Η αυτοκτονία της Βενεζουέλας
Joel Hirst, https://joelhirst.wordpress.com/ www.badiera.gr, Δημοσιευμένο: 2016-04-27
Ποτέ δεν περίμενα να γίνω μάρτυρας της αργής αυτοκτονίας μιας χώρας, ενός πολιτισμού. Υποθέτω ότι κανείς δεν το περιμένει.
Και να σας πω κάτι, δεν υπάρχει τίποτα το επικό σ’ αυτό. Εμείς που έχουμε το προνόμιο να ταξιδεύουμε συχνά, βλέπουμε τα ερείπια της αρχαίας Ελλάδας, τον Παρθενώνα λουσμένο με μπλε και πράσινα φώτα, την Ακρόπολη, το Κολοσσαίο στη Ρώμη, περπατάμε στα σκονισμένα σοκάκια του Τιμπουκτού και χαζεύουμε τα παλιά τζαμιά από λάσπη, σκεπτόμενοι τις εποχές που αυτοί οι τόποι είχαν ενέργεια και λόγο ύπαρξης. Δεν είναι λυπηρές σκέψεις αυτές για τους τουρίστες. Ο χρόνος έχει σκεπάσει την καταστροφή, τώρα το μόνο που απομένει είναι μεγάλα παλιά κτίρια που αφηγούνται μια ιστορία, για όταν οι τόποι αυτοί ήταν ζωντανοί − όχι για το πώς εξαφανίστηκαν ήσυχα. «Δεν υπήρχε λόγος, όντως» λέει ο ένας στον άλλο καθώς αποβιβαζόμαστε από τα κλιματιζόμενα λεωφορεία μας. «Αυτά τα πράγματα συμβαίνουν έτσι απλά. Τίποτα δεν διαρκεί για πάντα και κανείς δεν φταίει. Έτσι λειτουργεί ο κόσμος» λέμε με ένα πλαστικό ποτήρι κρασί στο χέρι. Ο χρόνος περνάει σιγά-σιγά, διαβρώνοντας τα θεμέλια ενός πολιτισμού, μέχρι αυτός να καταρρεύσει – τουλάχιστον αυτό λέμε για να παρηγορήσουμε τον εαυτό μας. «Δεν υπάρχει τίποτα που μπορούμε να κάνουμε. Αυτά τα πράγματα δεν μπορούν να σταματήσουν. Απλώς γίνονται».
Αυτό θα λένε σε εκατό ή σε χίλια χρόνια για το Καράκας στη Βενεζουέλα. Ή το Μαρακέι, ή τη Βαλένσια, ή το Μαρακαΐμπο. Αυτές τις μεγάλες πνιγηρές νοτιοαμερικανικές πόλεις με τα εμπορικά κέντρα και τους σούπερ αυτοκινητόδρομους, τους ουρανοξύστες και τα τεράστια γήπεδα. Όταν οι αρχαιολόγοι του μέλλοντος βουτήξουν στα νερά της Καραϊβικής, θα βρουν τα ναυάγια από τα βυθισμένα πλοία και θα τα τοποθετήσουν στη θέση τους σε φουτουριστικά μουσεία – απόδείξεις για το ότι αυτός ο τόπος είχε κάποτε φιλοξενήσει έναν πολιτισμό. Ερείπια από μεγάλα εμπορικά κέντρα γεμάτα με νερό και κροκόδειλους –ίσως τα αρχαία ανακόντα να έχουν επανακαταλάβει τις κοιλάδες τους, ίσως οι γιγάντιοι αρουραίοι που περιφέρονται στις πεδιάδες, να έχουν κάνει φωλιές τους τα άλλοτε πλούσια σπίτια των ολιγαρχών– καλύπτοντας τα πλακάκια και τα μάρμαρα με τα περιττώματά τους. «Δεν θα μπορούσε να έχει γίνει τίποτα» οι τουρίστες του μέλλοντος θα πουν. «Η χώρα παρήκμασε και εξαφανίστηκε – έτσι γίνεται»
Οι τουρίστες κάνουμε λάθος.
