Εργασία και οικολογική αναδιάρθρωση της οικονομίας.
Στάθης Λουκάς, Αυγή, Δημοσιευμένο: 2011-02-08
Οι επιπτώσεις από την σύγκλιση αλληλοεξαρτημένων διαδικασιών - όπως παγκοσμιοποίηση, κλιματικές αλλαγές και οικονομική κρίση - βάζουν σε κίνδυνο, άν όχι την επιβίωση του πλανήτη, όμως σίγουρα την κοινωνική συμβίωση και συνύπαρξη των ανθρώπων. Αυτό γιατί η εντατική εκμετάλλευση και υποβάθμιση της ανθρώπινης εργασίας είναι παράλληλη διδικασία με την χωρίς όρια εκμετάλλευση και υποβάθμιση της φύσης.
Μισό δισεκατομμύριο εργαζομένων του πρώτου κόσμου έχουν μπει σε ανταγωνισμό με δύο δισεκατομμύρια εργαζομένων των ανερχομένων χωρών. Έτσι προκαλείται μείωση των δικαιωμάτων τους και από πάνω κίνδυνος να αναπτυχθούν - στην πλειονότητα των ανερχομένων - ενεργειακά συστήματα άκρως ρυπογόνα και σπάταλα, που μπορεί να συμβάλουν στο ανεπίστρεπτο των κλιματικών αλλαγών.
Δεν πρόκειται για επιπτώσεις απλής αλλαγής, αλλά για διαμόρφωση ενός κριτικού σημείου καμπής, που χαρακτηρίζει μια αλλαγή πορείας. Μια αλλαγή πορείας που βάζει επί τάπητος την αλλαγή της ανθρώπινης σχέσης με τη φύση, μια καινούργια κατάσταση της ζωής, της κάθε παραγωγής , της κατανάλωσης, της γνώσης και της επικοινωνίας.
Και εάν το σημείο καμπής και αλλαγής πορείας σηματοδοτείται από τη λεγόμενη green economy ή οικολογική αναδιάρθρωση του παραγωγικού συστήματος, πρέπει να γίνει προσπάθεια να ξεπεραστούν πολλές αμφιβολίες και αμφισημίες, που βάζουν σε αμφισβήτηση τα δημοκρατικά δικαιώματα στο χώρο της παραγωγής.
Αφήσαμε πίσω - λόγω αλλαγής του παραγωγικού προτύπου και παγκοσμιοποίησης - τον «αιώνα της εργασίας», από τη σκοπιά της κατάκτησης των δικαιωμάτων και του ρόλου των εργαζομένων στην επέκταση και στη στερέωση των δημοκρατικών δομών στην Ευρώπη. Δικαιώματα και ρόλοι που αποτέλεσαν τη «βάση της πολιτικής δημοκρατίας».
Στην τωρινή φάση, βρισκόμαστε μπροστά σε φαινόμενα παλιννόστησης της παγκοσμιοποίησης στις χώρες προέλευσης, που - έχοντας σαν «διαιτησία ρύθμισης δικαιωμάτων» την χώρα ή τις χώρες από τις οποίες επιστρέφουν - απαιτούν, όπου δυνατόν, όχι μόνον τη μείωση των αμοιβών (για τον Δυτικοευρωπαίο είναι μικρότερες σε σχέση με τις αρχές του ΄90), αλλά και μείωση των δικαιωμάτων.
Γύρω από τα δικαιώματα της εργασίας παίζεται μια ουσιαστική και βασική παρτίδα «όχι μόνο για την αριστερά», αλλά και για τη δημοκρατική ανέλιξη της χώρας.
Μπροστά στη νέα πραγματικότητα, πρέπει να αναζητηθούν διαδικασίες, ενέργειες και χώροι πρόσφοροι για την επιδίωξη των καινούριων όρων του «συμβιβασμού». Το πρόβλημα δεν είναι αν το κεφάλαιο έχει μπεί «με τα μούτρα» σ’αυτή την επιλογή για να μεγιστοποιήσει τα κέρδη του: το πρόβλημα είναι ότι το κεφάλαιο κάνει σε μικρό βαθμό “green economy” σε σχέση με τις ανάγκες που προκύπτουν από την αλλαγή πορείας. (Δεν είναι τυχαία η αντίσταση, που εκφράζεται και στα πλαίσια της Γερουσίας των ΗΠΑ, κλπ. στον καθορισμό των κανόνων του νέου Κιότο). Και ό,τι κάνει μέχρι τώρα, το κάνει άσχημα, εκμεταλλευόμενο όσο περισσότερο δυνατόν τους εργαζομένους και το περιβάλλον.
