Περί ρεαλισμού
Γιώργος Γιαννουλόπουλος, Η Εφημερίδα των Συντακτών, Δημοσιευμένο: 2016-10-23
Νομίζω ότι όλοι μας έχουμε αντιληφθεί μέσες άκρες ποια είναι η επικοινωνιακή στρατηγική της κυβέρνησης, δηλαδή η εικόνα που θέλει να έχουμε γι’ αυτήν. Τη συνοψίζω: ναι μεν τα φλογερά προεκλογικά λόγια μας αποδείχθηκαν αυταπάτες, αλλά, σε αντίθεση με τους προηγούμενους, δεν καταθέσαμε τα όπλα και το παλέψαμε όσο μπορούσαμε.
Ναι μεν αναγκαζόμαστε να εφαρμόσουμε μέτρα με τα οποία διαφωνούμε, αλλά τι να κάνουμε, δεν γίνεται αλλιώς. Αν επιμέναμε στις αρχικές υποσχέσεις, η χώρα θα βούλιαζε. Οταν λοιπόν μας κρίνετε, θα πρέπει να παραδεχθείτε ότι εμείς τουλάχιστον προσπαθήσαμε.
Αναμενόμενη η αντίδραση της αντιπολίτευσης. Δεν υπάρχει λόγος να επαναλάβω τα σε όλους μας γνωστά. Αρκεί να αναφέρω το αποστομωτικό επιχείρημα ή δεν ξέρατε τι σας περίμενε, άρα είσαστε άσχετοι, ή το ξέρατε και τάζατε λαγούς με πετραχήλια, άρα είσαστε ψεύτες.
Αν όμως το καλοσκεφτούμε, οι αντίπαλοι της κυβέρνησης καλούνται εκ των πραγμάτων να απαντήσουν στο εξής ερώτημα, το οποίο δεν φαίνονται διατεθειμένοι να θέσουν οι ίδιοι: Δεδομένου ότι η απόρριψη του λάθους γίνεται στο όνομα του ορθού, ποια θα ήταν η ενδεδειγμένη αντίδραση της Αριστεράς όταν αντιμετωπίζει έναν τόσο αρνητικό συσχετισμό δυνάμεων;
Εκ πρώτης όψεως, δύο είναι οι επιλογές. Ή να διασώσει την αριστεροσύνη της επιμένοντας στην πολιτική τής ανατροπής και να σπάσει τα μούτρα της ή να υποταχθεί και συνεπώς να πάψει να υπάρχει ως Αριστερά.
Με άλλα λόγια, πολλοί από εκείνους που έχουν στήσει τον ΣΥΡΙΖΑ στον τοίχο αφήνουν σαφώς να εννοηθεί ότι στις μέρες μας η διαφοροποίηση Αριστεράς - Δεξιάς δεν υφίσταται πλέον, εφόσον το πρώτο σκέλος της θεωρείται εξ ορισμού άτοπο. Αυτό είπε πριν από μερικά χρόνια ο Φουκουγιάμα. Και λίγο αργότερα ήρθε η χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, περί της οποίας η αντιπολίτευση συστηματικά δεν ομιλεί, για να μας θυμίσει ότι τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά.
Ισως μας μπερδεύει η ασάφεια της λέξης «ρεαλισμός». Κι αυτό επειδή μπορεί να σημαίνει δύο διαφορετικά πράγματα.
Σύμφωνα με τη μία εκδοχή, ρεαλιστής είναι εκείνος που αναγνωρίζει και λαμβάνει υπόψη του τον ισχύοντα συσχετισμό δυνάμεων. Σύμφωνα με την άλλη, ρεαλιστής είναι όποιος τον αποδέχεται.
Το πελώριο σφάλμα του ΣΥΡΙΖΑ ήταν ότι δεν διάβασε σωστά την κατάσταση και πίστεψε ότι το σκηνικό θα άλλαζε αν ως κυβέρνηση τσαμπουκαλευόταν επαρκώς («εμείς τον ζουρνά και εκείνοι θα χορεύουν» και άλλα εξίσου γελοία που δεν πρότειναν συγκεκριμένες εφικτές λύσεις αλλά ικανοποιούσαν το μανιχαϊκό θυμικό μας).
Στην αντίπερα όχθη το ιδεολογικό τέχνασμα των φανατικά αντι-ΣΥΡΙΖΑ είναι ότι θεωρούν την αποδοχή του ισχύοντος ως μόνη δυνατή επιλογή. Οχι μόνο στη σημερινή ελληνική συγκυρία –εδώ κάποιο δίκιο το έχουν– αλλά γενικότερα.
