Ποταμοί αίματος και συσσίτια
Παύλος Τσίμας, Τα Νέα, Δημοσιευμένο: 2025-07-12
«Καθώς σκέφτομαι το μέλλον, με κυριεύει ένα κακό προαίσθημα. Βλέπω ποτάμια να αφρίζουν από το αίμα». Η φράση είναι ιστορική. Εκφωνήθηκε το 1968, στην Αγγλία. Κι είναι ο πρόγονος όλων όσων ακούμε σήμερα για την «απειλή κατά της ζωής του έθνους», οποιουδήποτε έθνους, που αντιπροσωπεύει η μετανάστευση. Ώστε να δικαιολογεί έως και την αναστολή της εφαρμογής της σύμβασης για τα δικαιώματα του ανθρώπου.
Τα πράγματα έγιναν κάπως έτσι: Στα μέσα της δεκαετίας του 60, η μετανάστευση από τις πρώην βρετανικές κτήσεις, την Ινδία, το Πακιστάν ή τις χώρες της Καραϊβικής, είχε πυκνώσει, ενώ ταυτόχρονα η παρακμή της κάποτε πανίσχυρης βρετανικής βιομηχανίας είχε αρχίσει να δίνει τα πρώτα σημάδια της στα Midlands και στις πόλεις του αγγλικού βορρά. Οι πρώτες φυλετικές εντάσεις είχαν κάνει την εμφάνισή τους και η κυβέρνηση των Εργατικών είχε φέρει στην Βουλή, με την συναίνεση και της Συντηρητικής αντιπολίτευσης, έναν νόμο κατά των φυλετικών διακρίσεων, που χαρακτήριζε, για παράδειγμα, ως ποινικό αδίκημα την άρνηση να νοικιάσεις σπίτι σε έναν άνθρωπο λόγω της καταγωγής του ή του χρώματος του δέρματός του.
Ένα σημαντικό στέλεχος των Συντηρητικών, σκιώδης υπουργός άμυνας τότε και υποψήφιος αρχηγός του κόμματος, ο Enoch Powell, ήταν ο πρώτος που έσπασε την συναίνεση. Με πάταγο. Εμφανίστηκε στην εκλογική του περιφέρεια, στο Wolverhampton της Αγγλίας, και εκφώνησε τον περίφημο λόγο περί «ποταμών αίματος». Ήταν μια σκοτεινή προφητεία για έναν επικείμενο εμφύλιο πόλεμο ανάμεσα στους γηγενείς, λευκούς Άγγλους και τους εξ αποικιών μετανάστες. Ήταν, εννοείται, μια απόπειρα πολιτικής εργαλειοποίησης του φόβου που προκαλούσε στους ντόπιους η αύξηση του αριθμού των ξένων στις μαραμένες γειτονιές τους- «σε 15-20 χρόνια σ’ αυτή τη χώρα, ο μαύρος θα κρατά το μαστίγιο και θα διατάζει τον λευκό», είχε πει μεταφέροντας τα λόγια μιας ψηφοφόρου του. Κι ήταν η πρώτη φορά στην σύγχρονη εποχή που η μετανάστευση, ή μάλλον μια λαϊκή αντίδραση στην μετανάστευση, μεταφραζόταν σε πολιτική ατζέντα και σε πλατφόρμα εκτόξευσης μιας πολιτικής καριέρας.
Η ομιλία χαρακτηρίστηκε εμπρηστική. Ο Powell κατηγορήθηκε ότι εξάπτει φυλετικά πάθη (και πράγματι τα περιστατικά βίαιων επιθέσεων από συμμορίες λευκών νέων εναντίον μεταναστών αυξήθηκαν το επόμενο διάστημα). Ο ηγέτης του Συντηρητικού κόμματος Edward Heath τον αποδοκίμασε και τον απέβαλε από την σκιώδη κυβέρνηση. Αλλά οι πρώτες δημοσκοπήσεις έδειξαν ότι ένα 75% των Βρετανών συμφωνούσε μαζί του. Οι λιμενεργάτες του Λονδίνου οργάνωσαν διαδήλωση υποστήριξής του. Στις εκλογές που ακολούθησαν ο ίδιος ο Powell επανεξελέγη θριαμβευτικά και οι απόψεις του, παρότι επισήμως αποδοκιμάστηκαν, εκτιμήθηκε ότι βοήθησαν το κόμμα του να κερδίσει μια αναπάντεχη νίκη. Για πολλά από τα επόμενα χρόνια, οι δημοσκοπήσεις τον έβρισκαν ως τον δημοφιλέστερο πολιτικό στη χώρα.