Στην ατέρμονη πορεία του για την μεγιστοποίηση του κέρδους, το κεφάλαιο μετατοπίζει τις παραγωγικές διαδικασίες εκεί όπου τα δικαιώματα των εργαζομένων και η προστασία του περιβάλλοντος παρουσιάζουν έλλειμα.
Το θέμα για την αριστερά πρέπει να είναι το «να πράττει» ώστε να γίνεται μεγάλη αναδιάρθρωση και να γίνεται καλά, δηλ. αντιμετωπίζοντας και την κοινωνική διάσταση αυτών των παρεμβάσεων.
Και καλά, για την αριστερά, πρέπει να σημαίνει ακόμα περισσότερον ότι η εργασία δεν είναι απλό αντικείμενο αυτής της αλλαγής πορείας, αυτής της προσπάθειας μετασχηματισμού – με χαρακτηριστικά «διανοητικής-πολιτισμικής και ηθικής μεταρρύθμισης» - αλλά είναι βασικός πρωταγωνιστής, μαζί με αλλές υποκειμενικότητες που πράττουν στο συγκεκριμένο χωροταξικό και κοινωνικό χώρο.
Γίνεται έτσι η εργασία η πραγματική πρόκληση για την οικολογική αναδιάρθρωση της οικονομίας και της κοινωνίας, του παραγωγικού συστήματος και των καταναλωτικών συμπεριφορών. Είναι όμως μια πρόκληση που έχει υποτιμηθεί και είναι μικρή η πράξη και η συμμετοχή, με πάλη και προτάσεις για την αντιμετώπιση αυτής της πρόκλησης
Είναι εύκολο να λέμε από κάθεδρας: λιγότερη μόλυνση, λιγότερη κίνηση, λιγότερους ρύπους, από μια παραγωγική μονάδα που μπορεί να είναι ή να μπεί σε κρίση. Αλλά είναι δύσκολο να το πούμε στους εργαζόμενους και ίσως δυσκολότερο να τους πείσουμε. Όμως αυτό είναι «τα καουντιανά δίκρανα» που πρέπει να περάσουμε. Και μπορεί να το κάνουμε μόνο επιδιώκοντας τη δική τους συμμετοχή, τις δικές τους προτάσεις, τη δική τους επιβεβασίωση στην εναλλακτική πρόταση που βασανιστικά θα συμβάλουμε να μπει στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης.
Και αυτό είναι αναγκαίο για τους παρακάτω λόγους:
Πρώτον, για τη διασφάλιση του ρόλου, της αξιοπρέπειας και του δικαιώματος της εργασίας - που ένα κράτος, μια κοινωνία πρέπει να «εγγυηθεί σαν διαδικασία» στους εργαζόμενους.
Δεύτερον, γιατί η αναδιάρθρωση δεν είναι άσχετη με τον τρόπο που διεξάγεται η εργασία, με τους σκοπούς της συγκεκριμένης εργασίας και κατά συνέπεια με το προϊόν που παράγεται.
Προβλήματα για τα οποία πρέπει και μπορούν να εμπλεχτούν πρίν απ’ όλα οι εργαζόμενοι, αλλά και η κοινωνία και ο περίγυρος χώρος με τα οποία διαπλέκεται η εργασία. Είτε αυτή η διαπλοκή αφορά στο εισόδημα που προέρχεται από αυτή την εργασία, είτε η κονωνία και ο χώρος «ανέχεται» και υποφέρει το «οικολογικό βάρος» της παραγωγικής διαδικασίας.
Τα παλιά και τα νέα κινήματα και η πολιτική εκπροσώπηση της εργασίας πρέπει να επενεργήσουν όχι μόνο στο χώρο της παραγωγής (εργαζόμενοι), αλλά και στον γύρω απ’την επιχείρηση κοινωνικό και χωροταξικό χώρο (μέσω και των θεσμικών δομών της Τ.Α.: ιδού η σημασία της) και να βάλουν τα θέματα της ποιότητας της ανάπτυξης, του χρόνου της δουλειάς και του χρόνου της ζωής και της περιβαλλοντικής ποιότητας.
