Τα κινέζικα προϊόντα και οι αξίες μας
Γιώργος Γιαννουλόπουλος, Ελευθεροτυπία, Δημοσιευμένο: 2006-01-25
Αλλο να έχεις υπόψη σου κάτι γενικώς και αορίστως, κι άλλο να το γνωρίζεις καλά κι από κοντά. Ετσι, όλοι ξέρουμε ότι οι φτηνές τιμές των κινέζικων προϊόντων, που έχουν κατακλύσει την ελληνική και τις υπόλοιπες αγορές της Δύσης, οφείλονται στο χαμηλό τους κόστος. Το οποίο, όπως επίσης όλοι ξέρουμε, οφείλεται στους χαμηλούς μισθούς και στις απαράδεκτες συνθήκες εργασίας.
Πρόσφατα όμως έμαθα από ξένη εφημερίδα τις ανατριχιαστικές λεπτομέρειες: βάρδιες μέχρι 14 ώρες, μία μόνο ημέρα το μήνα αργία, μεροκάματο κάτω από 2 ευρώ, υποσιτισμός, άθλιο εργασιακό περιβάλλον, ακόμα και θάνατοι από υπερκόπωση. Υπολογίζεται ότι 100 εκατομμύρια Κινέζοι αγρότες έχουν κατακλύσει τις πόλεις, δημιουργώντας μια τεράστια δεξαμενή από την οποία οι επιχειρηματίες αντλούν φτηνά εργατικά χέρια. Κι επειδή το κομμουνιστικό κόμμα, ως γνήσιος εκπρόσωπος του λαού, απαγορεύει τη λειτουργία συνδικάτων, η κατάσταση δεν διαφέρει και πολύ από εκείνη στη βικτοριανή Αγγλία που περιέγραψε ο Ενγκελς.
Αυτά είναι λίγο πολύ γνωστά. Υπάρχει όμως μια άλλη, ακόμα πιο προφανής, διάσταση του προβλήματος, την οποία αποφεύγουμε συστηματικά να συζητήσουμε: εμείς γιατί αγοράζουμε τα κινέζικα προϊόντα; Δηλαδή, γιατί αναπαράγουμε έμμεσα ένα σύστημα που θεωρούμε απάνθρωπο; Γιατί φωνάζουμε για το ελαστικό ωράριο στην Ελλάδα, και την ίδια στιγμή αγοράζουμε πράγματα φτιαγμένα από συνανθρώπους μας που δουλεύουν 14 ώρες την ημέρα για ένα κομμάτι ψωμί;
Στο μυαλό μου σχηματίστηκαν τα παραπάνω ερωτήματα, ίσως επειδή διάβασα τελευταία το πολύ ενδιαφέρον βιβλίο του Ευκλείδη Τσακαλώτου «Οι αξίες και η αξία της Αριστεράς». Το συνιστώ ανεπιφύλακτα, και θα προσπαθήσω την επόμενη φορά να ασχοληθώ εκτενώς με αυτό επειδή αξίζει να συζητηθεί. Προς το παρόν όμως, ας μείνουμε στη βασική θέση του: ότι η ουσία της Αριστεράς είναι μια σειρά από αξίες, όπως η ισότητα, η δικαιοσύνη και η αλληλεγγύη, οι οποίες παραμένουν δημοφιλείς μολονότι απειλούνται από τη θήρα της αποδοτικότητας και του ατομικού κέρδους, που προωθεί η ελεύθερη αγορά. Σύμφωνα λοιπόν με την αριστερή αυτή λογική, έχουμε καθήκον να μποϊκοτάρουμε τα κινέζικα προϊόντα και να προτιμήσουμε όσα παράγονται υπό συνθήκες πιο συμβατές με τις δικές μας αξίες. Και αυτό ακριβώς δεν κάνουμε. Γιατί;
Κατ’ αρχήν, ας εξαιρέσουμε τους φτωχούς, οι οποίοι προσπαθούν να τα βγάλουν πέρα και στερούνται τη δυνατότητα επιλογής. Δεν πρόκειται, όμως, μόνο γι’ αυτούς. Νομίζω ότι η στάση μας έχει να κάνει με την εξής γενικότερη «αξία», που θεωρείται φυσιολογική και αυτονόητη: ό,τι ενισχύει την αγοραστική μας δύναμη, αυξάνοντας είτε το εισόδημά μας είτε την αξία των χρημάτων μας, είναι εξ ορισμού ευπρόσδεκτο. Συνεπώς, για να επανέλθουμε στα κινέζικα προϊόντα, προτιμούμε να αγοράσουμε τρία μπλουζάκια φτιαγμένα υπό απαράδεκτες συνθήκες αντί ένα από τη Σουηδία, όπου οι εργάτες αμείβονται περισσότερο και το κοινωνικό κράτος λειτουργεί ακόμα. Και ο λόγος για τον οποίο η διάσταση αυτή δεν μας περνάει από το μυαλό όταν ψωνίζουμε, είναι επειδή θεωρούμε την αγοραστική μας δύναμη υπέρτατο προσωπικό δικαίωμα, που ενστικτωδώς προστατεύουμε και ενισχύουμε. Ετσι φτάνουμε στο φτηνό κινέζικο παιχνίδι ή στις κοψοχρονιά υπηρεσίες του (ανασφάλιστου) Αλβανού.
Θέλω να πω ότι η ευμάρεια, δηλαδή η ικανότητα να αγοράζουμε αγαθά και υπηρεσίες, έχει γίνει αυτοσκοπός, και συνεπώς έχει αποσυνδεθεί από τις υπόλοιπες αξίες μας, οι οποίες περνούν αναγκαστικά σε δεύτερη μοίρα. Φυσικά, υπάρχουν άνθρωποι που η κοινωνική ευαισθησία τους δεν τους επιτρέπει να αναπαραγάγουν την εκμετάλλευση. Είναι όμως λίγοι, και σίγουρα δεν θα χαρακτήριζα όλους τους υπόλοιπους «δεξιούς ή νεοφιλελεύθερους». Και η διαπίστωση αυτή με ξαναφέρνει στο βιβλίο του Ε. Τσακαλώτου. Εχω την υποψία ότι το να δηλώνει κανείς τις «αριστερές» του αξίες δεν αρκεί. Για να μετρήσει μια τέτοια επιλογή θα πρέπει να αποδεχτούμε ότι οι αξίες αυτές θα μας κοστίσουν -εννοώ θα μας κοστίσουν κυριολεκτικά, επειδή θα μειώσουν την αγοραστική μας δύναμη. Τα καλά δεν είναι πάντα συμφέροντα.
Η αδυναμία -ή μήπως η απροθυμία μας;- να αποδεχτούμε το κόστος των αξιακών πεποιθήσεών μας έχει οδηγήσει σε ένα συνεχώς διευρυνόμενο χάσμα ανάμεσα στις δηλώσεις και στις πράξεις μας, στην ιδεολογία και τις επιλογές μας. Ιδιαίτερα στην Ελλάδα, όπου ο αριστερός λόγος (κοινωνική δικαιοσύνη, καταδίκη της παγκοσμιοποίησης και της ελεύθερης αγοράς, αντιαμερικανισμός κ.λπ.) φαίνεται να ηγεμονεύει. Με τίμημα όμως την ευκολία που τον έχει κάνει καραμέλα στα στόματα όλων. Μια τέτοια ανακολουθία δεν συνιστά κριτική στις αριστερές αξίες -κάθε άλλο μάλιστα. Αναδεικνύει όμως την έλλειψη αυτογνωσίας ή ακόμα και την υποκρισία, που δεν μας επιτρέπει να συγχαίρουμε εαυτούς, όπως το συνηθίζουμε, για το αντιστασιακό μας πνεύμα κατά του νεοφιλελευθερισμού.
Πρόσφατα όμως έμαθα από ξένη εφημερίδα τις ανατριχιαστικές λεπτομέρειες: βάρδιες μέχρι 14 ώρες, μία μόνο ημέρα το μήνα αργία, μεροκάματο κάτω από 2 ευρώ, υποσιτισμός, άθλιο εργασιακό περιβάλλον, ακόμα και θάνατοι από υπερκόπωση. Υπολογίζεται ότι 100 εκατομμύρια Κινέζοι αγρότες έχουν κατακλύσει τις πόλεις, δημιουργώντας μια τεράστια δεξαμενή από την οποία οι επιχειρηματίες αντλούν φτηνά εργατικά χέρια. Κι επειδή το κομμουνιστικό κόμμα, ως γνήσιος εκπρόσωπος του λαού, απαγορεύει τη λειτουργία συνδικάτων, η κατάσταση δεν διαφέρει και πολύ από εκείνη στη βικτοριανή Αγγλία που περιέγραψε ο Ενγκελς.
