Αφού συμφωνούν, γιατί δεν συνεργάζονται;
Γιώργος Γιαννουλόπουλος, Η Εφημερίδα των Συντακτών, Δημοσιευμένο: 2016-10-09
Εδώ και μήνες, παρακολουθούμε –με κομμένη την ανάσα, δεν θα το έλεγα– τις εξελίξεις στους κόλπους της Κεντροαριστεράς ή του ριζοσπαστικού Κέντρου ή της Σοσιαλδημοκρατίας ή τέλος πάντων διαλέξτε εσείς πώς θα τους πείτε.
Αν όμως αυτά συμβαίνουν στα δεξιά του ΣΥΡΙΖΑ, κάτι ανάλογο παρατηρείται και στην αντίθετη πλευρά. Κάτι που έχει περάσει σχεδόν ασχολίαστο. Εννοώ την αδυναμία ή την απροθυμία των «πραγματικά» αριστερών (ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ΛΑ.Ε. και Πλεύση Ελευθερίας) να σχηματίσουν ένα κοινό μέτωπο για να μη μείνουν εκτός Βουλής, όπως έγινε στις προηγούμενες εκλογές.
Αυτά που τους ενώνουν είναι πάρα πολλά. Και οι τρεις ηγέτες τους, ο Αλέκος Αλαβάνος, ο Παναγιώτης Λαφαζάνης και η Ζωή Κωνσταντοπούλου, αποχώρησαν από τον ΣΥΡΙΖΑ.
Πρώτος ο Αλ. Αλαβάνος και μετά οι άλλοι δύο καταγγέλλοντας τη λεγόμενη στροφή προς τον «ρεαλισμό», δηλαδή την υπογραφή του τρίτου μνημονίου, και βροντοφωνάζοντας ότι θα συνεχίσουν την Αντίσταση (το άλφα πάντα κεφαλαίο). Τότε γιατί δεν τα βρίσκουν μεταξύ τους;
Κατ’ αρχάς υπάρχουν μερικές διαφορές, οι οποίες όμως δεν έχουν να κάνουν με την ουσία αλλά τις αποχρώσεις. Για παράδειγμα, η Ζωή Κωνσταντοπούλου αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στη διεκδίκηση των γερμανικών αποζημιώσεων.
Αλλά όταν πρόκειται για εκλογική συνεργασία, το ζητούμενο είναι η συμφωνία στα βασικά, όχι η απόλυτη σύμπτωση απόψεων, διότι τότε θα μιλούσαμε για συγχώνευση. Αυτό λέει η κοινή λογική. Οποιος όμως παρακολουθεί τις κινήσεις της «ασυμβίβαστης» Αριστεράς γνωρίζει ότι οι ιδεολογικές έριδες και οι διασπάσεις (δίκην αμοιβάδας) δεν οφείλονται σε θεμελιώδεις και αγεφύρωτες διαφωνίες αλλά σε παρεκκλίσεις που ενίοτε εστιάζονται ακόμα και σε μία λέξη.
Οπως στις αρχαίες τελετουργίες οποιαδήποτε αλλοίωση, έστω και απειροελάχιστη, της καθιερωμένης δέησης από τον ιερέα επέφερε την ακύρωσή της, έτσι και στην πολυδιασπασμένη «επαναστατική» Αριστερά δεν υπάρχουν διαφορετικές απόψεις αλλά μόνο ξεπουλήματα και προδοσίες.
Θα μπορούσε κάποιος να αντιτάξει πως και oι νεοφιλελεύθεροι ισχυρίζονται ότι το μήνυμά τους είναι εξίσου ξεκάθαρο, υποχρεωτικό και δεν επιδέχεται παραφθορές. Αν όμως συγκρίνουμε τις δύο περιπτώσεις, θα διαπιστώσουμε ότι και οι μεν και οι δε καταλήγουν στο ίδιο σημείο ακολουθώντας διαφορετικές διαδρομές.
Οσοι πιστεύουν στην απορρύθμιση της αγοράς θέλουν να μας πείσουν ότι η δική τους συνταγή υπαγορεύεται από τη φύση των πραγμάτων, εφόσον, λένε, δεν στηρίζεται σε αρχικές επιλογές ή εμμονές αλλά αποτελεί τη μόνη δυνατή απάντηση στα σημερινά ερωτήματα.
Δηλαδή –κι εδώ θέλω να καταλήξω– ισχυρίζονται ότι η πολιτική τους δεν έχει ιδεολογική διάσταση· απλώς επιβάλλεται από την πραγματικότητα. Κι αυτό την κάνει «φυσιολογική», άρα υπεράνω κριτικής, και ως τέτοια απαιτούν να τη δεχτούμε.