Ο εκρηκτικός συνδυασμός «μονιστικής-ολιστικής επιχείρησης» (συνέπεια του τογιοτικού προτύπου παραγωγής) και παγκοσμιοποίησης μπορεί να προκαλέσει τον πραγματικό κίνδυνο ουσιαστικής αποξένωσης των εργαζομένων, της κοινότητας των πολιτών, των τοπικών θεσμών αλλά και της αντίστοιχης κοινωνικής διάρθρωσης από τα διάφορα επίπεδα απόφασης, που σχετίζοντα με την «green economy».
Είναι τότε στρατηγικής σημασίας να τοποθετηθεί με ένταση το πρόβλημα του καθορισμού των συνθηκών που επιτρέπουν αυτή η «τεχνολογική επανάσταση» να αντιμετωπισθεί από ένα διαρθρωμένο χωροταξικό και κοινωνικό σύστημα, που να είναι σε θέση να προσφέρει: κοινωνική συνοχή, ειδικευμένη και εξασφαλισμένη εργασία, υποδομές στο ύψος των περιστάσεων, μεταφορές και δίκτυα έρευνας, εκσυγχρονισμό και καινοτομία (Συνδικάτο, οικολογικό και άλλα νέα κινήματα, διάφορες μορφές Τ.Α, Πανεπιστήμιο-ερευνα).
Μόνο έτσι, μετατοπίζοντας την αντίθεση και έξω από το χώρο του εργοστασίου και της επιχείρησης, είναι δυνατόν να αναγκαστεί η παραγωγική διαδικασία να λάβει υπ΄όψη της τις ανάγκες της κοινωνικής και χωροταξικής πραγματικότητας και να σπρωχθεί να προωθήσει καινοτομικά και βιώσιμα μοντέλλα παραγωγής και κατανάλωσης.
Η επέκταση της σύγκρουσης στο επίπεδο της διεκδίκησης της εργασίας σαν πολιτικό δικαίωμα, «σαν δημόσιο αγαθό», στους θεσμούς και στο χωροταξικό περίγυρω του εργοστασίου και της επιχείρησης, στην ποιότητα της ανάπτυξης, στην ποιότητα του εργοστασιακού και χωροταξικού περιβάλλοντος, σε συνδυασμό με ένα συνδικαλιστικό κίνημα αντιπροσωπευτικό «όλων των αποκλειομένων και διαφορετικών» είναι δυνατό να συμβάλει στη δημιουργία καινούργιων μοχλών και στηρίξεων για ένα «καινούργιο συμβιβασμό».
Τεργέστη 07/02/2011
Μισό δισεκατομμύριο εργαζομένων του πρώτου κόσμου έχουν μπει σε ανταγωνισμό με δύο δισεκατομμύρια εργαζομένων των ανερχομένων χωρών. Έτσι προκαλείται μείωση των δικαιωμάτων τους και από πάνω κίνδυνος να αναπτυχθούν - στην πλειονότητα των ανερχομένων - ενεργειακά συστήματα άκρως ρυπογόνα και σπάταλα, που μπορεί να συμβάλουν στο ανεπίστρεπτο των κλιματικών αλλαγών.
Δεν πρόκειται για επιπτώσεις απλής αλλαγής, αλλά για διαμόρφωση ενός κριτικού σημείου καμπής, που χαρακτηρίζει μια αλλαγή πορείας. Μια αλλαγή πορείας που βάζει επί τάπητος την αλλαγή της ανθρώπινης σχέσης με τη φύση, μια καινούργια κατάσταση της ζωής, της κάθε παραγωγής , της κατανάλωσης, της γνώσης και της επικοινωνίας.
Και εάν το σημείο καμπής και αλλαγής πορείας σηματοδοτείται από τη λεγόμενη green economy ή οικολογική αναδιάρθρωση του παραγωγικού συστήματος, πρέπει να γίνει προσπάθεια να ξεπεραστούν πολλές αμφιβολίες και αμφισημίες, που βάζουν σε αμφισβήτηση τα δημοκρατικά δικαιώματα στο χώρο της παραγωγής.
Αφήσαμε πίσω - λόγω αλλαγής του παραγωγικού προτύπου και παγκοσμιοποίησης - τον «αιώνα της εργασίας», από τη σκοπιά της κατάκτησης των δικαιωμάτων και του ρόλου των εργαζομένων στην επέκταση και στη στερέωση των δημοκρατικών δομών στην Ευρώπη. Δικαιώματα και ρόλοι που αποτέλεσαν τη «βάση της πολιτικής δημοκρατίας».
