Σαν χριστουγεννιάτικη ιστορία
Διονύσης Γουσέτης, Αυγή, Δημοσιευμένο: 2005-12-23
Η Τατιάνα Γ., 32 ετών, κατέθεσε τα ακόλουθα σε δικαστήριο της Δυτικής Σιβηρίας:
«Στις 11:30 μ.μ. στις 3 Οκτωβρίου 2002, ο σύζυγός μου ‘Σεργκέι’ (ψευδώνυμο) έφτασε σπίτι μαζί με το φίλο του ‘Αντρέι’ (ψευδώνυμο) που μόλις είχε σχολάσει από τη βάρδια του στο αστυνομικό τμήμα. Η κόρη μου είχε ήδη αποκοιμηθεί, αλλά εμένα δε μ’ έπαιρνε ο ύπνος εκείνη τη νύχτα. Με κρατούσαν άγρυπνη οι φωνές του Σεργκέι και του Αντρέι στην κουζίνα. Προσπαθούσαν να τηλεφωνήσουν κάπου. Λίγο αργότερα, ένα ταξί σταμάτησε έξω από το σπίτι μας, ο Σεργκέι και ο Αντρέι βγήκαν έξω. Από το παράθυρο του υπνοδωματίου τους είδα να υπογράφουν κάτι και να δίνουν χρήματα σε κάποιον. Ξαναμπήκαν στο σπίτι, αλλά μαζί τους μπήκε και ένα κορίτσι. Βγήκα στο διάδρομο και ρώτησα το κορίτσι ποια ήταν. Απάντησε ότι την είχαν καλέσει και είχε έρθει για να ‘ικανοποιήσει’ τους δύο άντρες. Της ευχήθηκα καλή τύχη. Εκείνη, αμήχανη, μου απάντησε ότι μπορούσε να φύγει και κάλεσε την εταιρία της. Αφού έφυγε, ο Σεργκέι μπήκε έξω φρενών στο δωμάτιό μου, με τράβηξε έξω απ’ το κρεβάτι μου και με έσυρε στην κουζίνα. Εκεί μου στραμπούλιξε τα χέρια και με έσπρωξε. Έπεσα κάτω. Αυτός άρχισε να χτυπά το κεφάλι μου στο πάτωμα. Έλεγε ότι ήταν ο ‘τσάρος και ο δυνάστης’ και ότι έπρεπε να κάνω ό,τι μου λέει. Με ανάγκασε να επαναλάβω τα λόγια του και συνέχιζε να μου στρίβει τα χέρια μέχρι να απαντήσω. Τον ρώτησα ‘θες να με σκοτώσεις;’ και απάντησε: ‘Θα σε κάνω να θες να αυτοκτονήσεις. Σου χρειάζεται να σε δέρνουν και να σε δέρνουν αλύπητα. Είσαι ένα κομμάτι κρέας. Αν σε σκοτώσω, κανείς δε θα με τιμωρήσει’».
Σύμφωνα με πληροφορίες της Διεθνούς Αμνηστίας, αν και ήταν παρών ο Αντρέι, δεν επενέβη όταν ο Σεργκέι χτυπούσε την Τατιάνα. Σε μια στιγμή, ο Σεργκέι άρπαξε έναν ξύλινο μπαλτά για να τη χτυπήσει μ’ αυτόν. Ο Αντρέι αρκέστηκε να πει: «αυτό είναι σκεύος κουζίνας και μοναχά οι γυναίκες πολεμάνε μ’ αυτά. Οι άντρες πολεμάνε μόνο με τις γροθιές τους». Ο Σεργκέι τότε άρχισε να τη χτυπά δυνατά στο πρόσωπο με τις γροθιές του. Η Τατιάνα δηλώνει:
«Ο Αντρέι δε με υπερασπίστηκε. Ήταν εκεί μέχρι το τέλος και ποτέ δεν είχα φανταστεί ότι κάποιος που δουλεύει ως αστυνομικός θα μπορούσε να συμπεριφερθεί με τέτοια βαρβαρότητα».
Πέντε μέρες αργότερα, στις 8 Οκτωβρίου, η κακοποίηση που υπέστη η Τατιάνα έδειξε τα αποτελέσματά της: η κατάσταση της υγείας της επιδεινώθηκε. Πήγε στην αστυνομία για να αναφέρει την υπόθεσή της. Ο αστυνομικός την έστειλε στο νοσοκομείο για ιατροδικαστική εξέταση. Μετά την εξέταση, το νοσοκομείο αρνήθηκε να τη δεχτεί, υποστηρίζοντας ότι δεν υπήρχαν διαθέσιμα κρεβάτια. Της συνέστησαν να μείνει σπίτι και να επισκεφθεί ένα νευρολόγο, πράγμα που έκανε την επομένη. Όμως, τα τραύματα από το ξυλοκόπημα ήταν βαριά. Η κατάσταση της υγείας της συνέχισε να επιδεινώνεται. Μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο ξανά στις 11 Οκτωβρίου και νοσηλεύτηκε μέχρι τις 25 Οκτωβρίου.
