Κινδυνεύει η Δημοκρατία;
Π.Κ. Ιωακειμίδης, Το Βήμα της Κυριακής, Δημοσιευμένο: 2016-07-24
Ύστερα από σαράντα δύο ακριβώς χρόνια μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας η Ελλάδα εμφανίζεται για πρώτη φορά να επωάζει συνθήκες δυνητικά επικίνδυνες για την ποιότητα και ίσως ακεραιότητα της δημοκρατίας. Μέσα σε αυτά τα σαράντα δύο χρόνια η Ελλάδα γνώρισε βεβαίως τα πάντα. Γνώρισε την καλύτερη δημοκρατία που είχε ποτέ στην ιστορία της, την καλύτερη προστασία των ατομικών δικαιωμάτων, κράτους δικαίου και ελευθερίας του λόγου, γνώρισε την ανάπτυξη, την ευημερία, την υπερκατανάλωση και τελικά την οικονομική κρίση, την υψηλή ανεργία, τη φτωχοποίηση σημαντικών τμημάτων του πληθυσμού, γνώρισε μεγάλους πολιτικούς ηγέτες αλλά και ασήμαντους πολιτικάντηδες, δημαγωγούς και πολιτικούς τυχοδιώκτες που χρησιμοποίησαν το δημοκρατικό πλαίσιο για ιδιοτελείς σκοπούς και για να το εξασθενίσουν τελικά, γνώρισε τη μετάβαση από τα Βαλκάνια στη Ευρώπη με την ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα/Ενωση και την ευρωζώνη και τον κίνδυνο επιστροφής ξανά στα Βαλκάνια.
Οποιαδήποτε προσπάθεια επομένως συνολικής απαξίωσης της Μεταπολίτευσης συνιστά ανιστόρητη και τελικά αντιδημοκρατική πράξη. Η διαπίστωση όμως αυτή δεν πρέπει και δεν μπορεί να συγκαλύψει τα ελλείμματα και αδυναμίες της μεταπολιτευτικής περιόδου που οδήγησαν τελικά στην επώδυνη κρίση που βιώνουμε εδώ και έξι χρόνια περίπου χωρίς κάποιο ορατό σημάδι σύντομης υπέρβασής της.
Ποια υπήρξαν ειδικότερα τα μεγάλα ελλείμματα της μεταπολιτευτικής δημοκρατίας που οδήγησαν τελικά μια χώρα - θεσμικό μέλος της Ευρωπαϊκής Ενωσης (ΕΕ) - στη δεινή οικονομική / κοινωνική κρίση αλλά και σε κρίση πολιτικής που φθάνει ως τα όρια της διάβρωσης του δημοκρατικού πολιτεύματος σήμερα; Νομίζω ότι τα ελλείμματα μπορούν να συμπυκνωθούν σε δύο αλληλοσυμπληρούμενες και αλληλοτροφοδοτούμενες τοξικές κατηγορίες που ως φαινόμενα διαμόρφωσαν τις προϋποθέσεις της κρίσης: (α) το φαινόμενο της «επιδοματικής δημοκρατίας» και (β) το φαινόμενο της κλειστής / μπλοκαρισμένης κοινωνίας.
Αναντίρρητα ένα κύριο χαρακτηριστικό της μεταπολιτευτικής δημοκρατίας υπήρξε η οικοδόμησή της πάνω σ’ ένα σύστημα «επιδοτήσεων των πολιτών» μέσω της λειτουργίας του πελατειακού συστήματος. Ειδικότερα η σχέση πολίτη και δημοκρατίας διαμορφώθηκε μέσα από την ιδιοτελή αντίληψη της ανταλλαγής, της παροχής πολιτικής υποστήριξης (ψήφου) έναντι παροχών οικονομικού κυρίως χαρακτήρα (διορισμοί στο Δημόσιο, παροχές ποικίλης μορφής, προνομιακές ρυθμίσεις κ.λπ.). Πρόκειται για το πελατειακό σύστημα που όμως για να χρηματοδοτηθεί η χώρα κατέφυγε στα ελλείμματα στον προϋπολογισμό και αναπόφευκτα στον δανεισμό. Το φαινόμενο αυτό έφθασε στην όξυνσή του την περίοδο 2004-2009, όταν ο δανεισμός έγινε ευκολότερος λόγω της συμμετοχής της χώρας στην ΟΝΕ. Το έλλειμμα του προϋπολογισμού έφθασε (2009) τα 36 δισ. ευρώ, από τα οποία τα 24 δισ. πρωτογενές έλλειμμα ουσιαστικά για να εξυπηρετηθεί το πελατειακό σύστημα (100.000 προσλήψεις, μεταξύ άλλων, αχρείαστων υπαλλήλων στο Δημόσιο!).