Εφόσον ο απώτερος στόχος είναι η ανάπτυξη, ο μόνος δρόμος είναι η κερδοφορία των ιδιωτικών επιχειρήσεων, η οποία διασφαλίζεται μόνο με τη μείωση του κόστους παραγωγής, που σημαίνει πάνω απ’ όλα μείωση της φορολογίας, δηλαδή συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους, και μείωση του κόστους εργασίας, δηλαδή ξεδόντιασμα του συνδικαλισμού.
Γιατί; Διότι αυτά έχει η ζωή. Μας αρέσει-δεν μας αρέσει. Συνεπώς όσοι διαφωνούν, είτε είναι βλάκες και δεν το βλέπουν είτε είναι αθεράπευτα ιδεολόγοι οι οποίοι προς κέντρα λακτίζουν, σε αντίθεση με τους νεοφιλελεύθερους και τις ορθολογικές επιλογές τους.
Εξού το περιβόητο «δεν υπάρχει εναλλακτική λύση». Κι επειδή το ‘φερε η κουβέντα, θα ήθελα να επισημάνω μια ακούσια ειρωνεία που διατρέχει τον λόγο των νεοφιλελεύθερων: κατηγορούν τους αριστερούς επειδή δεν μπορούν να ξεκολλήσουν από τον μαρξισμό, μια ιδεολογία του 19ου αιώνα, ενώ οι ίδιοι ανακαλύπτουν ότι όλα τα είχε πει ο Ανταμ Σμιθ έναν αιώνα πριν από τον Μαρξ.
Ας περάσουμε τώρα στην αντίπερα όχθη. Οι πολύ αριστεροί ακολουθούν το άστρο της απόλυτης αλήθειας, κρυμμένης αλλά επιβεβλημένης από μια αδήριτη εσωτερική αναγκαιότητα, την οποία μόνο οι γνήσιοι επαναστάτες μπορούν να δουν.
Φυσικά στις μέρες μας οι αριστεροί, με εξαίρεση εκείνους που εκκλησιάζονται στον Περισσό, αποφεύγουν να μιλήσουν για την εγελιανή διαλεκτική που αναποδογύρισε ο Μαρξ, τον ιστορικό υλισμό, τη λενινιστική πρωτοπορία και τη δικτατορία του προλεταριάτου καθ’ οδόν προς την αταξική κοινωνία όπου οι άνθρωποι θα είναι το πρωί αστροφυσικοί και το απόγευμα ψαράδες.
Ολα αυτά μπορεί να έχουν σιωπηρά αποσυρθεί από την κυκλοφορία, αλλά παραμένουν ως ανομολόγητο ιδεολογικό υπέδαφος που καθορίζει τη ρητορική της Αριστεράς, για να διασκευάσουμε την επίσης αλήστου μνήμης διάκριση ανάμεσα στη βάση και το εποικοδόμημα.
Στο όνομα λοιπόν της ιστορικής αναγκαιότητας είναι απολύτως φυσιολογικό να τα βάζουν με εκείνους που παραστρατίζουν, έστω και λίγο. Υπενθυμίζω το απόφθεγμα που αποδίδεται στον Λένιν: η φιλοσοφία του κατήφορου είναι ο πάτος.
Ολα αυτά ισχύουν ίσως σε κάποιο μέτρο. Αλλά για να μην κατηγορηθώ για αφέλεια, θα πρέπει να βάλω στη συζήτηση έναν επιπλέον παράγοντα: τις προσωπικές φιλοδοξίες. Κάτι που στο παρελθόν δεν έπαιξε μεγάλο ρόλο.
Οι αριστεροί προπάτορες μπορεί να κατηγορηθούν για ακαμψία, ιδεολογικές παρωπίδες ή εγκληματικά λάθη. Ουδείς όμως διανοήθηκε να τους προσάψει ναρκισσισμό και προσωπικές ατζέντες. Για τον απλούστατο λόγο ότι τότε την αριστεροσύνη την πλήρωνες. Και πολύ ακριβά.
Από τη μεταπολίτευση και μετά οι αριστεροί άρχισαν να την εισπράττουν. Δεν ξέρω πόση βαρύτητα πρέπει να αποδοθεί σε αυτή την παράμετρο. Οταν όμως κυκλοφορούν φήμες ότι σκέφτεται να μπει στο παιχνίδι και ο Γιάνης Βαρουφάκης, καλά θα κάνουμε να τη λάβουμε σοβαρά υπ’ όψιν.