Ο αστυνομικός που έστειλε την Τατιάνα για ιατροδικαστική εξέταση, υποτίθεται πως θα περίμενε τα αποτελέσματα και μετά θα έστελνε το φάκελο της υπόθεσης στα δικαστήρια. Αντί γι’ αυτό, έστειλε το φάκελο κατ’ ευθείαν στο δικαστήριο, αφού πλαστογράφησε την υπογραφή της Τατιάνα σε ένα κείμενο που αναφέρει ότι αρνείται να υποβληθεί σε ιατροδικαστική εξέταση. Ο δικαστής δεν έμαθε ότι η Τατιάνα νοσηλευόταν. Όταν η Τατιάνα επέστρεψε στο σπίτι της μετά τη νοσηλεία της, βρήκε μια ειδοποίηση ότι η δίκη είχε ήδη αρχίσει όσο η ίδια βρισκόταν στο νοσοκομείο, παρ’ όλο που οι διάδικοι υποτίθεται ότι πρέπει να λαμβάνουν αυτοπροσώπως αυτές τις ειδοποιήσεις και να υπογράφουν το ειδοποιητήριο. Στο δικαστήριο, ο δικαστής ανέβαλε την εκδίκαση της υπόθεσης της Τατιάνας, επειδή το έντυπο υποβολής της μήνυσης είχε συμπληρωθεί λανθασμένα. Δέκα μέρες μετά και ενώ η Τατιάνα βρισκόταν ακόμα στο νοσοκομείο, ο δικαστής αποφάσισε να κλείσει την υπόθεση, αφού είχε παρέλθει η προθεσμία για την υποβολή διορθωμένης μήνυσης.
Μετά από όλα αυτά τα συμβάντα, η Τατιάνα, με τη βοήθεια ενός τοπικού «κέντρου επίλυσης συγκρούσεων», έγραψε στο δικαστήριο εξηγώντας τους λόγους που την εμπόδισαν να παραστεί. Επίσης υπέβαλε καταγγελία στο τοπικό αστυνομικό τμήμα για τη συμπεριφορά του αστυνομικού.
Περιμένει και φέτος το πνεύμα των Χριστουγέννων να παρέμβει ώστε να λάβει τα αποτελέσματα της ιατροδικαστικής εξέτασης και η υπόθεσή της να δικαστεί κανονικά.
«Στις 11:30 μ.μ. στις 3 Οκτωβρίου 2002, ο σύζυγός μου ‘Σεργκέι’ (ψευδώνυμο) έφτασε σπίτι μαζί με το φίλο του ‘Αντρέι’ (ψευδώνυμο) που μόλις είχε σχολάσει από τη βάρδια του στο αστυνομικό τμήμα. Η κόρη μου είχε ήδη αποκοιμηθεί, αλλά εμένα δε μ’ έπαιρνε ο ύπνος εκείνη τη νύχτα. Με κρατούσαν άγρυπνη οι φωνές του Σεργκέι και του Αντρέι στην κουζίνα. Προσπαθούσαν να τηλεφωνήσουν κάπου. Λίγο αργότερα, ένα ταξί σταμάτησε έξω από το σπίτι μας, ο Σεργκέι και ο Αντρέι βγήκαν έξω. Από το παράθυρο του υπνοδωματίου τους είδα να υπογράφουν κάτι και να δίνουν χρήματα σε κάποιον. Ξαναμπήκαν στο σπίτι, αλλά μαζί τους μπήκε και ένα κορίτσι. Βγήκα στο διάδρομο και ρώτησα το κορίτσι ποια ήταν. Απάντησε ότι την είχαν καλέσει και είχε έρθει για να ‘ικανοποιήσει’ τους δύο άντρες. Της ευχήθηκα καλή τύχη. Εκείνη, αμήχανη, μου απάντησε ότι μπορούσε να φύγει και κάλεσε την εταιρία της. Αφού έφυγε, ο Σεργκέι μπήκε έξω φρενών στο δωμάτιό μου, με τράβηξε έξω απ’ το κρεβάτι μου και με έσυρε στην κουζίνα. Εκεί μου στραμπούλιξε τα χέρια και με έσπρωξε. Έπεσα κάτω. Αυτός άρχισε να χτυπά το κεφάλι μου στο πάτωμα. Έλεγε ότι ήταν ο ‘τσάρος και ο δυνάστης’ και ότι έπρεπε να κάνω ό,τι μου λέει. Με ανάγκασε να επαναλάβω τα λόγια του και συνέχιζε να μου στρίβει τα χέρια μέχρι να απαντήσω. Τον ρώτησα ‘θες να με σκοτώσεις;’ και απάντησε: ‘Θα σε κάνω να θες να αυτοκτονήσεις. Σου χρειάζεται να σε δέρνουν και να σε δέρνουν αλύπητα. Είσαι ένα κομμάτι κρέας. Αν σε σκοτώσω, κανείς δε θα με τιμωρήσει’».
