Εκκλησία, κράτος, κοινωνία
Κώστας Καρακώτιας, Έθνος, Δημοσιευμένο: 2015-10-06
Πρόκειται μάλλον για το πιο σύντομο επεισόδιο ενός πολιτικού και πολιτισμικού πολέμου διαρκείας. Ο λόγος είναι βέβαια για τη διαμάχη που ξέσπασε σχετικά με τη δήλωση στο σχολείο των μαθητών που δεν επιθυμούν να παρακολουθήσουν το μάθημα των Θρησκευτικών. Προφανώς η υπουργός κ. Αναγνωστοπούλου έχει απόλυτο δίκιο όταν διακηρύσσει ότι δεν χρειάζεται η δήλωση όποιου δεν επιθυμεί να παρακολουθήσει τα Θρησκευτικά ότι δεν είναι χριστιανός ορθόδοξος. Είναι απαράδεκτο σε μια κοινωνία όπου προστατεύεται συνταγματικά η ανεξιθρησκία να απαιτούνται δηλώσεις θρησκευτικών φρονημάτων και δη των κρατούντων.
Η κυβέρνηση έπραξε κάκιστα που ανακάλεσε στην τάξη την υπουργό και παρέπεμψε στις ελληνικές καλένδες το υπαρκτό αυτό ζήτημα. Πολύ περισσότερο όταν ο συνήθως πράος και ευγενής Αρχιεπίσκοπος προέβη σε ανοίκειους και ασυνήθιστους χαρακτηρισμούς εις βάρος της κ. υπουργού. Η κυβέρνηση και ο ΣΥΡΙΖΑ βρίσκονται μάλλον σε μια διαδικασία προσαρμογής στην εγχώρια ιδιαίτερη διάρθρωση του συστήματος των πολλαπλών και ποικίλων εξουσιών.
Από όλη την υπόθεση όμως μένουν κάποια ζητήματα που πρέπει να διερευνηθούν. Κατ’ αρχάς εάν είναι χρήσιμο ένα μάθημα Θρησκευτικών. Σαφώς και είναι. Πρέπει όμως να είναι ιστορικό – κοινωνιολογικό με αντικείμενο τις σύγχρονες θρησκείες και με περισσότερο βάρος βέβαια στον χριστιανισμό. Η ιδιαίτερη αντιμετώπιση του χριστιανισμού προκρίνεται διότι είναι από τους πυλώνες της ευρωπαϊκής πολιτισμικής παράδοσης, ενώ στην εγχώρια εκδοχή του συνέβαλλε στη διαμόρφωση της νεοελληνικής ταυτότητας. Η ευθύνη ενός τέτοιου μαθήματος δεν ανήκει φυσικά στην Εκκλησία αλλά στους παιδαγωγικούς θεσμούς της πολιτείας. Στην Εκκλησία ανήκει η ευθύνη της χριστιανικής κατήχησης. Εδώ όμως ανακύπτει το ζήτημα της Εκκλησίας. Για πολλοστή φορά ανέδειξε τον φοβικό εαυτό της. Εντρομη μπροστά στις απαιτήσεις των καιρών καταφεύγει σε διάφορα τερτίπια γραφειοκρατικής καταναγκαστικής υφής για να συντηρήσει μια κεκτημένη κατάσταση και να διατηρήσει τη σχέση της με το δυνάμει ποίμνιό της.
Οι καιροί όμως άλλαξαν και αλλάζουν διαρκώς. Η Εκκλησία πρέπει να φύγει από τη θαλπωρή του κράτους και να ξανοιχτεί στην ποικιλοτρόπως χειμαζόμενη κοινωνία. Οι χρυσοποίκιλτοι βυζαντινισμοί, η εθνολαϊκή ρητορική και η τυπική διαχείριση εθιμικών θρησκευτικών μυστηρίων είναι πλέον αναχρονισμοί. Τα όσα όμως εμπεριέχονται στη χριστιανική ευαγγελική παράδοση, όπως η πανανθρώπινη οπτική, η αγάπη, η μετάνοια, η συγχώρεση, ο λιτός βίος, οι απαντήσεις σε μεταφυσικές αγωνίες, ο παρηγορητικός λόγος, η φροντίδα των φτωχών, των απόκληρων και των ξεριζωμένων, η διάκριση Καλού και Κακού, είναι ένα ικανό οπλοστάσιο για μια «μαχητική» παρέμβαση της Εκκλησίας στον στίβο των ιδεών και των κοινωνικών συμπεριφορών. Η Εκκλησία όμως επιλέγει σταθερά την ασφάλεια και τα δεσμά του Κράτους και όχι την αυτόνομη ηθική παρουσία της.
