Η φίμωση του αιρετικού λόγου καταργεί την έννοια της Δημοκρατίας
Σταύρος Τσακυράκης, Κυριακάτικη Αυγή, Δημοσιευμένο: 2006-02-19
Βασική μου θέση είναι ότι το αίτημα για απαγόρευση βλάσφημων ή άσεμνων έργων τέχνης δεν έχει καμιά άλλη βάση παρά την αξίωση ορισμένων, λίγων ή πολλών, να φιμώνουν μηνύματα με τα οποία διαφωνούν έντονα. Η ωμή αυτή λογοκριτική νοοτροπία κρύβεται συνήθως πίσω από τη ρητορεία για δήθεν προσβολή της προσωπικότητας ή του θρησκευτικού συναισθήματος ή των ηθών. Στην πραγματικότητα, όμως, η αιτία που ζητεί κάποιος την απαγόρευση ενός άσεμνου ή αντιθρησκευτικού έργου τέχνης δεν είναι το ενδεχόμενο της δικής του προσβολής από την επαφή του με αυτό, ενδεχόμενο που συνήθως έχει τη δυνατότητα να αποφύγει, όσο η επιθυμία του να μην εκτίθεται κανείς σε ένα έργο που αυτός θεωρεί ανήθικο ή βλάσφημο.
Όταν ο Μ. Έβερτ ζήτησε να αποκαθηλωθεί ο βέβηλος πίνακας της έκθεσης Outlook, χωρίς βεβαίως να έχει δει το έργο, δεν ήταν επειδή κινδύνευε από κάποια προσβολή. Όταν η Καθολική Εκκλησία ζήτησε τη λογοκρισία της παράστασης "Δρ Φάουστους" δεν το έκανε επειδή ανησυχούσε μήπως οι πιστοί της δουν την παράσταση και προσβληθούν. Όταν κάποιοι μουσουλμάνοι έκαψαν τις πρεσβείες, δεν ήταν επειδή οι ίδιοι είδαν τα βλάσφημα σκίτσα και προσβλήθηκαν. Όλοι τους ενοχλούνται από την ιδέα ότι κάποιοι άλλοι μπορεί να έρθουν σε επαφή με έργα με τα οποία εκείνοι αισθάνονται αποτροπιασμό και ακόμη χειρότερα αγανακτούν στην ιδέα ότι μπορεί αυτοί οι άλλοι και να τα απολαύσουν.
Έχουν δικαίωμα σε μια φιλελεύθερη κοινωνία κάποιοι, λίγοι ή πολλοί, να καθορίζουν τι θα βλέπουν ή θα ακούνε οι άλλοι; Αν απαντήσουμε καταφατικά, δεν περιφρονούμε απλώς την ελευθερία του λόγου και της τέχνης αλλά καταλύουμε κάθε έννοια ατομικού δικαιώματος. Δεν αναγνωρίζουμε ότι ο κάθε άνθρωπος έχει τη δική του ηθική αξία, είναι ικανός να κάνει τις επιλογές του και να διαμορφώνει τα δικά του σχέδια ζωής. Η "προσβολή" μας από κάτι που βασικά αφορά άλλους στην πραγματικότητα δεν είναι τίποτε άλλο από την αξίωσή μας να επιβάλλουμε στους άλλους να σκέφτονται και να ζουν όπως αρέσει σε μας.
Γενικά σε μια φιλελεύθερη δημοκρατία ισχύει η αρχή ότι η εναντίωση, διαφωνία ή αγανάκτηση ακόμη και της πλειοψηφίας από το περιεχόμενο ενός μηνύματος δεν αποτελούν ποτέ θεμιτές αιτιολογίες περιορισμού του λόγου. Η αρχή αυτή είναι προφανής στα πολιτικά μηνύματα. Αν η εναντίωση της πλειοψηφίας είναι ικανή να φιμώνει τον αιρετικό πολιτικό λόγο, τότε ασφαλώς δεν υφίσταται ελεύθερος διάλογος ούτε δημοκρατία.
Ισχύει η ίδια αρχή και με το θρησκευτικό λόγο; Ορισμένοι θεωρούν ότι η θρησκευτική πίστη είναι κάτι το ιδιαίτερο και μοναδικό, γι’ αυτό ζητούν μια προνομιακή μεταχείριση για τους πιστούς. Υποστηρίζουν ότι σε ζητήματα θρησκευτικής πίστης υπάρχει ιδιαίτερη ευαισθησία, γι’ αυτό πρέπει να απαγορεύεται σε μια κοινωνία ο προκλητικός λόγος που αμφισβητεί ή λοιδορεί τα δόγματα μιας θρησκείας, έστω κι αν αυτός δεν απευθύνεται σε πιστούς.
