Δικομματισμός reloaded
Το πολιτικό σύστημα μετά την ηχηρή κατάρρευση του δίπολου «Mνημόνιο - Aντιμνημόνιο»
Παύλος Τσίμας, Τα Νέα, Δημοσιευμένο: 2016-01-30
Την Κυριακή στο γήπεδο, την Τρίτη στη Βουλή είδαμε πρόβες ενός έργου - ας το ονομάσουμε «δικομματισμός reloaded» - που δεν είναι, ακόμη, βέβαιο ότι θα δούμε και σε κανονική παράσταση.
Η ιστορία είναι γνωστή.
Η Ελλάδα της Μεταπολίτευσης έζησε κοντά τέσσερις δεκαετίες αδιατάρακτου (σχεδόν) πλειοψηφικού κοινοβουλευτισμού. Οι κυβερνήσεις της, από τον Νοέμβριο του 1974 ώς τον Νοέμβριο του 2011, μ’ ένα διάλειμμα δέκα μηνών, το 1989-90, ήταν αυστηρά και ισχυρά μονοκομματικές. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 - και ειδικότερα μετά τις εκλογές του 1977, όταν το ΠΑΣΟΚ υπερδιπλασίασε το ποσοστό του και ανεδείχθη σε αξιωματική αντιπολίτευση - το κομματικό σύστημα απέκτησε σταθερά δικομματικά χαρακτηριστικά, με δύο κόμματα να συγκεντρώνουν πάνω από το 80% των ψήφων σε δέκα διαδοχικές εκλογικές αναμετρήσεις. Κι έπειτα ήρθε η κρίση. Το 2009, το άθροισμα των ψήφων ΠΑΣΟΚ και ΝΔ κινήθηκε στο 77%. Επειτα από μόλις 31 μήνες, τον Μάιο του 2012, το άθροισμα αυτό είχε πέσει κάτω από το μισό. Ηταν 33% - ή 35% αν μετρήσουμε όχι το ποσοστό του τρίτου πια ΠΑΣΟΚ, αλλά το ποσοστό του δεύτερου ΣΥΡΙΖΑ.
Ο μεγάλος σεισμός του 2012 παρήγαγε έναν νέο τύπο πολιτικής ζωής. Πολιτικός κατακερματισμός, μεγάλη αποχή από τις κάλπες, αδυναμία συγκρότησης αυτοδύναμων πλειοψηφιών, ακόμη και με τον πιο πλειοψηφικό νόμο που είχαμε ποτέ. Και το ερώτημα ήταν αν αυτό θα είναι το μέλλον μας, αν ο πλειοψηφικός κοινοβουλευτισμός έχει δώσει τη θέση του σε έναν «κοινοβουλευτισμό της συγκυβέρνησης» - όπως τον βάφτισε ο Θανάσης Διαμαντόπουλος. Ή αν αυτή είναι μια μεταβατική περίοδος έως ότου ένας νέος διπολισμός αποκατασταθεί, με τον ΣΥΡΙΖΑ να παίρνει τη θέση που είχε το ΠΑΣΟΚ στην πολιτική γεωγραφία.
Το ερώτημα, από θεωρητικό και φιλολογικό, γίνεται τώρα πολιτικά επίκαιρο. Για τρεις, τουλάχιστον, λόγους.
n Ο ένας είναι προφανής: η διχοτομική γραμμή «μνημονιακοί - αντιμνημονιακοί», που διέρρηξε τον παραδοσιακό άξονα του κομματικού χάρτη, εξατμίστηκε με την ψήφιση από την πλειοψηφία ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ του πρώτου εφαρμοστικού νόμου τού, δικού τους, τρίτου Μνημονίου.
n Ο δεύτερος είναι ότι οι κινητοποιήσεις αυτών των ημερών κρύβουν μια βαθύτερη απειλή για την κυβέρνηση Τσίπρα. Οσο οι αντιδράσεις αγροτών και επαγγελματιών μοιάζουν να είναι συνέχεια των κινητοποιήσεων της εξαετίας της κρίσης, με παρόμοια ρητορική, στόχους και τρόπους δράσης, τόσο η κυβέρνηση, εξ αντανακλάσεως, θα αρχίζει να μοιάζει όχι ως μεγάλη ριζοσπαστική τομή, όπως έως τώρα προσλαμβανόταν ακόμη και από τους αντιπάλους της, αλλά ως γκρίζα συνέχεια των κυβερνήσεων που διαχειρίστηκαν την κρίση.
n Και ο τρίτος είναι ότι η ανάδειξη του Κυριάκου Μητσοτάκη στην ηγεσία της ΝΔ, απρόοπτη καθώς ήταν, δημιούργησε μια δυναμική που επιτρέπει στον Αλέξη Τσίπρα να δοκιμάσει την, ξεχασμένη από το 2009, ρητορική του πολωμένου δικομματισμού. Το είδαμε αυτές τις ημέρες.