Από εκείνη την προφητεία περί «ποταμών αίματος» έχουν περάσει σχεδόν 60 χρόνια. Τι έχει αλλάξει; ‘Ότι αυτό που τότε ήταν μια ακραία θέση που οδηγούσε σε εξοστρακισμό από το πολιτικό mainstream είναι τώρα κοινός τόπος. Είναι το ίδιο το mainstream. Κι όχι μόνον στα δεξιά του πολιτικού κέντρου, που τα τελευταία χρόνια έλκεται προς μια ρητορική τύπου Μελόνι. Μα και στα αριστερά του, όπου, για παράδειγμα, το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα της Δανίας προβάλλεται ως υπόδειγμα επειδή κατάφερε να γεφυρώσει το χάσμα με τα παραδοσιακά, εργατικά του ακροατήρια, υιοθετώντας πολιτικά την δυσανεξία τους προς τους μετανάστες. Ή όπου ο Βρετανός πρωθυπουργός πρότεινε ένα «λευκό έγγραφο» με μέτρα ελέγχου της μετανάστευσης, το οποία συνόδευσε με μια ομιλία που πολλούς σόκαρε και για την οποία ο ίδιος δήλωσε ότι μετάνιωσε, που επεσήμαινε έναν κίνδυνο «να γίνουμε ένα νησί ξένων».
Τα υπόλοιπα μένουν ίδια. Η μετανάστευση είναι πάντα μια αναπότρεπτη τάση στην ανθρώπινη ιστορία, όπως ήταν από αιώνων. Οι μετανάστες, όταν η παρουσία τους πυκνώνει σε μια κοινότητα που είχε κατακτήσει στο πέρασμα του χρόνου μια κάποια ομοιογένεια, προκαλούν, σε πρώτο χρόνο, ενόχληση. Και η ενόχληση μπορεί να γίνει εκρηκτική, όταν η ζωή της κοινότητας, για άλλους λόγους, επιδεινώνεται. Κι όταν ένας επιτήδειος δημαγωγός θερίζει ποσοστά δημοφιλίας, δείχνοντας τον ξένο, ακόμη κι εκεί που δεν έχει πατήσει το πόδι του, ως αιτία των δεινών όλων.
Η ελληνική εμπειρία δείχνει ότι η πολιτική μπορεί, στους καλούς καιρούς, να διαχειριστεί την μετανάστευση με τρόπο που να ωφελεί την οικονομία δίχως να διασαλεύει την κοινωνική συνοχή. Τα πρώτα δύο κύματα μετανάστευσης στη χώρα μας, από την δεκαετία του 80 μέχρι το 2007-08, μέχρι την κρίση δηλαδή, αντί να αφαιρέσουν θέσεις εργασίας από Έλληνες, όπως πολλοί φοβούνταν, προσέθεσαν πολλές δεκάδες χιλιάδες νέες θέσεις και συνέβαλαν στην οικονομική ανάπτυξη σε ποσοστό 3% του ΑΕΠ. Στους κακούς καιρούς, όμως, όλα αλλάζουν. Όλο και περισσότεροι άνθρωποι νιώθουν όλο και περισσότεροι «ξένοι», αποξενωμένοι από το κοινωνικό τους περιβάλλον και ανυπεράσπιστοι. Οι προοπτικές που χάνονται, ο δημόσιος χώρος που χάνει την συνοχή του, οι ανισότητες που διευρύνονται ευθύνονται για αυτό το αίσθημα αποξένωσης πολύ περισσότερο από τους μετανάστες. Αλλά είναι πάντα ευκολότερο και πολιτικά αποδοτικότερο να δείξεις με τον δάχτυλο, ως ένοχο, τον ξένο, τον διαφορετικό, που φαίνεται, παρά εκείνα που δεν φαίνονται δια γυμνού οφθαλμού και τα οποία, άλλωστε, η πολιτική δεν μπορεί να αντιμετωπίσει. Ένα βήμα πιο εκεί παραμονεύει η τραμπική ρητορική περί «εισβολής» και οι ακροδεξιές θεωρίες συνομωσίας για την «μεγάλη αντικατάσταση» των γηγενών από μετανάστες, που οι καταχθόνιες ελίτ, για μυστηριώδεις και ακατανόητους λόγους, μηχανεύονται τάχα.
Κάπως έτσι, εύκολα παραβιάζεται μια λεπτή κόκκινη γραμμή. Από τον σχεδιασμό μιας ρεαλιστικής και σύμφωνης με το διεθνές δίκαιο πολιτικής ελέγχου και ρύθμισης των μεταναστευτικών ροών, που είναι αναγκαία, θεμιτή και επείγουσα, γλιστράμε στην φθηνή (και επικίνδυνη) αντί-μεταναστευτική δημαγωγία. Και οι «ποταμοί αίματος» των Midlands του 1968 συναντούν τα πολυτελή, «ξενοδοχειακά» συσσίτια των αιτούντων άσυλο στην Κρήτη του 2025.