Το δεύτερο χαρακτηριστικό της μεταπολιτευτικής δημοκρατίας και της πολιτικής τάξης που συνέβαλε καθοριστικά στην κρίση υπήρξε αυτό της κλειστής κοινωνίας, της επικράτησης των επί μέρους συντεχνιακών ομάδων και συμφερόντων εις βάρος του γενικού, συλλογικού δημοσίου συμφέροντος. Δυστυχώς στη μεταπολιτευτική περίοδο κάθε κοινωνική / επαγγελματική ομάδα ή συμφέρον είχε αποκτήσει ειδικές νομικές ρυθμίσεις προστασίας. Δεν υπήρξε ουσιαστικά καμιά κοινωνική / επαγγελματική ομάδα (από ταξιτζήδες, φαρμακοποιούς, δικηγόρους, συμβολαιογράφους, δημοσιογράφους, φορτηγατζήδες και άλλους ων ουκ έστι αριθμός) που να μην έχει αποσπάσει ειδικές, προνομιακές ρυθμίσεις προστασίας ή ξεχωριστής μεταχείρισης σε ό,τι αφορά μισθολογικές παροχές, συντάξεις, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη κ.λπ., κ.λπ. Οθεν τα «κλειστά» λεγόμενα «επαγγέλματα», φαινόμενο που στην έκτασή του δεν παρατηρήθηκε σε καμία άλλη ευρωπαϊκή χώρα. Η ολική επικράτηση του «ειδικού συμφέροντος» πάνω από το «γενικό και καθολικό» με αποτέλεσμα την «μπλοκαρισμένη κοινωνία» που δεν μπορούσε να λειτουργήσει με τους στοιχειώδεις κανόνες του οικονομικού ανταγωνισμού, ορθολογισμού και αποτελεσματικότητας. Εάν το πελατειακό σύστημα εν στενή εννοία (διορισμοί στο Δημόσιο κ.λπ.) αναπτύχθηκε κυρίως από τα κόμματα εξουσίας (ΝΔ, ΠαΣοΚ), το φαινόμενο της κλειστής κοινωνίας διαμορφώθηκε (και) με τις άοκνες προσπάθειες της Αριστεράς που ποτέ δεν αρνήθηκε να στηρίξει οποιοδήποτε συντεχνιακό αίτημα όσο ανορθολογικό ή ζημιογόνο για το γενικό δημόσιο συμφέρον κι αν ήταν.
Τα δύο αυτά χαρακτηριστικά / φαινόμενα / ελλείμματα, τα οποία έχουν βεβαίως βαθιές πολιτιστικές ρίζες, έφεραν την κρίση στην Ελλάδα. Η κρίση δεν οδήγησε ωστόσο σε άσκηση αυτογνωσίας για «το τι πήγε στραβά», «τι κάναμε λάθος». Αντίθετα, οδήγησε στην άνοδο του εθνολαϊκισμού, του ανορθολογισμού, του ευρωσκεπτικισμού και του αντι-ευρωπαϊσμού. Σε σημαντικό βαθμό η κοινωνία αναζήτησε τις ευθύνες στο άλλοθι «των παλαιών πολιτικών δυνάμεων» ή «των κακών ξένων / Ευρωπαίων» που επιβουλεύονται την προνομιακή θέση της χώρας!
Στη διαδικασία αυτή πολιτικές δυνάμεις (ΠαΣοΚ) συρρικνώθηκαν ενώ άλλες ανέβηκαν αξιοποιώντας την εθνολαϊκιστική δυναμική. Το πολιτικό τοπίο άλλαξε. Ο ΣΥΡΙΖΑ με το εθνολαϊκιστικό αφήγημα των απατηλών υποσχέσεων («σχίσιμο μνημονίων» κ.λπ.) ανήλθε τελικά στην εξουσία. Και ενώ οδηγήθηκε στο να αποδεχθεί πλήρως τα μνημόνια (υπογράφοντας το τρίτο και πλέον τοξικό) και να συμβιβασθεί με την Ευρώπη, οι προθέσεις του για τη συγκρότηση του πολιτικού συστήματος της χώρας παραμένουν - επιεικώς - ασαφείς, θολές, αβέβαιες. Η πεποίθηση ότι επιχειρεί να οικοδομήσει καθεστώς που θα διαιωνίζει, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο την παρουσία του στην εξουσία (αλλαγή εκλογικού νόμου, συνταγματική μεταρρύθμιση, άμεση εκλογή Προέδρου Δημοκρατίας, διαχείριση ΜΜΕ, κατάληψη κράτους κ.ά.) ενισχύεται. Οθεν οι φόβοι για το μέλλον και την ποιότητα της μεταπολιτευτικής δημοκρατίας, σαράντα δύο χρόνια μετά. Αλλά το τι τελικά θα γίνει δεν είναι μόνο θέμα ΣΥΡΙΖΑ. Είναι θέμα όλων των πολιτικών δυνάμεων και, κυρίως, της κοινωνίας, αλλά είναι και θέμα της Ευρώπης.