Επιστρέφουμε λοιπόν στα γνώριμα πολιτικά ήθη, έστω και με νέους πρωταγωνιστές; Υπομονή. Η εξέλιξη θα εξαρτηθεί από πολλούς, απροσδιόριστους ακόμη, παράγοντες.
Πώς θα πολιτευθεί η ΝΔ του Μητσοτάκη; Θα διατηρήσει την αρχική της δυναμική και θα διευκολύνει την πόλωση; Θα αντισταθεί ο «ενδιάμεσος χώρος», θα επανεφεύρει πειστικά τον εαυτό του ή θα παραδοθεί στη μοίρα του και θα μοιραστεί στους δύο μεγαλύτερους πόλους; Θα αλλάξει ο εκλογικός νόμος; Και η αλλαγή θα ευνοήσει την επιστροφή σ’ έναν πλειοψηφικό κοινοβουλευτισμό ή θα αποδειχθεί ανεπίστροφη η τάση προς μια κατακερματισμένη αντιπροσώπευση και μιαν συναινετική και συγκυβερνητική δημοκρατία; Και ο ΣΥΡΙΖΑ - ερώτημα καίριο - θα καταφέρει να μεταβεί από τη συγκυριακή πολυσυλλεκτικότητα του αντιμνημονιακού λαϊκισμού προς τη μετατροπή του σε κάποια νέου τύπου αριστερή, αλλά συνεκτική, εκδοχή της σοσιαλδημοκρατίας, ώστε να επιβιώσει από τους κραδασμούς και τη φθορά της μνημονιακής διακυβέρνησης; Ή θα χαθεί, κάπου μεταξύ Πιτσιόρλα και Δρίτσα, στα μισά του δρόμου;
Και πάνω απ’ όλα, οι εξελίξεις στους κρίσιμους μήνες που έρχονται, με τόσα μέτωπα ανοιχτά, θα επιτρέψουν στα πολιτικά σχέδια να ευδοκιμήσουν; Ή θα επιβάλει η σκληρή πραγματικότητα ξανά τις δικές της, απρόβλεπτες λύσεις στην πολιτική σκηνή;
Η ιστορία είναι γνωστή.
Η Ελλάδα της Μεταπολίτευσης έζησε κοντά τέσσερις δεκαετίες αδιατάρακτου (σχεδόν) πλειοψηφικού κοινοβουλευτισμού. Οι κυβερνήσεις της, από τον Νοέμβριο του 1974 ώς τον Νοέμβριο του 2011, μ’ ένα διάλειμμα δέκα μηνών, το 1989-90, ήταν αυστηρά και ισχυρά μονοκομματικές. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 - και ειδικότερα μετά τις εκλογές του 1977, όταν το ΠΑΣΟΚ υπερδιπλασίασε το ποσοστό του και ανεδείχθη σε αξιωματική αντιπολίτευση - το κομματικό σύστημα απέκτησε σταθερά δικομματικά χαρακτηριστικά, με δύο κόμματα να συγκεντρώνουν πάνω από το 80% των ψήφων σε δέκα διαδοχικές εκλογικές αναμετρήσεις. Κι έπειτα ήρθε η κρίση. Το 2009, το άθροισμα των ψήφων ΠΑΣΟΚ και ΝΔ κινήθηκε στο 77%. Επειτα από μόλις 31 μήνες, τον Μάιο του 2012, το άθροισμα αυτό είχε πέσει κάτω από το μισό. Ηταν 33% - ή 35% αν μετρήσουμε όχι το ποσοστό του τρίτου πια ΠΑΣΟΚ, αλλά το ποσοστό του δεύτερου ΣΥΡΙΖΑ.