Στην τωρινή φάση, βρισκόμαστε μπροστά σε φαινόμενα παλιννόστησης της παγκοσμιοποίησης στις χώρες προέλευσης, που - έχοντας σαν «διαιτησία ρύθμισης δικαιωμάτων» την χώρα ή τις χώρες από τις οποίες επιστρέφουν - απαιτούν, όπου δυνατόν, όχι μόνον τη μείωση των αμοιβών (για τον Δυτικοευρωπαίο είναι μικρότερες σε σχέση με τις αρχές του ΄90), αλλά και μείωση των δικαιωμάτων.
Γύρω από τα δικαιώματα της εργασίας παίζεται μια ουσιαστική και βασική παρτίδα «όχι μόνο για την αριστερά», αλλά και για τη δημοκρατική ανέλιξη της χώρας.
Μπροστά στη νέα πραγματικότητα, πρέπει να αναζητηθούν διαδικασίες, ενέργειες και χώροι πρόσφοροι για την επιδίωξη των καινούριων όρων του «συμβιβασμού». Το πρόβλημα δεν είναι αν το κεφάλαιο έχει μπεί «με τα μούτρα» σ’αυτή την επιλογή για να μεγιστοποιήσει τα κέρδη του: το πρόβλημα είναι ότι το κεφάλαιο κάνει σε μικρό βαθμό “green economy” σε σχέση με τις ανάγκες που προκύπτουν από την αλλαγή πορείας. (Δεν είναι τυχαία η αντίσταση, που εκφράζεται και στα πλαίσια της Γερουσίας των ΗΠΑ, κλπ. στον καθορισμό των κανόνων του νέου Κιότο). Και ό,τι κάνει μέχρι τώρα, το κάνει άσχημα, εκμεταλλευόμενο όσο περισσότερο δυνατόν τους εργαζομένους και το περιβάλλον.
Στην ατέρμονη πορεία του για την μεγιστοποίηση του κέρδους, το κεφάλαιο μετατοπίζει τις παραγωγικές διαδικασίες εκεί όπου τα δικαιώματα των εργαζομένων και η προστασία του περιβάλλοντος παρουσιάζουν έλλειμα.
Το θέμα για την αριστερά πρέπει να είναι το «να πράττει» ώστε να γίνεται μεγάλη αναδιάρθρωση και να γίνεται καλά, δηλ. αντιμετωπίζοντας και την κοινωνική διάσταση αυτών των παρεμβάσεων.
Και καλά, για την αριστερά, πρέπει να σημαίνει ακόμα περισσότερον ότι η εργασία δεν είναι απλό αντικείμενο αυτής της αλλαγής πορείας, αυτής της προσπάθειας μετασχηματισμού – με χαρακτηριστικά «διανοητικής-πολιτισμικής και ηθικής μεταρρύθμισης» - αλλά είναι βασικός πρωταγωνιστής, μαζί με αλλές υποκειμενικότητες που πράττουν στο συγκεκριμένο χωροταξικό και κοινωνικό χώρο.
Γίνεται έτσι η εργασία η πραγματική πρόκληση για την οικολογική αναδιάρθρωση της οικονομίας και της κοινωνίας, του παραγωγικού συστήματος και των καταναλωτικών συμπεριφορών. Είναι όμως μια πρόκληση που έχει υποτιμηθεί και είναι μικρή η πράξη και η συμμετοχή, με πάλη και προτάσεις για την αντιμετώπιση αυτής της πρόκλησης
Είναι εύκολο να λέμε από κάθεδρας: λιγότερη μόλυνση, λιγότερη κίνηση, λιγότερους ρύπους, από μια παραγωγική μονάδα που μπορεί να είναι ή να μπεί σε κρίση. Αλλά είναι δύσκολο να το πούμε στους εργαζόμενους και ίσως δυσκολότερο να τους πείσουμε. Όμως αυτό είναι «τα καουντιανά δίκρανα» που πρέπει να περάσουμε. Και μπορεί να το κάνουμε μόνο επιδιώκοντας τη δική τους συμμετοχή, τις δικές τους προτάσεις, τη δική τους επιβεβασίωση στην εναλλακτική πρόταση που βασανιστικά θα συμβάλουμε να μπει στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης.