Πρέπει να το πάρουμε απόφαση, λένε, ότι η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση είναι η απόλυτα ορθολογική επιλογή, ιδεολογικά και πολιτικά ουδέτερη, η οποία, κατά κάποιο αδιευκρίνιστο τρόπο, αντανακλά, ή καλύτερα ενσαρκώνει την αναλλοίωτη ουσία του κοινωνικού και του πολιτικού.
Αυτήν ακριβώς τη συμβουλή να υποταχθούμε στην επικρατούσα δόξα διαψεύδει η πρόσφατη ιστορία του νεοφιλελευθερισμού.
Οταν η Θάτσερ έγινε πρωθυπουργός, το μοντέλο της μικτής οικονομίας με ισχυρό δημόσιο τομέα και κοινωνικό κράτος δεν ήταν αίτημα αριστεριστών αλλά κάτι προφανώς ορθό, ακόμα και για τους περισσότερους μέσα στο συντηρητικό κόμμα. Αν ρεαλισμός σημαίνει αποδοχή του ισχύοντος, ποιος θα μιλούσε σήμερα για Θατσερισμό;
Το ότι οι αιρετικοί αναγκάζονται, στην αρχή τουλάχιστον, να αποδεχθούν καταστάσεις με τις οποίες διαφωνούν για να μπορέσουν σταδιακά να επιβάλουν τη νέα ορθοδοξία, δεν συνιστά υποκρισία υποχρεωτικά, αλλά πραγματικό ρεαλισμό.
Αν θέλουμε να ζούμε σε μια κοινωνία που δεν διαλέγει ανάμεσα στην απόλυτη ιδεολογική ομοιογένεια και το καθαρτήριο πυρ της επανάστασης, η σταδιακή αλλαγή που σημαίνει ότι θα κάνεις σήμερα πράγματα κόντρα στην ιδεολογία σου, διατηρώντας όμως την ελπίδα να μην τα κάνεις και στο μέλλον, δεν επιτρέπεται απλώς – επιβάλλεται. Μένει όμως να δούμε πώς ο ΣΥΡΙΖΑ διαχειρίστηκε αυτή τη μετάβαση.
Δεν θα σταθώ στα προφανή λάθη τους. Δηλαδή στο άκρως επιθετικό, υπερφίαλο και μισαλλόδοξο πρόσωπο που έδειξαν αρχικά όταν ο αέρας φούσκωνε τα πανιά τους. Εννοώ τους χαρακτηρισμούς «γερμανοτσολιάδες» και «ταγματασφαλίτες» που από το ύψος του υποτιθέμενου ηθικού πλεονεκτήματος εκτόξευαν προς όσους τους έλεγαν τότε αυτά που σήμερα λένε οι ίδιοι.
Ούτε στον μανιχαϊσμό της εύκολης σκέψης: αντιστεκόμαστε σε οτιδήποτε προτείνουν οι πιστωτές, όχι επειδή το κρίνουμε κακό, αλλά μόνο και μόνο επειδή το προτείνουν.
Ευθύνονται και για άλλα, σοβαρότερα. Δεν ξέρω πόσο κόστισαν τα δίδακτρα για την ταχύρρυθμη εκπαίδευση του ΣΥΡΙΖΑ στη σχολή του ρεαλισμού. Ακόμα κι αν η αντιπολίτευση τα φουσκώνει, πρέπει να μιλάμε για πολλά δισεκατομμύρια, με τον λογαριασμό να πηγαίνει στον λαό, που όταν μιλάνε γι’ αυτόν κολλάει το στόμα τους. Ποιος φταίει;
Πάλι η διαπλοκή και οι ξένοι; Τέλος η στροφή προς τον ρεαλισμό εμπεριέχει μια σύγχυση που οφείλεται κι αυτή στην ασάφεια των λέξεων. Ο ΣΥΡΙΖΑ επικαλείται τον κριτικό λόγο κατά του νεοφιλελευθερισμού που στο εξωτερικό αποκτά ολοένα και μεγαλύτερη απήχηση.
Ομως ο όρος «δημόσιο» έχει διαφορετική σημασία εντός και εκτός Ελλάδος. Εκεί αναφέρεται σε δημόσια αγαθά, π.χ. υγεία, παιδεία, κοινωνική πρόνοια, στα οποία το κράτος καλείται να εξασφαλίσει την πρόσβαση για όλους. Στα καθ’ ημάς μεταφράζεται σε σκανδαλώδη εύνοια προς όσους διορίζονται από τα κόμματα στον δημόσιο τομέα, ή καλύτερα προς εκείνους που τον λυμαίνονται για να αποκομίσουν ίδιον όφελος. Οπως και οι νεοφιλελεύθεροι, αλλά με άλλον, παρωχημένο τρόπο.
Μεγαλύτερη υπηρεσία στον νεοφιλευθερισμό δεν μπορώ να φανταστώ.