Σύμφωνα με πληροφορίες της Διεθνούς Αμνηστίας, αν και ήταν παρών ο Αντρέι, δεν επενέβη όταν ο Σεργκέι χτυπούσε την Τατιάνα. Σε μια στιγμή, ο Σεργκέι άρπαξε έναν ξύλινο μπαλτά για να τη χτυπήσει μ’ αυτόν. Ο Αντρέι αρκέστηκε να πει: «αυτό είναι σκεύος κουζίνας και μοναχά οι γυναίκες πολεμάνε μ’ αυτά. Οι άντρες πολεμάνε μόνο με τις γροθιές τους». Ο Σεργκέι τότε άρχισε να τη χτυπά δυνατά στο πρόσωπο με τις γροθιές του. Η Τατιάνα δηλώνει:
«Ο Αντρέι δε με υπερασπίστηκε. Ήταν εκεί μέχρι το τέλος και ποτέ δεν είχα φανταστεί ότι κάποιος που δουλεύει ως αστυνομικός θα μπορούσε να συμπεριφερθεί με τέτοια βαρβαρότητα».
Πέντε μέρες αργότερα, στις 8 Οκτωβρίου, η κακοποίηση που υπέστη η Τατιάνα έδειξε τα αποτελέσματά της: η κατάσταση της υγείας της επιδεινώθηκε. Πήγε στην αστυνομία για να αναφέρει την υπόθεσή της. Ο αστυνομικός την έστειλε στο νοσοκομείο για ιατροδικαστική εξέταση. Μετά την εξέταση, το νοσοκομείο αρνήθηκε να τη δεχτεί, υποστηρίζοντας ότι δεν υπήρχαν διαθέσιμα κρεβάτια. Της συνέστησαν να μείνει σπίτι και να επισκεφθεί ένα νευρολόγο, πράγμα που έκανε την επομένη. Όμως, τα τραύματα από το ξυλοκόπημα ήταν βαριά. Η κατάσταση της υγείας της συνέχισε να επιδεινώνεται. Μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο ξανά στις 11 Οκτωβρίου και νοσηλεύτηκε μέχρι τις 25 Οκτωβρίου.
Ο αστυνομικός που έστειλε την Τατιάνα για ιατροδικαστική εξέταση, υποτίθεται πως θα περίμενε τα αποτελέσματα και μετά θα έστελνε το φάκελο της υπόθεσης στα δικαστήρια. Αντί γι’ αυτό, έστειλε το φάκελο κατ’ ευθείαν στο δικαστήριο, αφού πλαστογράφησε την υπογραφή της Τατιάνα σε ένα κείμενο που αναφέρει ότι αρνείται να υποβληθεί σε ιατροδικαστική εξέταση. Ο δικαστής δεν έμαθε ότι η Τατιάνα νοσηλευόταν. Όταν η Τατιάνα επέστρεψε στο σπίτι της μετά τη νοσηλεία της, βρήκε μια ειδοποίηση ότι η δίκη είχε ήδη αρχίσει όσο η ίδια βρισκόταν στο νοσοκομείο, παρ’ όλο που οι διάδικοι υποτίθεται ότι πρέπει να λαμβάνουν αυτοπροσώπως αυτές τις ειδοποιήσεις και να υπογράφουν το ειδοποιητήριο. Στο δικαστήριο, ο δικαστής ανέβαλε την εκδίκαση της υπόθεσης της Τατιάνας, επειδή το έντυπο υποβολής της μήνυσης είχε συμπληρωθεί λανθασμένα. Δέκα μέρες μετά και ενώ η Τατιάνα βρισκόταν ακόμα στο νοσοκομείο, ο δικαστής αποφάσισε να κλείσει την υπόθεση, αφού είχε παρέλθει η προθεσμία για την υποβολή διορθωμένης μήνυσης.
Μετά από όλα αυτά τα συμβάντα, η Τατιάνα, με τη βοήθεια ενός τοπικού «κέντρου επίλυσης συγκρούσεων», έγραψε στο δικαστήριο εξηγώντας τους λόγους που την εμπόδισαν να παραστεί. Επίσης υπέβαλε καταγγελία στο τοπικό αστυνομικό τμήμα για τη συμπεριφορά του αστυνομικού.
Περιμένει και φέτος το πνεύμα των Χριστουγέννων να παρέμβει ώστε να λάβει τα αποτελέσματα της ιατροδικαστικής εξέτασης και η υπόθεσή της να δικαστεί κανονικά.