Και αυτό είναι αναγκαίο για τους παρακάτω λόγους:
Πρώτον, για τη διασφάλιση του ρόλου, της αξιοπρέπειας και του δικαιώματος της εργασίας - που ένα κράτος, μια κοινωνία πρέπει να «εγγυηθεί σαν διαδικασία» στους εργαζόμενους.
Δεύτερον, γιατί η αναδιάρθρωση δεν είναι άσχετη με τον τρόπο που διεξάγεται η εργασία, με τους σκοπούς της συγκεκριμένης εργασίας και κατά συνέπεια με το προϊόν που παράγεται.
Προβλήματα για τα οποία πρέπει και μπορούν να εμπλεχτούν πρίν απ’ όλα οι εργαζόμενοι, αλλά και η κοινωνία και ο περίγυρος χώρος με τα οποία διαπλέκεται η εργασία. Είτε αυτή η διαπλοκή αφορά στο εισόδημα που προέρχεται από αυτή την εργασία, είτε η κονωνία και ο χώρος «ανέχεται» και υποφέρει το «οικολογικό βάρος» της παραγωγικής διαδικασίας.
Τα παλιά και τα νέα κινήματα και η πολιτική εκπροσώπηση της εργασίας πρέπει να επενεργήσουν όχι μόνο στο χώρο της παραγωγής (εργαζόμενοι), αλλά και στον γύρω απ’την επιχείρηση κοινωνικό και χωροταξικό χώρο (μέσω και των θεσμικών δομών της Τ.Α.: ιδού η σημασία της) και να βάλουν τα θέματα της ποιότητας της ανάπτυξης, του χρόνου της δουλειάς και του χρόνου της ζωής και της περιβαλλοντικής ποιότητας.
Ο εκρηκτικός συνδυασμός «μονιστικής-ολιστικής επιχείρησης» (συνέπεια του τογιοτικού προτύπου παραγωγής) και παγκοσμιοποίησης μπορεί να προκαλέσει τον πραγματικό κίνδυνο ουσιαστικής αποξένωσης των εργαζομένων, της κοινότητας των πολιτών, των τοπικών θεσμών αλλά και της αντίστοιχης κοινωνικής διάρθρωσης από τα διάφορα επίπεδα απόφασης, που σχετίζοντα με την «green economy».
Είναι τότε στρατηγικής σημασίας να τοποθετηθεί με ένταση το πρόβλημα του καθορισμού των συνθηκών που επιτρέπουν αυτή η «τεχνολογική επανάσταση» να αντιμετωπισθεί από ένα διαρθρωμένο χωροταξικό και κοινωνικό σύστημα, που να είναι σε θέση να προσφέρει: κοινωνική συνοχή, ειδικευμένη και εξασφαλισμένη εργασία, υποδομές στο ύψος των περιστάσεων, μεταφορές και δίκτυα έρευνας, εκσυγχρονισμό και καινοτομία (Συνδικάτο, οικολογικό και άλλα νέα κινήματα, διάφορες μορφές Τ.Α, Πανεπιστήμιο-ερευνα).
Μόνο έτσι, μετατοπίζοντας την αντίθεση και έξω από το χώρο του εργοστασίου και της επιχείρησης, είναι δυνατόν να αναγκαστεί η παραγωγική διαδικασία να λάβει υπ΄όψη της τις ανάγκες της κοινωνικής και χωροταξικής πραγματικότητας και να σπρωχθεί να προωθήσει καινοτομικά και βιώσιμα μοντέλλα παραγωγής και κατανάλωσης.
Η επέκταση της σύγκρουσης στο επίπεδο της διεκδίκησης της εργασίας σαν πολιτικό δικαίωμα, «σαν δημόσιο αγαθό», στους θεσμούς και στο χωροταξικό περίγυρω του εργοστασίου και της επιχείρησης, στην ποιότητα της ανάπτυξης, στην ποιότητα του εργοστασιακού και χωροταξικού περιβάλλοντος, σε συνδυασμό με ένα συνδικαλιστικό κίνημα αντιπροσωπευτικό «όλων των αποκλειομένων και διαφορετικών» είναι δυνατό να συμβάλει στη δημιουργία καινούργιων μοχλών και στηρίξεων για ένα «καινούργιο συμβιβασμό».
Τεργέστη 07/02/2011