Το ξέρω, γιατί έχω παρακολουθήσει την αυτοκτονία ενός έθνους και ξέρω πώς συμβαίνει. Η Βενεζουέλα, αργά και εντελώς δημόσια πεθαίνει, μια πράξη που διαρκεί πάνω από δεκαπέντε χρόνια. Το να παρακολουθείς μια χώρα να αυτοκτονεί, δεν είναι κάτι που συμβαίνει συχνά. Κάποιος που δεν ξέρει, θα υποθέσει ότι είναι κάτι γρήγορο και βίαιο και εντυπωσιακό – όπως η γενοκτονία της Ρουάντα ή ο Βεζούβιος που σκέπασε την Πομπηία. Θα περίμενε να δει απανθρακωμένα πτώματα μητέρων γαντζωμένα προστατευτικά στα παιδιά τους, ή έστω τις σχετικές φωτογραφίες. Αλλά αυτές δεν είναι οι περιπτώσεις που προκαλούν εθνική αυτοκτονία. Μετά από τέτοια γεγονότα οι χώρες συνέρχονται – οι άνθρωποι αναρρώνουν. Ξαναχτίζουν, συμφιλιώνονται. Συγχωρούν.
Όχι, η εθνική αυτοκτονία είναι μια πολύ μεγαλύτερη διαδικασία – δεν είναι προϊόν μιας στιγμής. Αλλά συμβαίνει όταν μια κακή ιδέα έρχεται πάνω σε άλλη και πάνω σε άλλη κι άλλη κι άλλη κι άλλη και τα γρανάζια που κινούν τη χώρα αρχίζουν να γυρνούν πιο αργά και πιο αργά και η σκουριά αρχίζει να σκεπάζει τις κάποτε γυαλιστερές επιφάνειές τους. Επανάσταση – ψυχρή και οργισμένη. Μίσος, ως πολιτική στρατηγική. Νόμοι, που χρησιμοποιούνται για να διαιρούν και να εξουσιάζουν. Κανονισμοί φτιαγμένοι για να τιμωρούν. Εκλογές που χρησιμοποιούνται για να εδραιωθεί η δικτατορία. Η διαφθορά αφαιρεί το αίμα της χώρας σταγόνα σταγόνα, γεμίζοντας τους κουβάδες μιας διαδοχικής σειράς γραφειοκρατών, πριν αυτοί καταστραφούν, μόνο και μόνο για να αντικατασταθούν από άλλους ξανά και ξανά. Αυτό είναι το αξιοσημείωτο, για μένα, σχετικά με τη Βενεζουέλα.
Προς υπεράσπισή μου –όσο αδύναμη και αν είναι αυτή– προσπάθησα να παλέψω την αυτοκτονία της χώρας, συνεχώς, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Υποθέτω ότι εξακολουθώ να το κάνω, χρησιμοποιώντας το γράψιμό μου ως τελευταία γραμμή άμυνας. Αλλά όπως η Dagny Taggert, ανακάλυψα ότι δεν υπήρχε τίποτα για να αντιπαρατεθώ – ήταν όλα ένα κολλώδες χάος δυσαρέσκειας και δικαιολογιών. «Δεν πρέπει να το κάνετε αυτό» είπα. Και ξανά: «ο νόμος δεν θα λειτουργήσει» και «αυτές οι εκλογές δεν θα φέρουν καμία ελευθερία» κι επίσης, «αυτά που σχεδιάζετε δεν θα φέρουν ευημερία – και η μόνη ισότητα που θα πετύχετε θα είναι στην ουρά για ψωμί». Και δεν ήμουν μόνος, μια στρατιά άνθρωποι, πιο έξυπνοι από μένα, επεσήμαιναν δημόσια, σε έντυπα και φόρουμ συζητήσεων, στις τηλεοράσεις, σε συναντήσεις της κοινότητας και σε πολιτικές εκστρατείες, ότι το αποτέλεσμα θα είναι μόνο συλλογική εθνική αυτοκτονία. Κανείς δεν άκουγε.
