Η κατανάλωση του μέλλοντός μας
Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, Ελευθεροτυπία, Δημοσιευμένο: 2006-02-10
Περιδιαβαίνω τον αχανή, πρωτοφανών διαστάσεων για τα ελληνικά δεδομένα, χώρο του Mall και αισθάνομαι πως βρίσκομαι μπροστά στην επιτομή της σύγχρονης κατανάλωσης. Τα πάντα μάς προσφέρονται από παντού και αφειδώς: από παπούτσια, ρούχα, τρόφιμα, ποτά και γκατζετάκια μέχρι βιβλία, cd, dvd, υπολογιστές, κάμερες και κινηματογραφικές ταινίες. Προσφέρονται, ωστόσο, όντως αφειδώς; Το ξανασκέφτομαι. Ως συσσωρευμένη ποσότητα (ένα ατέλειωτο απόθεμα, του οποίου το αληθινό μέγεθος ουδείς γνωρίζει) δεν υπάρχει, νομίζω, η παραμικρή αμφιβολία πως η προσφορά ζαλίζει. Αν, παρ’ όλα αυτά, δούμε την προσφορά σε σχέση με τη δυνατότητά της να καταναλωθεί, τότε τα πράγματα αποκτούν ένα εντελώς διαφορετικό νόημα. Οπου κι αν περπατήσει κανείς, σε όποιο σημείο κι αν σταθεί, με όποιον τρόπο κι αν κοιτάξει τα μενού που ξεδιπλώνονται ασταμάτητα τριγύρω του, δεν θα βρει παρά μόνο τις σούπερ καθιερωμένες (ελληνικές και ξένες) φίρμες. Μαγαζιά που προκειμένου να ικανοποιήσουν τις ανάγκες τις οποίες προκαλούν στους επισκέπτες τους απαιτούν ισχυρό βαλάντιο ή, το πιθανότερο και το βολικότερο, ανθεκτικές πιστωτικές κάρτες.
Τα ισχυρά, ωστόσο, βαλάντια, το ξέρουμε καλά, δεν είναι για τον καθένα. Οσο για την αντοχή των πιστωτικών καρτών, μειώνεται τα τελευταία χρόνια, όπως το ξέρουμε καλύτερα, με δραματικούς ρυθμούς. Τι απομένει; Πώς αντιμετωπίζεται χωρίς χρήμα και χωρίς προσδοκία αγοράς ένας τόσο πυκνά σχηματισμένος καταναλωτικός ορίζοντας -ένας ορίζοντας από τον οποίο δεν φαίνεται να υπάρχει καμιά προοπτική διεξόδου και διαφυγής; Ειρήσθω εν παρόδω πως το μητροπολιτικό τοπίο το οποίο διανοίγεται πίσω από τις μελλοντολογικές τζαμαρίες του τελευταίου ορόφου απλώς ενισχύει την αίσθηση του περίκλειστου πύργου της κατανάλωσης: ο τρόπος με τον οποίο συλλαμβάνουμε εδώ το εξωτερικό περιβάλλον οδηγεί σε μια μορφή καθαρώς εικονικής πραγματικότητας.
Το βλέμμα επιστρέφει δρομαίο στο εσωτερικό και καθώς, ως βλέμμα, δεν εμποδίζεται από κανέναν περιορισμό, μπορεί να εντοπίσει και να διεκδικήσει ό,τι θέλει και ό,τι επιθυμεί. Μόνο στο συμβολικό επίπεδο, όμως. Στο πραγματικό, ο επισκέπτης του Mall, που, επαναλαμβάνω, έχει έρθει εδώ με μοναδικό του σκοπό την κατανάλωση, είναι υποχρεωμένος να καταφύγει στις μικρές και ανώδυνες (και κατά τεκμήριον άχρηστες) αγορές, που θα θρέψουν την ψευδαίσθηση της συμμετοχής του στη λειτουργία του σκηνικού το οποίο τον περιέχει. Και μετά;
Μετά, καταφτάνει η ώρα της μεγάλης έκλειψης. Η ώρα που τίποτε από αυτά τα οποία θέλουμε δεν κατορθώνει να φτάσει στα χέρια μας και τίποτε από εκείνα τα οποία επιθυμούμε δεν καταφέρνει να πάρει σάρκα και οστά. Είμαστε ήδη, κι ας φανεί κάπως βαρύγδουπη η φράση μου, στον αστερισμό του μεταμοντέρνου. Ο Zygmunt Bauman το έχει πει σοφά. Σε μια κοινωνία στην οποία τείνουν να κυριαρχήσουν σε απόλυτο βαθμό η κατανάλωση και το ιδιωτικό (στον σταθμό Νερατζιώτισσα των ΗΣΑΠ και του Προαστιακού έχει προβλεφθεί ειδική πρόσβαση για το Mall) εκείνοι οι οποίοι μένουν εκτός παιχνιδιού δεν είναι άλλοι από τους «ελαττωματικούς καταναλωτές» -τους ανικανοποίητους καταναλωτές, που δεν έχουν τα μέσα να καταλαγιάσουν τις αγοραστικές τους ορέξεις. Καταναλωτές που το παιχνίδι παγιδεύει ακόμη περισσότερο διαμέσου της σαγήνης την οποία τους ασκεί, ακόμη και όταν (ή ακριβώς όταν) συνειδητοποιούν πως βρίσκονται (και θα συνεχίσουν ενδεχομένως να βρίσκονται εις το διηνεκές) στο περιθώριο.