Ο μεγάλος σεισμός του 2012 παρήγαγε έναν νέο τύπο πολιτικής ζωής. Πολιτικός κατακερματισμός, μεγάλη αποχή από τις κάλπες, αδυναμία συγκρότησης αυτοδύναμων πλειοψηφιών, ακόμη και με τον πιο πλειοψηφικό νόμο που είχαμε ποτέ. Και το ερώτημα ήταν αν αυτό θα είναι το μέλλον μας, αν ο πλειοψηφικός κοινοβουλευτισμός έχει δώσει τη θέση του σε έναν «κοινοβουλευτισμό της συγκυβέρνησης» - όπως τον βάφτισε ο Θανάσης Διαμαντόπουλος. Ή αν αυτή είναι μια μεταβατική περίοδος έως ότου ένας νέος διπολισμός αποκατασταθεί, με τον ΣΥΡΙΖΑ να παίρνει τη θέση που είχε το ΠΑΣΟΚ στην πολιτική γεωγραφία.
Το ερώτημα, από θεωρητικό και φιλολογικό, γίνεται τώρα πολιτικά επίκαιρο. Για τρεις, τουλάχιστον, λόγους.
n Ο ένας είναι προφανής: η διχοτομική γραμμή «μνημονιακοί - αντιμνημονιακοί», που διέρρηξε τον παραδοσιακό άξονα του κομματικού χάρτη, εξατμίστηκε με την ψήφιση από την πλειοψηφία ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ του πρώτου εφαρμοστικού νόμου τού, δικού τους, τρίτου Μνημονίου.
n Ο δεύτερος είναι ότι οι κινητοποιήσεις αυτών των ημερών κρύβουν μια βαθύτερη απειλή για την κυβέρνηση Τσίπρα. Οσο οι αντιδράσεις αγροτών και επαγγελματιών μοιάζουν να είναι συνέχεια των κινητοποιήσεων της εξαετίας της κρίσης, με παρόμοια ρητορική, στόχους και τρόπους δράσης, τόσο η κυβέρνηση, εξ αντανακλάσεως, θα αρχίζει να μοιάζει όχι ως μεγάλη ριζοσπαστική τομή, όπως έως τώρα προσλαμβανόταν ακόμη και από τους αντιπάλους της, αλλά ως γκρίζα συνέχεια των κυβερνήσεων που διαχειρίστηκαν την κρίση.
n Και ο τρίτος είναι ότι η ανάδειξη του Κυριάκου Μητσοτάκη στην ηγεσία της ΝΔ, απρόοπτη καθώς ήταν, δημιούργησε μια δυναμική που επιτρέπει στον Αλέξη Τσίπρα να δοκιμάσει την, ξεχασμένη από το 2009, ρητορική του πολωμένου δικομματισμού. Το είδαμε αυτές τις ημέρες.
Επιστρέφουμε λοιπόν στα γνώριμα πολιτικά ήθη, έστω και με νέους πρωταγωνιστές; Υπομονή. Η εξέλιξη θα εξαρτηθεί από πολλούς, απροσδιόριστους ακόμη, παράγοντες.
Πώς θα πολιτευθεί η ΝΔ του Μητσοτάκη; Θα διατηρήσει την αρχική της δυναμική και θα διευκολύνει την πόλωση; Θα αντισταθεί ο «ενδιάμεσος χώρος», θα επανεφεύρει πειστικά τον εαυτό του ή θα παραδοθεί στη μοίρα του και θα μοιραστεί στους δύο μεγαλύτερους πόλους; Θα αλλάξει ο εκλογικός νόμος; Και η αλλαγή θα ευνοήσει την επιστροφή σ’ έναν πλειοψηφικό κοινοβουλευτισμό ή θα αποδειχθεί ανεπίστροφη η τάση προς μια κατακερματισμένη αντιπροσώπευση και μιαν συναινετική και συγκυβερνητική δημοκρατία; Και ο ΣΥΡΙΖΑ - ερώτημα καίριο - θα καταφέρει να μεταβεί από τη συγκυριακή πολυσυλλεκτικότητα του αντιμνημονιακού λαϊκισμού προς τη μετατροπή του σε κάποια νέου τύπου αριστερή, αλλά συνεκτική, εκδοχή της σοσιαλδημοκρατίας, ώστε να επιβιώσει από τους κραδασμούς και τη φθορά της μνημονιακής διακυβέρνησης; Ή θα χαθεί, κάπου μεταξύ Πιτσιόρλα και Δρίτσα, στα μισά του δρόμου;
Και πάνω απ’ όλα, οι εξελίξεις στους κρίσιμους μήνες που έρχονται, με τόσα μέτωπα ανοιχτά, θα επιτρέψουν στα πολιτικά σχέδια να ευδοκιμήσουν; Ή θα επιβάλει η σκληρή πραγματικότητα ξανά τις δικές της, απρόβλεπτες λύσεις στην πολιτική σκηνή;