Γι’ αυτό και έφυγα. Βοήθησα στην Ουγκάντα την ανάκαμψη μετά από 25 χρόνια εμφυλίου πολέμου – να αδειάσουν τα στρατόπεδα και να αρχίσουν οι άνθρωποι να ζουν και πάλι. Βοήθησα να επιστρέψει η δημοκρατία στο Μάλι, και να εδραίωθεί μια εθνική ειρηνευτική διαδικασία. Έγραψα τρία μυθιστορήματα. Μετακόμισα, και ξαναμετακόμισα, και μετακόμισα ξανά. Αγάπησα τη γυναίκα μου, πήγαμε διακοπές. Επισκεφθήκαμε το Μαρακές και το Κάιρο, τη Ζανζιβάρη και την Πορτογαλία και το Γκραντ Κάνυον. Κάναμε χειρουργικές επεμβάσεις. Κάναμε ένα γιο. Διδάξαμε το γιο μας να κάθεται, να μπουσουλάει, να περπατάει και να τρέχει, να τραγουδάει, να ουρλιάζει και να λέει λέξεις όπως «χλωροφύλλη» και «φωτοσύνθεση». Έμαθε τους πλανήτες έναν προς ένα, έμαθε να γράφει το όνομά του.
Όλο αυτό το διάστημα, η βασανιστικά αργή αυτοκτονία συνεχίστηκε.
Και πάντα, νωρίς το πρωί με τον καφέ, ανοίγω τον υπολογιστή μου να καταγράψω, έστω και μόνο για τον εαυτό μου, το επόμενο κομμάτι της μεγάλης, τραγικής αυτοκτονίας της Βενεζουέλας. Μιλάω με τους φίλους μου, οι οποίοι συνεχίζουν να προσπαθούν να εξηγήσουν στους ανόητους γιατί η δυστυχία τους είναι άμεσο αποτέλεσμα μιας κακής ιδέας βασίσμένης σε μια προηγούμενη κακή ιδέα, σ’ ένα μεγάλο οικοδόμημα ανοησίας. Καλοί άνθρωποι, κολλημένοι σε μια συζήτηση δύο δεκαετιών από την οποία δεν υπάρχει διαφυγή. Κάνω σιωπηλές προσευχές για τους επόμενους στη μακρά σειρά των πολιτικών κρατουμένων. Κοιτάζω τις φωτογραφίες των τόπων που ήξερα – παραλίες που πήγαινα και εστιατόρια που σύχναζα. Είναι σκεπασμένα με σκουπίδια ή έχουν καρφωμένα πορτοπαράθυρα και βρωμάνε. Βλέπω τα βίντεο από τη νυχτερινή λεηλασία των σούπερ μάρκετ που είχαν την τύχη να έχουν κάτι στα ράφια τους.
Απόψε δεν υπάρχουν φώτα. Όπως και η Νέα Υόρκη στο «Ο Άτλας Επαναστάτησε» της Ayn Rand, τα μάτια της χώρας έχουν βγει για να ταΐσουν τους πεινασμένους ζητιάνους σε εγκαταλελειμμένα κτίρια που έχουν καταλάβει και κάποτε ήταν πολυτελή διαμερίσματα. Κατηγορούν τον καιρό –η κυβέρνηση το κάνει– όπως οι σαμάνοι των παλιών φυλών που έκαναν θυσίες στους θεούς, με την ελπίδα μιας παρέμβασης. Ούτε φαγητό υπάρχει, λένε στους ανθρώπους να κάνουν υπομονή, να μεγαλώνουν κοτόπουλα στις βεράντες των άλλοτε αστραφτερών διαμερισμάτων τους. Δεν υπάρχει νερό – και κάνουν μαθήματα στην κρατική τηλεόραση για το πώς να πλένεσαι με ένα φλιτζάνι νερό. Τα χρήματα είναι άχρηστα, οι άνθρωποι πληρώνουν με πατάτες, αν μπορούν να βρουν. Οι γιατροί χειρουργούν με το φως των κινητών τους, όταν υπάρχει αρκετό ρεύμα για να τα φορτίσουν. Χωρίς αναισθητικό φυσικά, ή αντιβιοτικά, όπως τις ημέρες πριν την έλευση της σύγχρονης ιατρικής. Οι τηλεφωνικές υπηρεσίες έχουν κοπεί – σύντομα και το internet και ένα συνολικό σκοτάδι θα πέσει πάνω από μια άγρια χώρα.
Ο μαραθώνιος της καταστροφής έχει σχεδόν τελειώσει, η ψυχή του έθνους έχει σχεδόν εξαφανιστεί. Όχι, δεν υπάρχει τίποτα ηρωικό ή επικό σ’ αυτό. Τα ερείπια, την ώρα που δημιουργούνται, είναι θλιβερή υπόθεση και στερούνται του παρήγορου μανδύα του χρόνου που δίνει μυστήριο και την αίσθηση του αναπόφευκτου. Και το να το παρακολουθώ, για μένα, είναι μία από τις μεγάλες τραγωδίες της ζωής.