Η κυβέρνηση έπραξε κάκιστα που ανακάλεσε στην τάξη την υπουργό και παρέπεμψε στις ελληνικές καλένδες το υπαρκτό αυτό ζήτημα. Πολύ περισσότερο όταν ο συνήθως πράος και ευγενής Αρχιεπίσκοπος προέβη σε ανοίκειους και ασυνήθιστους χαρακτηρισμούς εις βάρος της κ. υπουργού. Η κυβέρνηση και ο ΣΥΡΙΖΑ βρίσκονται μάλλον σε μια διαδικασία προσαρμογής στην εγχώρια ιδιαίτερη διάρθρωση του συστήματος των πολλαπλών και ποικίλων εξουσιών.
Από όλη την υπόθεση όμως μένουν κάποια ζητήματα που πρέπει να διερευνηθούν. Κατ’ αρχάς εάν είναι χρήσιμο ένα μάθημα Θρησκευτικών. Σαφώς και είναι. Πρέπει όμως να είναι ιστορικό – κοινωνιολογικό με αντικείμενο τις σύγχρονες θρησκείες και με περισσότερο βάρος βέβαια στον χριστιανισμό. Η ιδιαίτερη αντιμετώπιση του χριστιανισμού προκρίνεται διότι είναι από τους πυλώνες της ευρωπαϊκής πολιτισμικής παράδοσης, ενώ στην εγχώρια εκδοχή του συνέβαλλε στη διαμόρφωση της νεοελληνικής ταυτότητας. Η ευθύνη ενός τέτοιου μαθήματος δεν ανήκει φυσικά στην Εκκλησία αλλά στους παιδαγωγικούς θεσμούς της πολιτείας. Στην Εκκλησία ανήκει η ευθύνη της χριστιανικής κατήχησης. Εδώ όμως ανακύπτει το ζήτημα της Εκκλησίας. Για πολλοστή φορά ανέδειξε τον φοβικό εαυτό της. Εντρομη μπροστά στις απαιτήσεις των καιρών καταφεύγει σε διάφορα τερτίπια γραφειοκρατικής καταναγκαστικής υφής για να συντηρήσει μια κεκτημένη κατάσταση και να διατηρήσει τη σχέση της με το δυνάμει ποίμνιό της.
Οι καιροί όμως άλλαξαν και αλλάζουν διαρκώς. Η Εκκλησία πρέπει να φύγει από τη θαλπωρή του κράτους και να ξανοιχτεί στην ποικιλοτρόπως χειμαζόμενη κοινωνία. Οι χρυσοποίκιλτοι βυζαντινισμοί, η εθνολαϊκή ρητορική και η τυπική διαχείριση εθιμικών θρησκευτικών μυστηρίων είναι πλέον αναχρονισμοί. Τα όσα όμως εμπεριέχονται στη χριστιανική ευαγγελική παράδοση, όπως η πανανθρώπινη οπτική, η αγάπη, η μετάνοια, η συγχώρεση, ο λιτός βίος, οι απαντήσεις σε μεταφυσικές αγωνίες, ο παρηγορητικός λόγος, η φροντίδα των φτωχών, των απόκληρων και των ξεριζωμένων, η διάκριση Καλού και Κακού, είναι ένα ικανό οπλοστάσιο για μια «μαχητική» παρέμβαση της Εκκλησίας στον στίβο των ιδεών και των κοινωνικών συμπεριφορών. Η Εκκλησία όμως επιλέγει σταθερά την ασφάλεια και τα δεσμά του Κράτους και όχι την αυτόνομη ηθική παρουσία της.