Οποιαδήποτε προσπάθεια επομένως συνολικής απαξίωσης της Μεταπολίτευσης συνιστά ανιστόρητη και τελικά αντιδημοκρατική πράξη. Η διαπίστωση όμως αυτή δεν πρέπει και δεν μπορεί να συγκαλύψει τα ελλείμματα και αδυναμίες της μεταπολιτευτικής περιόδου που οδήγησαν τελικά στην επώδυνη κρίση που βιώνουμε εδώ και έξι χρόνια περίπου χωρίς κάποιο ορατό σημάδι σύντομης υπέρβασής της.
Ποια υπήρξαν ειδικότερα τα μεγάλα ελλείμματα της μεταπολιτευτικής δημοκρατίας που οδήγησαν τελικά μια χώρα - θεσμικό μέλος της Ευρωπαϊκής Ενωσης (ΕΕ) - στη δεινή οικονομική / κοινωνική κρίση αλλά και σε κρίση πολιτικής που φθάνει ως τα όρια της διάβρωσης του δημοκρατικού πολιτεύματος σήμερα; Νομίζω ότι τα ελλείμματα μπορούν να συμπυκνωθούν σε δύο αλληλοσυμπληρούμενες και αλληλοτροφοδοτούμενες τοξικές κατηγορίες που ως φαινόμενα διαμόρφωσαν τις προϋποθέσεις της κρίσης: (α) το φαινόμενο της «επιδοματικής δημοκρατίας» και (β) το φαινόμενο της κλειστής / μπλοκαρισμένης κοινωνίας.
Αναντίρρητα ένα κύριο χαρακτηριστικό της μεταπολιτευτικής δημοκρατίας υπήρξε η οικοδόμησή της πάνω σ’ ένα σύστημα «επιδοτήσεων των πολιτών» μέσω της λειτουργίας του πελατειακού συστήματος. Ειδικότερα η σχέση πολίτη και δημοκρατίας διαμορφώθηκε μέσα από την ιδιοτελή αντίληψη της ανταλλαγής, της παροχής πολιτικής υποστήριξης (ψήφου) έναντι παροχών οικονομικού κυρίως χαρακτήρα (διορισμοί στο Δημόσιο, παροχές ποικίλης μορφής, προνομιακές ρυθμίσεις κ.λπ.). Πρόκειται για το πελατειακό σύστημα που όμως για να χρηματοδοτηθεί η χώρα κατέφυγε στα ελλείμματα στον προϋπολογισμό και αναπόφευκτα στον δανεισμό. Το φαινόμενο αυτό έφθασε στην όξυνσή του την περίοδο 2004-2009, όταν ο δανεισμός έγινε ευκολότερος λόγω της συμμετοχής της χώρας στην ΟΝΕ. Το έλλειμμα του προϋπολογισμού έφθασε (2009) τα 36 δισ. ευρώ, από τα οποία τα 24 δισ. πρωτογενές έλλειμμα ουσιαστικά για να εξυπηρετηθεί το πελατειακό σύστημα (100.000 προσλήψεις, μεταξύ άλλων, αχρείαστων υπαλλήλων στο Δημόσιο!).