Ζητούν με άλλα λόγια μια εξαίρεση για ζητήματα θρησκευτικής πίστης, λες και είναι εύκολο να διακρίνει κανείς πότε ένα ζήτημα αφορά σποκλειστικά τη θρησκεία και όχι την πολιτική ή την κοινωνική ζωή γενικά (σκεφθείτε π.χ. το θέμα της μαντήλας στα σχολεία της Γαλλίας). Το κυριότερο, όμως, είναι ότι αυτή η εξαίρεση εισάγει μια βασική διάκριση μεταξύ θρησκευτικής πίστης και κάθε άλλης κοσμοθεωρίας με αποτέλεσμα να εισάγει εν τέλει και σημαντικές διακρίσεις μεταξύ των πολιτών. Γιατί οι ευαισθησίες των χορτοφάγων ή των οικολόγων π.χ. να μην μετρούν όσο και οι ευαισθησίες των πιστών; Αλλά ακόμη και μεταξύ των πιστών οι διακρίσεις είναι αναπόφευκτες. Θα υπολογίζονται οι ευαισθησίες των πιστών κάθε θρησκείας ή μόνον της επικρατούσας; Και ακόμη θα υπολογίζονται οι αντιδράσεις της ηγεσίας μιας θρησκείας ή θα μετρά η ευαισθησία και ενός μόνου πιστού;
Αν στις σύγχρονες πλουραλιστικές κοινωνίες επιχειρήσουμε να απαγορεύσουμε κάθε έκφραση που έρχεται σε αντίθεση με τις ευαισθησίες κάθε πιστού οποιασδήποτε θρησκείας, θα διαπιστώσουμε ότι λίγες εκφράσεις θα απομείνουν ελεύθερες για δημόσια χρήση. Στις σύγχρονες πλουραλιστικές κοινωνίες, το γεγονός της ύπαρξης πολλών θρησκειών και δογμάτων καθιστά το αίτημα για ιδιαίτερη προστασία του θρησκευτικού συναισθήματος όλων των πολιτών ισοδύναμο με αίτημα λογοκρισίας κάθε ιδέας και έκφρασης.
Το μέτρο σεβασμού των θρησκευτικών πεποιθήσεων των πολιτών σε μια φιλελεύθερη κοινωνία δεν εξαρτάται από την ύπαρξη ή μη προκλητικού αντιθρησκευτικού λόγου αλλά από τις συνθήκες που εξασφαλίζουν την ακώλυτη λατρεία όλων των πολιτών σε όποιον θεό θέλουν. Και για να γίνουμε συγκεκριμένοι ο σεβασμός μας π.χ. προς τη μουσουλμανική θρησκεία δεν εξαρτάται από τη δημοσίευση ή μη των βλάσφημων σκίτσων αλλά από την αυτονόητη ελευθερία τους να έχουν το δικό τους τέμενος στην Αττική.
* Ο Σταύρος Τσακυράκης είναι επίκουρος καθηγητής Συνταγματικού
Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών
Όταν ο Μ. Έβερτ ζήτησε να αποκαθηλωθεί ο βέβηλος πίνακας της έκθεσης Outlook, χωρίς βεβαίως να έχει δει το έργο, δεν ήταν επειδή κινδύνευε από κάποια προσβολή. Όταν η Καθολική Εκκλησία ζήτησε τη λογοκρισία της παράστασης "Δρ Φάουστους" δεν το έκανε επειδή ανησυχούσε μήπως οι πιστοί της δουν την παράσταση και προσβληθούν. Όταν κάποιοι μουσουλμάνοι έκαψαν τις πρεσβείες, δεν ήταν επειδή οι ίδιοι είδαν τα βλάσφημα σκίτσα και προσβλήθηκαν. Όλοι τους ενοχλούνται από την ιδέα ότι κάποιοι άλλοι μπορεί να έρθουν σε επαφή με έργα με τα οποία εκείνοι αισθάνονται αποτροπιασμό και ακόμη χειρότερα αγανακτούν στην ιδέα ότι μπορεί αυτοί οι άλλοι και να τα απολαύσουν.
Έχουν δικαίωμα σε μια φιλελεύθερη κοινωνία κάποιοι, λίγοι ή πολλοί, να καθορίζουν τι θα βλέπουν ή θα ακούνε οι άλλοι; Αν απαντήσουμε καταφατικά, δεν περιφρονούμε απλώς την ελευθερία του λόγου και της τέχνης αλλά καταλύουμε κάθε έννοια ατομικού δικαιώματος. Δεν αναγνωρίζουμε ότι ο κάθε άνθρωπος έχει τη δική του ηθική αξία, είναι ικανός να κάνει τις επιλογές του και να διαμορφώνει τα δικά του σχέδια ζωής. Η "προσβολή" μας από κάτι που βασικά αφορά άλλους στην πραγματικότητα δεν είναι τίποτε άλλο από την αξίωσή μας να επιβάλλουμε στους άλλους να σκέφτονται και να ζουν όπως αρέσει σε μας.
