννοούμε κάτι το οποίο πρέπει ή μπορεί να γίνει αύριο. Αναφερόμαστε κατ’ αρχάς στη συνειδητοποίηση της ιστορικής πρόκλησης κι έπειτα σε μια πορεία σταθερή αλλά χωρίς βιασύνες που παράγουν αδιέξοδα. Σε μια πορεία που δε θα οδηγήσει σε τεχνητή συγκόληση αλλά σε υπέρβαση και των δύο προς κάτι καινούριο. Σε μια πορεία που προϋποθέτει ως sine quo non όρο επιτυχίας τη δημιουργία μιας νέας αφήγησης για την πορεία της χώρας ως την κρίση, για τα χρόνια της κρίσης αλλά και για τη διέξοδο και την επόμενη μέρα. Μια αφήγηση που ούτε θα δικαιώνει «αβλεπί» τα παρελθόντα ούτε θα τα ισοπεδώνει άκριτα και απολίτικα.
Αυτή η πορεία μπορεί να ξεκινήσει με τον απλό συντονισμό στο Κοινοβούλιο, με κοινές συναντήσεις και εκδηλώσεις ώστε να υπάρξει ο αναγκαίος συγχρωτισμός και η «ανίχνευση εδάφους», με την παραγωγή και υποβολή κοινών προτάσεων. Στη συνέχεια, εφόσον βρισκόταν ο κοινός βηματισμός, θα μπορούσε να προχωρήσει σε σύμπηξη ενιαίας Κοινοβουλευτικής Ομάδας, η οποία θα αποτελούσε την τρίτη δύναμη στο Κοινοβούλιο. Στον ορίζοντα φυσικά πρέπει να βρίσκεται, ως ενδιάμεσο στάδιο, η δημιουργία μιας Συνομοσπονδίας της προοδευτικής, μεταρρυθμιστικής παράταξης με κοινά όργανα αλλά και διατήρηση –σε αυτή τη φάση- της αυτοτέλειας όλων των συνιστωσών της και των δικών τους διαδικασιών πέραν των κοινών.
Όσοι βλέπουν δυσκολίες σ’ αυτό το εγχείρημα λόγω της διαφορετικότητας ΠΑΣΟΚ και Ποταμιού σε επίπεδο πολιτικού προφίλ και εκλογικού κοινού, δεν αντιλαμβάνονται πως, αντίθετα, ακριβώς εδώ βρίσκεται η δυναμική του. Το ΠΑΣΟΚ είναι ισχυρό στις μεγάλες ηλικίες, το Ποτάμι στις πιο παραγωγικές. Το ΠΑΣΟΚ είναι ισχυρό στην περιφέρεια το Ποτάμι στα αστικά κέντρα. Αντίστοιχα, δε, ισχύουν και όσον αφορά τις κοινωνικές ομάδες που έλκουν το ένα και το άλλο κόμμα. Όσον αφορά το πολιτικό προφίλ το μεν ΠΑΣΟΚ εκπροσωπεί τη μεταπολιτευτική ιστορία του κεντροαριστερού χώρου ενώ το Ποτάμι την κριτική στάση προοδευτικών πολιτών απέναντί της. Ο συντονισμός και η συνεργασία τους, καθώς μάλιστα τμήματα της μεταρρυθμιστικής αριστεράς υπάρχουν ένθεν κακείθεν, μπορεί να οδηγήσει σε μια νέα σύνθεση, η οποία θα περιλαμβάνει έναν αναγκαίο κριτικό αναστοχασμό για τη μεταπολιτευτική πορεία. γειώνοντας, όμως, αυτή την αυτοκριτική στα βιώματα των πολιτών και την πραγματικότητα.
Εν ολίγοις, αυτός ο συντονισμός, η συνεργασία και –τελικά- η ενότητα μπορεί να οδηγήσει στη συγκρότηση μιας προοδευτικής μεταρρυθμιστικής παράταξης με μεγάλες φιλοδοξίες. Μιας παράταξης που θα διεκδικήσει την ηγεμονία του κεντροαριστερού χώρου ώστε μέσω αυτής να αποτελέσει τον έναν από τους δύο βασικούς πόλους του πολιτικού συστήματος. Μιας παράταξης, δηλαδή, η οποία χωρίς να παραβλέπει το εθνικό καθήκον της διάσωσης και ανόρθωσης της χώρας θα λειτουργήσει ευθέως ανταγωνιστικά με το ΣΥΡΙΖΑ.
Υπάρχει, βέβαια, και ο άλλος δρόμος της …μοναξιάς και της παράδοσης της πολιτικής πρωτοβουλίας και πάλι στον ΣΥΡΙΖΑ. Όσοι τον προκρίνουν θα πρέπει, βέβαια, να γνωρίζουν ένα επιπλέον ενδεχόμενο. Αυτή την περίοδο τα κοινοβουλευτικά προβλήματα φαίνεται πιθανότερο να προέλθουν από την πλευρά των ΑΝΕΛ παρά από το κόμμα Τσίπρα. Σ’ αυτή την περίπτωση θα αναζητηθεί άλλος/οι κυβερνητικός/οί εταίρος/οι. Ξέρουμε τις …υποψηφιότητες. Ελπίζω να αντιλαμβάνονται και οι υποψήφιοι εταίροι και …εταίρες τις δυσκολίες της κατά μόνας αντιμετώπισης αυτού του ενδεχομένου. Και να καταλαβαίνουν, επίσης, πως δε θα πρόκειται περί συνεργασίας αλλά κατ’ ουσίαν περί προσχώρησης.
Τους ελκύει αυτή η αδιέξοδη προοπτική; Ή μήπως προτιμούν να συμβάλλουν στην επανασυγκρότηση της προοδευτικής παράταξης. Στην πρώτη περίπτωση θα περάσουν στις υποσημειώσεις της ιστορίας. Στη δεύτερη, θα έχουν προφανώς καλύτερη τύχη.