Αυτά είναι λίγο πολύ γνωστά. Υπάρχει όμως μια άλλη, ακόμα πιο προφανής, διάσταση του προβλήματος, την οποία αποφεύγουμε συστηματικά να συζητήσουμε: εμείς γιατί αγοράζουμε τα κινέζικα προϊόντα; Δηλαδή, γιατί αναπαράγουμε έμμεσα ένα σύστημα που θεωρούμε απάνθρωπο; Γιατί φωνάζουμε για το ελαστικό ωράριο στην Ελλάδα, και την ίδια στιγμή αγοράζουμε πράγματα φτιαγμένα από συνανθρώπους μας που δουλεύουν 14 ώρες την ημέρα για ένα κομμάτι ψωμί;
Στο μυαλό μου σχηματίστηκαν τα παραπάνω ερωτήματα, ίσως επειδή διάβασα τελευταία το πολύ ενδιαφέρον βιβλίο του Ευκλείδη Τσακαλώτου «Οι αξίες και η αξία της Αριστεράς». Το συνιστώ ανεπιφύλακτα, και θα προσπαθήσω την επόμενη φορά να ασχοληθώ εκτενώς με αυτό επειδή αξίζει να συζητηθεί. Προς το παρόν όμως, ας μείνουμε στη βασική θέση του: ότι η ουσία της Αριστεράς είναι μια σειρά από αξίες, όπως η ισότητα, η δικαιοσύνη και η αλληλεγγύη, οι οποίες παραμένουν δημοφιλείς μολονότι απειλούνται από τη θήρα της αποδοτικότητας και του ατομικού κέρδους, που προωθεί η ελεύθερη αγορά. Σύμφωνα λοιπόν με την αριστερή αυτή λογική, έχουμε καθήκον να μποϊκοτάρουμε τα κινέζικα προϊόντα και να προτιμήσουμε όσα παράγονται υπό συνθήκες πιο συμβατές με τις δικές μας αξίες. Και αυτό ακριβώς δεν κάνουμε. Γιατί;
Κατ’ αρχήν, ας εξαιρέσουμε τους φτωχούς, οι οποίοι προσπαθούν να τα βγάλουν πέρα και στερούνται τη δυνατότητα επιλογής. Δεν πρόκειται, όμως, μόνο γι’ αυτούς. Νομίζω ότι η στάση μας έχει να κάνει με την εξής γενικότερη «αξία», που θεωρείται φυσιολογική και αυτονόητη: ό,τι ενισχύει την αγοραστική μας δύναμη, αυξάνοντας είτε το εισόδημά μας είτε την αξία των χρημάτων μας, είναι εξ ορισμού ευπρόσδεκτο. Συνεπώς, για να επανέλθουμε στα κινέζικα προϊόντα, προτιμούμε να αγοράσουμε τρία μπλουζάκια φτιαγμένα υπό απαράδεκτες συνθήκες αντί ένα από τη Σουηδία, όπου οι εργάτες αμείβονται περισσότερο και το κοινωνικό κράτος λειτουργεί ακόμα. Και ο λόγος για τον οποίο η διάσταση αυτή δεν μας περνάει από το μυαλό όταν ψωνίζουμε, είναι επειδή θεωρούμε την αγοραστική μας δύναμη υπέρτατο προσωπικό δικαίωμα, που ενστικτωδώς προστατεύουμε και ενισχύουμε. Ετσι φτάνουμε στο φτηνό κινέζικο παιχνίδι ή στις κοψοχρονιά υπηρεσίες του (ανασφάλιστου) Αλβανού.
Θέλω να πω ότι η ευμάρεια, δηλαδή η ικανότητα να αγοράζουμε αγαθά και υπηρεσίες, έχει γίνει αυτοσκοπός, και συνεπώς έχει αποσυνδεθεί από τις υπόλοιπες αξίες μας, οι οποίες περνούν αναγκαστικά σε δεύτερη μοίρα. Φυσικά, υπάρχουν άνθρωποι που η κοινωνική ευαισθησία τους δεν τους επιτρέπει να αναπαραγάγουν την εκμετάλλευση. Είναι όμως λίγοι, και σίγουρα δεν θα χαρακτήριζα όλους τους υπόλοιπους «δεξιούς ή νεοφιλελεύθερους». Και η διαπίστωση αυτή με ξαναφέρνει στο βιβλίο του Ε. Τσακαλώτου. Εχω την υποψία ότι το να δηλώνει κανείς τις «αριστερές» του αξίες δεν αρκεί. Για να μετρήσει μια τέτοια επιλογή θα πρέπει να αποδεχτούμε ότι οι αξίες αυτές θα μας κοστίσουν -εννοώ θα μας κοστίσουν κυριολεκτικά, επειδή θα μειώσουν την αγοραστική μας δύναμη. Τα καλά δεν είναι πάντα συμφέροντα.
Η αδυναμία -ή μήπως η απροθυμία μας;- να αποδεχτούμε το κόστος των αξιακών πεποιθήσεών μας έχει οδηγήσει σε ένα συνεχώς διευρυνόμενο χάσμα ανάμεσα στις δηλώσεις και στις πράξεις μας, στην ιδεολογία και τις επιλογές μας. Ιδιαίτερα στην Ελλάδα, όπου ο αριστερός λόγος (κοινωνική δικαιοσύνη, καταδίκη της παγκοσμιοποίησης και της ελεύθερης αγοράς, αντιαμερικανισμός κ.λπ.) φαίνεται να ηγεμονεύει. Με τίμημα όμως την ευκολία που τον έχει κάνει καραμέλα στα στόματα όλων. Μια τέτοια ανακολουθία δεν συνιστά κριτική στις αριστερές αξίες -κάθε άλλο μάλιστα. Αναδεικνύει όμως την έλλειψη αυτογνωσίας ή ακόμα και την υποκρισία, που δεν μας επιτρέπει να συγχαίρουμε εαυτούς, όπως το συνηθίζουμε, για το αντιστασιακό μας πνεύμα κατά του νεοφιλελευθερισμού.