Και να σας πω κάτι, δεν υπάρχει τίποτα το επικό σ’ αυτό. Εμείς που έχουμε το προνόμιο να ταξιδεύουμε συχνά, βλέπουμε τα ερείπια της αρχαίας Ελλάδας, τον Παρθενώνα λουσμένο με μπλε και πράσινα φώτα, την Ακρόπολη, το Κολοσσαίο στη Ρώμη, περπατάμε στα σκονισμένα σοκάκια του Τιμπουκτού και χαζεύουμε τα παλιά τζαμιά από λάσπη, σκεπτόμενοι τις εποχές που αυτοί οι τόποι είχαν ενέργεια και λόγο ύπαρξης. Δεν είναι λυπηρές σκέψεις αυτές για τους τουρίστες. Ο χρόνος έχει σκεπάσει την καταστροφή, τώρα το μόνο που απομένει είναι μεγάλα παλιά κτίρια που αφηγούνται μια ιστορία, για όταν οι τόποι αυτοί ήταν ζωντανοί − όχι για το πώς εξαφανίστηκαν ήσυχα. «Δεν υπήρχε λόγος, όντως» λέει ο ένας στον άλλο καθώς αποβιβαζόμαστε από τα κλιματιζόμενα λεωφορεία μας. «Αυτά τα πράγματα συμβαίνουν έτσι απλά. Τίποτα δεν διαρκεί για πάντα και κανείς δεν φταίει. Έτσι λειτουργεί ο κόσμος» λέμε με ένα πλαστικό ποτήρι κρασί στο χέρι. Ο χρόνος περνάει σιγά-σιγά, διαβρώνοντας τα θεμέλια ενός πολιτισμού, μέχρι αυτός να καταρρεύσει – τουλάχιστον αυτό λέμε για να παρηγορήσουμε τον εαυτό μας. «Δεν υπάρχει τίποτα που μπορούμε να κάνουμε. Αυτά τα πράγματα δεν μπορούν να σταματήσουν. Απλώς γίνονται».
Αυτό θα λένε σε εκατό ή σε χίλια χρόνια για το Καράκας στη Βενεζουέλα. Ή το Μαρακέι, ή τη Βαλένσια, ή το Μαρακαΐμπο. Αυτές τις μεγάλες πνιγηρές νοτιοαμερικανικές πόλεις με τα εμπορικά κέντρα και τους σούπερ αυτοκινητόδρομους, τους ουρανοξύστες και τα τεράστια γήπεδα. Όταν οι αρχαιολόγοι του μέλλοντος βουτήξουν στα νερά της Καραϊβικής, θα βρουν τα ναυάγια από τα βυθισμένα πλοία και θα τα τοποθετήσουν στη θέση τους σε φουτουριστικά μουσεία – απόδείξεις για το ότι αυτός ο τόπος είχε κάποτε φιλοξενήσει έναν πολιτισμό. Ερείπια από μεγάλα εμπορικά κέντρα γεμάτα με νερό και κροκόδειλους –ίσως τα αρχαία ανακόντα να έχουν επανακαταλάβει τις κοιλάδες τους, ίσως οι γιγάντιοι αρουραίοι που περιφέρονται στις πεδιάδες, να έχουν κάνει φωλιές τους τα άλλοτε πλούσια σπίτια των ολιγαρχών– καλύπτοντας τα πλακάκια και τα μάρμαρα με τα περιττώματά τους. «Δεν θα μπορούσε να έχει γίνει τίποτα» οι τουρίστες του μέλλοντος θα πουν. «Η χώρα παρήκμασε και εξαφανίστηκε – έτσι γίνεται»
Οι τουρίστες κάνουμε λάθος.
Το ξέρω, γιατί έχω παρακολουθήσει την αυτοκτονία ενός έθνους και ξέρω πώς συμβαίνει. Η Βενεζουέλα, αργά και εντελώς δημόσια πεθαίνει, μια πράξη που διαρκεί πάνω από δεκαπέντε χρόνια. Το να παρακολουθείς μια χώρα να αυτοκτονεί, δεν είναι κάτι που συμβαίνει συχνά. Κάποιος που δεν ξέρει, θα υποθέσει ότι είναι κάτι γρήγορο και βίαιο και εντυπωσιακό – όπως η γενοκτονία της Ρουάντα ή ο Βεζούβιος που σκέπασε την Πομπηία. Θα περίμενε να δει απανθρακωμένα πτώματα μητέρων γαντζωμένα προστατευτικά στα παιδιά τους, ή έστω τις σχετικές φωτογραφίες. Αλλά αυτές δεν είναι οι περιπτώσεις που προκαλούν εθνική αυτοκτονία. Μετά από τέτοια γεγονότα οι χώρες συνέρχονται – οι άνθρωποι αναρρώνουν. Ξαναχτίζουν, συμφιλιώνονται. Συγχωρούν.
Όχι, η εθνική αυτοκτονία είναι μια πολύ μεγαλύτερη διαδικασία – δεν είναι προϊόν μιας στιγμής. Αλλά συμβαίνει όταν μια κακή ιδέα έρχεται πάνω σε άλλη και πάνω σε άλλη κι άλλη κι άλλη κι άλλη και τα γρανάζια που κινούν τη χώρα αρχίζουν να γυρνούν πιο αργά και πιο αργά και η σκουριά αρχίζει να σκεπάζει τις κάποτε γυαλιστερές επιφάνειές τους. Επανάσταση – ψυχρή και οργισμένη. Μίσος, ως πολιτική στρατηγική. Νόμοι, που χρησιμοποιούνται για να διαιρούν και να εξουσιάζουν. Κανονισμοί φτιαγμένοι για να τιμωρούν. Εκλογές που χρησιμοποιούνται για να εδραιωθεί η δικτατορία. Η διαφθορά αφαιρεί το αίμα της χώρας σταγόνα σταγόνα, γεμίζοντας τους κουβάδες μιας διαδοχικής σειράς γραφειοκρατών, πριν αυτοί καταστραφούν, μόνο και μόνο για να αντικατασταθούν από άλλους ξανά και ξανά. Αυτό είναι το αξιοσημείωτο, για μένα, σχετικά με τη Βενεζουέλα.
Προς υπεράσπισή μου –όσο αδύναμη και αν είναι αυτή– προσπάθησα να παλέψω την αυτοκτονία της χώρας, συνεχώς, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Υποθέτω ότι εξακολουθώ να το κάνω, χρησιμοποιώντας το γράψιμό μου ως τελευταία γραμμή άμυνας. Αλλά όπως η Dagny Taggert, ανακάλυψα ότι δεν υπήρχε τίποτα για να αντιπαρατεθώ – ήταν όλα ένα κολλώδες χάος δυσαρέσκειας και δικαιολογιών. «Δεν πρέπει να το κάνετε αυτό» είπα. Και ξανά: «ο νόμος δεν θα λειτουργήσει» και «αυτές οι εκλογές δεν θα φέρουν καμία ελευθερία» κι επίσης, «αυτά που σχεδιάζετε δεν θα φέρουν ευημερία – και η μόνη ισότητα που θα πετύχετε θα είναι στην ουρά για ψωμί». Και δεν ήμουν μόνος, μια στρατιά άνθρωποι, πιο έξυπνοι από μένα, επεσήμαιναν δημόσια, σε έντυπα και φόρουμ συζητήσεων, στις τηλεοράσεις, σε συναντήσεις της κοινότητας και σε πολιτικές εκστρατείες, ότι το αποτέλεσμα θα είναι μόνο συλλογική εθνική αυτοκτονία. Κανείς δεν άκουγε.
Γι’ αυτό και έφυγα. Βοήθησα στην Ουγκάντα την ανάκαμψη μετά από 25 χρόνια εμφυλίου πολέμου – να αδειάσουν τα στρατόπεδα και να αρχίσουν οι άνθρωποι να ζουν και πάλι. Βοήθησα να επιστρέψει η δημοκρατία στο Μάλι, και να εδραίωθεί μια εθνική ειρηνευτική διαδικασία. Έγραψα τρία μυθιστορήματα. Μετακόμισα, και ξαναμετακόμισα, και μετακόμισα ξανά. Αγάπησα τη γυναίκα μου, πήγαμε διακοπές. Επισκεφθήκαμε το Μαρακές και το Κάιρο, τη Ζανζιβάρη και την Πορτογαλία και το Γκραντ Κάνυον. Κάναμε χειρουργικές επεμβάσεις. Κάναμε ένα γιο. Διδάξαμε το γιο μας να κάθεται, να μπουσουλάει, να περπατάει και να τρέχει, να τραγουδάει, να ουρλιάζει και να λέει λέξεις όπως «χλωροφύλλη» και «φωτοσύνθεση». Έμαθε τους πλανήτες έναν προς ένα, έμαθε να γράφει το όνομά του.
Όλο αυτό το διάστημα, η βασανιστικά αργή αυτοκτονία συνεχίστηκε.
Και πάντα, νωρίς το πρωί με τον καφέ, ανοίγω τον υπολογιστή μου να καταγράψω, έστω και μόνο για τον εαυτό μου, το επόμενο κομμάτι της μεγάλης, τραγικής αυτοκτονίας της Βενεζουέλας. Μιλάω με τους φίλους μου, οι οποίοι συνεχίζουν να προσπαθούν να εξηγήσουν στους ανόητους γιατί η δυστυχία τους είναι άμεσο αποτέλεσμα μιας κακής ιδέας βασίσμένης σε μια προηγούμενη κακή ιδέα, σ’ ένα μεγάλο οικοδόμημα ανοησίας. Καλοί άνθρωποι, κολλημένοι σε μια συζήτηση δύο δεκαετιών από την οποία δεν υπάρχει διαφυγή. Κάνω σιωπηλές προσευχές για τους επόμενους στη μακρά σειρά των πολιτικών κρατουμένων. Κοιτάζω τις φωτογραφίες των τόπων που ήξερα – παραλίες που πήγαινα και εστιατόρια που σύχναζα. Είναι σκεπασμένα με σκουπίδια ή έχουν καρφωμένα πορτοπαράθυρα και βρωμάνε. Βλέπω τα βίντεο από τη νυχτερινή λεηλασία των σούπερ μάρκετ που είχαν την τύχη να έχουν κάτι στα ράφια τους.
Απόψε δεν υπάρχουν φώτα. Όπως και η Νέα Υόρκη στο «Ο Άτλας Επαναστάτησε» της Ayn Rand, τα μάτια της χώρας έχουν βγει για να ταΐσουν τους πεινασμένους ζητιάνους σε εγκαταλελειμμένα κτίρια που έχουν καταλάβει και κάποτε ήταν πολυτελή διαμερίσματα. Κατηγορούν τον καιρό –η κυβέρνηση το κάνει– όπως οι σαμάνοι των παλιών φυλών που έκαναν θυσίες στους θεούς, με την ελπίδα μιας παρέμβασης. Ούτε φαγητό υπάρχει, λένε στους ανθρώπους να κάνουν υπομονή, να μεγαλώνουν κοτόπουλα στις βεράντες των άλλοτε αστραφτερών διαμερισμάτων τους. Δεν υπάρχει νερό – και κάνουν μαθήματα στην κρατική τηλεόραση για το πώς να πλένεσαι με ένα φλιτζάνι νερό. Τα χρήματα είναι άχρηστα, οι άνθρωποι πληρώνουν με πατάτες, αν μπορούν να βρουν. Οι γιατροί χειρουργούν με το φως των κινητών τους, όταν υπάρχει αρκετό ρεύμα για να τα φορτίσουν. Χωρίς αναισθητικό φυσικά, ή αντιβιοτικά, όπως τις ημέρες πριν την έλευση της σύγχρονης ιατρικής. Οι τηλεφωνικές υπηρεσίες έχουν κοπεί – σύντομα και το internet και ένα συνολικό σκοτάδι θα πέσει πάνω από μια άγρια χώρα.
Ο μαραθώνιος της καταστροφής έχει σχεδόν τελειώσει, η ψυχή του έθνους έχει σχεδόν εξαφανιστεί. Όχι, δεν υπάρχει τίποτα ηρωικό ή επικό σ’ αυτό. Τα ερείπια, την ώρα που δημιουργούνται, είναι θλιβερή υπόθεση και στερούνται του παρήγορου μανδύα του χρόνου που δίνει μυστήριο και την αίσθηση του αναπόφευκτου. Και το να το παρακολουθώ, για μένα, είναι μία από τις μεγάλες τραγωδίες της ζωής.