Το δεύτερο χαρακτηριστικό της μεταπολιτευτικής δημοκρατίας και της πολιτικής τάξης που συνέβαλε καθοριστικά στην κρίση υπήρξε αυτό της κλειστής κοινωνίας, της επικράτησης των επί μέρους συντεχνιακών ομάδων και συμφερόντων εις βάρος του γενικού, συλλογικού δημοσίου συμφέροντος. Δυστυχώς στη μεταπολιτευτική περίοδο κάθε κοινωνική / επαγγελματική ομάδα ή συμφέρον είχε αποκτήσει ειδικές νομικές ρυθμίσεις προστασίας. Δεν υπήρξε ουσιαστικά καμιά κοινωνική / επαγγελματική ομάδα (από ταξιτζήδες, φαρμακοποιούς, δικηγόρους, συμβολαιογράφους, δημοσιογράφους, φορτηγατζήδες και άλλους ων ουκ έστι αριθμός) που να μην έχει αποσπάσει ειδικές, προνομιακές ρυθμίσεις προστασίας ή ξεχωριστής μεταχείρισης σε ό,τι αφορά μισθολογικές παροχές, συντάξεις, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη κ.λπ., κ.λπ. Οθεν τα «κλειστά» λεγόμενα «επαγγέλματα», φαινόμενο που στην έκτασή του δεν παρατηρήθηκε σε καμία άλλη ευρωπαϊκή χώρα. Η ολική επικράτηση του «ειδικού συμφέροντος» πάνω από το «γενικό και καθολικό» με αποτέλεσμα την «μπλοκαρισμένη κοινωνία» που δεν μπορούσε να λειτουργήσει με τους στοιχειώδεις κανόνες του οικονομικού ανταγωνισμού, ορθολογισμού και αποτελεσματικότητας. Εάν το πελατειακό σύστημα εν στενή εννοία (διορισμοί στο Δημόσιο κ.λπ.) αναπτύχθηκε κυρίως από τα κόμματα εξουσίας (ΝΔ, ΠαΣοΚ), το φαινόμενο της κλειστής κοινωνίας διαμορφώθηκε (και) με τις άοκνες προσπάθειες της Αριστεράς που ποτέ δεν αρνήθηκε να στηρίξει οποιοδήποτε συντεχνιακό αίτημα όσο ανορθολογικό ή ζημιογόνο για το γενικό δημόσιο συμφέρον κι αν ήταν.
Τα δύο αυτά χαρακτηριστικά / φαινόμενα / ελλείμματα, τα οποία έχουν βεβαίως βαθιές πολιτιστικές ρίζες, έφεραν την κρίση στην Ελλάδα. Η κρίση δεν οδήγησε ωστόσο σε άσκηση αυτογνωσίας για «το τι πήγε στραβά», «τι κάναμε λάθος». Αντίθετα, οδήγησε στην άνοδο του εθνολαϊκισμού, του ανορθολογισμού, του ευρωσκεπτικισμού και του αντι-ευρωπαϊσμού. Σε σημαντικό βαθμό η κοινωνία αναζήτησε τις ευθύνες στο άλλοθι «των παλαιών πολιτικών δυνάμεων» ή «των κακών ξένων / Ευρωπαίων» που επιβουλεύονται την προνομιακή θέση της χώρας!
Στη διαδικασία αυτή πολιτικές δυνάμεις (ΠαΣοΚ) συρρικνώθηκαν ενώ άλλες ανέβηκαν αξιοποιώντας την εθνολαϊκιστική δυναμική. Το πολιτικό τοπίο άλλαξε. Ο ΣΥΡΙΖΑ με το εθνολαϊκιστικό αφήγημα των απατηλών υποσχέσεων («σχίσιμο μνημονίων» κ.λπ.) ανήλθε τελικά στην εξουσία. Και ενώ οδηγήθηκε στο να αποδεχθεί πλήρως τα μνημόνια (υπογράφοντας το τρίτο και πλέον τοξικό) και να συμβιβασθεί με την Ευρώπη, οι προθέσεις του για τη συγκρότηση του πολιτικού συστήματος της χώρας παραμένουν - επιεικώς - ασαφείς, θολές, αβέβαιες. Η πεποίθηση ότι επιχειρεί να οικοδομήσει καθεστώς που θα διαιωνίζει, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο την παρουσία του στην εξουσία (αλλαγή εκλογικού νόμου, συνταγματική μεταρρύθμιση, άμεση εκλογή Προέδρου Δημοκρατίας, διαχείριση ΜΜΕ, κατάληψη κράτους κ.ά.) ενισχύεται. Οθεν οι φόβοι για το μέλλον και την ποιότητα της μεταπολιτευτικής δημοκρατίας, σαράντα δύο χρόνια μετά. Αλλά το τι τελικά θα γίνει δεν είναι μόνο θέμα ΣΥΡΙΖΑ. Είναι θέμα όλων των πολιτικών δυνάμεων και, κυρίως, της κοινωνίας, αλλά είναι και θέμα της Ευρώπης.