Ποιο είναι, λοιπόν, το μέλλον της κατανάλωσής μας στους χώρους (σημερινούς και αυριανούς) της επιτομής της; Φοβάμαι πως δεν θα είναι ένα σπουδαίο μέλλον. Η μαγεία που αρπάζει τον Ελίας Κανέτι στις «Φωνές του Μαρακές», όταν χάνεται στα βάθη των σουκ (των μαροκινών παζαριών), έχει αποδράσει καθ’ ολοκληρίαν από το δικό μας παζάρι. Ο Κανέτι δεν έχει πάψει να διαλέγει το προϊόν του και να διαπραγματεύεται την τιμή του (συχνά με θεαματικά αποτελέσματα). Εμείς δεν μπορούμε ούτε να διαλέξουμε (η γκάμα είναι προαποφασισμένη) ούτε να διαπραγματευτούμε (οι τιμές είναι φιξαρισμένες και στις εκπτώσεις). Εκ των προτέρων ελλειμματικό το συμπέρασμα: άλλο οι βιτρίνες που γλυκοκοιτάζουμε και άλλο οι πόρτες τις οποίες ποτέ δεν θα διαβούμε.
Τα ισχυρά, ωστόσο, βαλάντια, το ξέρουμε καλά, δεν είναι για τον καθένα. Οσο για την αντοχή των πιστωτικών καρτών, μειώνεται τα τελευταία χρόνια, όπως το ξέρουμε καλύτερα, με δραματικούς ρυθμούς. Τι απομένει; Πώς αντιμετωπίζεται χωρίς χρήμα και χωρίς προσδοκία αγοράς ένας τόσο πυκνά σχηματισμένος καταναλωτικός ορίζοντας -ένας ορίζοντας από τον οποίο δεν φαίνεται να υπάρχει καμιά προοπτική διεξόδου και διαφυγής; Ειρήσθω εν παρόδω πως το μητροπολιτικό τοπίο το οποίο διανοίγεται πίσω από τις μελλοντολογικές τζαμαρίες του τελευταίου ορόφου απλώς ενισχύει την αίσθηση του περίκλειστου πύργου της κατανάλωσης: ο τρόπος με τον οποίο συλλαμβάνουμε εδώ το εξωτερικό περιβάλλον οδηγεί σε μια μορφή καθαρώς εικονικής πραγματικότητας.
Το βλέμμα επιστρέφει δρομαίο στο εσωτερικό και καθώς, ως βλέμμα, δεν εμποδίζεται από κανέναν περιορισμό, μπορεί να εντοπίσει και να διεκδικήσει ό,τι θέλει και ό,τι επιθυμεί. Μόνο στο συμβολικό επίπεδο, όμως. Στο πραγματικό, ο επισκέπτης του Mall, που, επαναλαμβάνω, έχει έρθει εδώ με μοναδικό του σκοπό την κατανάλωση, είναι υποχρεωμένος να καταφύγει στις μικρές και ανώδυνες (και κατά τεκμήριον άχρηστες) αγορές, που θα θρέψουν την ψευδαίσθηση της συμμετοχής του στη λειτουργία του σκηνικού το οποίο τον περιέχει. Και μετά;
Μετά, καταφτάνει η ώρα της μεγάλης έκλειψης. Η ώρα που τίποτε από αυτά τα οποία θέλουμε δεν κατορθώνει να φτάσει στα χέρια μας και τίποτε από εκείνα τα οποία επιθυμούμε δεν καταφέρνει να πάρει σάρκα και οστά. Είμαστε ήδη, κι ας φανεί κάπως βαρύγδουπη η φράση μου, στον αστερισμό του μεταμοντέρνου. Ο Zygmunt Bauman το έχει πει σοφά. Σε μια κοινωνία στην οποία τείνουν να κυριαρχήσουν σε απόλυτο βαθμό η κατανάλωση και το ιδιωτικό (στον σταθμό Νερατζιώτισσα των ΗΣΑΠ και του Προαστιακού έχει προβλεφθεί ειδική πρόσβαση για το Mall) εκείνοι οι οποίοι μένουν εκτός παιχνιδιού δεν είναι άλλοι από τους «ελαττωματικούς καταναλωτές» -τους ανικανοποίητους καταναλωτές, που δεν έχουν τα μέσα να καταλαγιάσουν τις αγοραστικές τους ορέξεις. Καταναλωτές που το παιχνίδι παγιδεύει ακόμη περισσότερο διαμέσου της σαγήνης την οποία τους ασκεί, ακόμη και όταν (ή ακριβώς όταν) συνειδητοποιούν πως βρίσκονται (και θα συνεχίσουν ενδεχομένως να βρίσκονται εις το διηνεκές) στο περιθώριο.
Ποιο είναι, λοιπόν, το μέλλον της κατανάλωσής μας στους χώρους (σημερινούς και αυριανούς) της επιτομής της; Φοβάμαι πως δεν θα είναι ένα σπουδαίο μέλλον. Η μαγεία που αρπάζει τον Ελίας Κανέτι στις «Φωνές του Μαρακές», όταν χάνεται στα βάθη των σουκ (των μαροκινών παζαριών), έχει αποδράσει καθ’ ολοκληρίαν από το δικό μας παζάρι. Ο Κανέτι δεν έχει πάψει να διαλέγει το προϊόν του και να διαπραγματεύεται την τιμή του (συχνά με θεαματικά αποτελέσματα). Εμείς δεν μπορούμε ούτε να διαλέξουμε (η γκάμα είναι προαποφασισμένη) ούτε να διαπραγματευτούμε (οι τιμές είναι φιξαρισμένες και στις εκπτώσεις). Εκ των προτέρων ελλειμματικό το συμπέρασμα: άλλο οι βιτρίνες που γλυκοκοιτάζουμε και άλλο οι πόρτες τις οποίες ποτέ δεν θα διαβούμε.