Γενικά σε μια φιλελεύθερη δημοκρατία ισχύει η αρχή ότι η εναντίωση, διαφωνία ή αγανάκτηση ακόμη και της πλειοψηφίας από το περιεχόμενο ενός μηνύματος δεν αποτελούν ποτέ θεμιτές αιτιολογίες περιορισμού του λόγου. Η αρχή αυτή είναι προφανής στα πολιτικά μηνύματα. Αν η εναντίωση της πλειοψηφίας είναι ικανή να φιμώνει τον αιρετικό πολιτικό λόγο, τότε ασφαλώς δεν υφίσταται ελεύθερος διάλογος ούτε δημοκρατία.
Ισχύει η ίδια αρχή και με το θρησκευτικό λόγο; Ορισμένοι θεωρούν ότι η θρησκευτική πίστη είναι κάτι το ιδιαίτερο και μοναδικό, γι’ αυτό ζητούν μια προνομιακή μεταχείριση για τους πιστούς. Υποστηρίζουν ότι σε ζητήματα θρησκευτικής πίστης υπάρχει ιδιαίτερη ευαισθησία, γι’ αυτό πρέπει να απαγορεύεται σε μια κοινωνία ο προκλητικός λόγος που αμφισβητεί ή λοιδορεί τα δόγματα μιας θρησκείας, έστω κι αν αυτός δεν απευθύνεται σε πιστούς.
Ζητούν με άλλα λόγια μια εξαίρεση για ζητήματα θρησκευτικής πίστης, λες και είναι εύκολο να διακρίνει κανείς πότε ένα ζήτημα αφορά σποκλειστικά τη θρησκεία και όχι την πολιτική ή την κοινωνική ζωή γενικά (σκεφθείτε π.χ. το θέμα της μαντήλας στα σχολεία της Γαλλίας). Το κυριότερο, όμως, είναι ότι αυτή η εξαίρεση εισάγει μια βασική διάκριση μεταξύ θρησκευτικής πίστης και κάθε άλλης κοσμοθεωρίας με αποτέλεσμα να εισάγει εν τέλει και σημαντικές διακρίσεις μεταξύ των πολιτών. Γιατί οι ευαισθησίες των χορτοφάγων ή των οικολόγων π.χ. να μην μετρούν όσο και οι ευαισθησίες των πιστών; Αλλά ακόμη και μεταξύ των πιστών οι διακρίσεις είναι αναπόφευκτες. Θα υπολογίζονται οι ευαισθησίες των πιστών κάθε θρησκείας ή μόνον της επικρατούσας; Και ακόμη θα υπολογίζονται οι αντιδράσεις της ηγεσίας μιας θρησκείας ή θα μετρά η ευαισθησία και ενός μόνου πιστού;
Αν στις σύγχρονες πλουραλιστικές κοινωνίες επιχειρήσουμε να απαγορεύσουμε κάθε έκφραση που έρχεται σε αντίθεση με τις ευαισθησίες κάθε πιστού οποιασδήποτε θρησκείας, θα διαπιστώσουμε ότι λίγες εκφράσεις θα απομείνουν ελεύθερες για δημόσια χρήση. Στις σύγχρονες πλουραλιστικές κοινωνίες, το γεγονός της ύπαρξης πολλών θρησκειών και δογμάτων καθιστά το αίτημα για ιδιαίτερη προστασία του θρησκευτικού συναισθήματος όλων των πολιτών ισοδύναμο με αίτημα λογοκρισίας κάθε ιδέας και έκφρασης.
Το μέτρο σεβασμού των θρησκευτικών πεποιθήσεων των πολιτών σε μια φιλελεύθερη κοινωνία δεν εξαρτάται από την ύπαρξη ή μη προκλητικού αντιθρησκευτικού λόγου αλλά από τις συνθήκες που εξασφαλίζουν την ακώλυτη λατρεία όλων των πολιτών σε όποιον θεό θέλουν. Και για να γίνουμε συγκεκριμένοι ο σεβασμός μας π.χ. προς τη μουσουλμανική θρησκεία δεν εξαρτάται από τη δημοσίευση ή μη των βλάσφημων σκίτσων αλλά από την αυτονόητη ελευθερία τους να έχουν το δικό τους τέμενος στην Αττική.
* Ο Σταύρος Τσακυράκης είναι επίκουρος καθηγητής Συνταγματικού
Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών