Καμμία νέα θέση εργασίας δεν προσφέρει ο ΣΕΒ
ΘΕΛΕΙ ΣΥΜΠΙΕΣΗ ΜΙΣΘΩΝ ΣΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΗΣ ΑΝΕΡΓΙΑΣ
Ελίζα Παπαδάκη, Κυριακάτικη Αυγή, Δημοσιευμένο: 2006-03-19
Κεντρικό επιχείρημα του ΣΕΒ για αυξήσεις χαμηλότερες του πληθωρισμού στις κατώτατες αμοιβές φέτος, επιπλέον και για το πάγωμά τους στα περυσινά επίπεδα σε προβληματικούς κλάδους, νομούς και επιχειρήσεις, είναι η υψηλή ανεργία που κινδυνεύει να διογκωθεί ακόμα περισσότερο από την υστέρηση της ανταγωνιστικότητας σε μεγάλο μέρος της οικονομίας. Αλλά φέρνοντας τέτοιες προτάσεις στις συλλογικές διαπραγματεύσεις με τη ΓΣΕΕ, ο ΣΕΒ δεν διαγράφει κανένα σχέδιο - πόσο μάλλον κάποια δέσμευση - για αύξηση της απασχόλησης.
Αντίθετα, η απασχόληση στη βιομηχανία υποχωρεί συνεχώς. Ο δείκτης απασχολουμένων ατόμων που πρόσφατα δημοσίευσε η Στατιστική Υπηρεσία για την περίοδο 2000-2004 εμφανίζει μείωση 5,24% στις μεταποιητικές βιομηχανίες (που κυρίως εκπροσωπεί ο ΣΕΒ) μέσα στην πενταετία, ακόμα μεγαλύτερη (9,56%) στα ορυχεία - λατομεία και 9,84% στον ηλεκτρισμό - φυσικό αέριο - νερό, συνολικά 6,25% σε ολόκληρη τη βιομηχανία που περιλαμβάνει τις τρεις αυτές κατηγορίες.
Εμμένοντας στις θέσεις του, ο πρόεδρος του ΣΕΒ Οδυσσέας Κυριακόπουλος δεν έκανε την παραμικρή νύξη για ενδεχόμενη ανακοπή της πτωτικής τάσης της απασχόλησης στη βιομηχανία. Προφανώς διότι δεν την θεωρεί διόλου πιθανή. "Δεν είναι δυνατόν στην Ευρωζώνη οι αυξήσεις των μισθών να φθάνουν φέτος το 2,1% και εμείς στην Ελλάδα να χαρακτηρίζουμε σκληρό το 2,8%, όταν οι κλαδικές συμβάσεις θα κλείσουν με τελικές αυξήσεις 3,8%-4%", έλεγε την Πέμπτη στους δημοσιογράφους, επιβεβαιώνοντας την πάγια εργοδοτική τακτική χαμηλότερων αυξήσεων στις κατώτατες αμοιβές, η οποία διευρύνει ολοένα περισσότερο τις εισοδηματικές ανισότητες μεταξύ των εργαζομένων. Αλλά η υστέρηση των πραγματικών αυξήσεων στις κατώτατες αμοιβές κατά 20 ποσοστιαίες μονάδες την τελευταία δεκαετία έναντι των μέσων αποδοχών των μισθωτών, όπως τις υπολογίζει η Τράπεζα της Ελλάδος, δεν εμπόδισε την ανεργία να παραμείνει στο 10% όλο αυτό το διάστημα.
Χειρότερες φέτος οι προτάσεις του ΣΕΒ, οδηγούν σε απώλεια αγοραστικής δύναμης τους αμειβομένους με τα κατώτατα, εκείνους δηλαδή που πιο πολύ δυσκολεύονται να καλύψουν βασικές τους ανάγκες με το μισθό που παίρνουν. Ενδέχεται ο ΣΕΒ να μην επιμείνει μέχρι τέλους σε μια αύξηση χαμηλότερη από τον πληθωρισμό. "Θα τα βρούμε κάπου στη μέση", είπε προχθές ο κ. Κυριακόπουλος στο ραδιοφωνικό σταθμό 9,84, εκφράζοντας την πεποίθηση ότι και φέτος θα υπογραφεί τελικά η Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας "όπως κάθε φορά". Με την παρότρυνσή του πάντως να προχωρήσουν οι κλαδικές συλλογικές συμβάσεις χωρίς να περιμένουν την εθνική γενική υπαινίσσεται ότι τη βλέπει να καθυστερεί ακόμα, να παρατείνει την καθήλωση των κατώτατων αμοιβών στα περυσινά επίπεδα, ενώ το κόστος ζωής κάθε μήνα ανεβαίνει. Μεγαλύτερη απώλεια από το 2,8% συνεπάγεται βέβαια το πάγωμα, οι μηδενικές αυξήσεις που υποδεικνύει ο πρόεδρος του ΣΕΒ για τους μισθούς των εργαζομένων σε ζημιογόνες επιχειρήσεις ή σε επιχειρήσεις όπου μειώνονται οι πωλήσεις, όπου απασχολούνται πάνω από 130.000 εργαζόμενοι σύμφωνα με τους υπολογισμούς του, καθώς και στους νομούς με υψηλή ανεργία.
Στην αγανακτισμένη παρατήρηση εκπροσώπων της κοινής γνώμης, πώς είναι δυνατόν να επιμένει στη μείωση των κατώτατων πραγματικών μισθών όταν τα κέρδη των επιχειρήσεων παρουσιάζουν θεαματική άνοδο, ο κ. Κυριακόπουλος απαντά ότι οι επιχειρήσεις του ΣΕΒ που αυξάνουν τα κέρδη τους δίνουν ουσιαστικές αυξήσεις και στους μισθούς των δικών τους εργαζομένων. Δημιουργούν όμως αυτές οι κερδοφόρες επιχειρήσεις πρόσθετες θέσεις εργασίας; Πουθενά δεν διακρίνεται κάτι τέτοιο.
Αλλού - στην Ισπανία - κερδίζονται ανταλλάγματα
Πρακτικές συγκράτησης των μισθών εφαρμόζονται και αλλού στην Ευρώπη, αλλά υπάρχουν περιπτώσεις όπου οι εργαζόμενοι αποσπούν ουσιαστικά ανταλλάγματα.
Πιο εντυπωσιακή είναι η περίπτωση της Ισπανίας. Εκεί ο κατώτατος μισθός δεν είναι προϊόν διαπραγμάτευσης εργοδοτών και συνδικάτων. Ορίζεται με κυβερνητική απόφαση και αυξήθηκε σε 540 ευρώ από την 1/1/2006 (χαμηλότερα από τον δικό μας), με την κυβέρνηση Θαπατέρο να έχει δεσμευθεί ότι θα τον φτάσει στα 600 ευρώ το 2008 με ετήσιες αυξήσεις 5,5%. Το Δεκέμβριο η οργάνωση των εργοδοτών CEOE και τα δύο μεγάλα συνδικάτα της χώρας UGT και Comisiones Obreras διαπραγματεύθηκαν το πλαίσιο στο οποίο θα κινηθούν οι κλαδικές συλλογικές συμβάσεις φέτος και κατέληξαν σε αυξήσεις μισθών 2-3%. Ανάλογο πλαίσιο είχαν συμφωνήσει και πέρυσι, με αποτέλεσμα οι μέσες συμβατικές αμοιβές να αυξηθούν κατά 2,77%. Στην Ισπανία ο πληθωρισμός υπερβαίνει το 3%, και όπως διαπίστωσαν οι δύο πλευρές, μόνο το 70% των συλλογικών συμβάσεων του 2005 είχαν τιμαριθμικές ρήτρες, με αποτέλεσμα απώλεια αγοραστικής δύναμης των μισθών στις υπόλοιπες. Έδωσαν έτσι την κατεύθυνση να γενικευθούν οι τιμαριθμικές ρήτρες στις φετινές συμβάσεις.
Οι συγκρατημένες αυξήσεις μισθών που συμφωνούσαν εργοδότες και συνδικάτα την τελευταία δεκαετία συμβάδισαν με μια δραματική υποχώρηση της ανεργίας, από το 18,2% του εργατικού δυναμικού το 1996 στο 9,2% το 2005. Ιδιαίτερα μεγάλη ήταν η περυσινή μείωση από το 11% το 2004, με τις μισές περίπου από τα δύο εκατομμύρια των νέων θέσεων εργασίας το 2005 στην Ευρωπαϊκή Ένωση να έχουν δημιουργηθεί στην Ισπανία.
Αντιπροσωπευτικά για τη δεκαετία μπορούν να θεωρηθούν τα πρώτα οκτώ χρόνια 1996-2003, για τα οποία η Eurostat έχει δημοσιεύσει συγκρίσιμα στοιχεία: μέσα στην περίοδο αυτή οι μέσες ακαθάριστες ετήσιες αποδοχές των εργαζομένων στη βιομηχανία και στις υπηρεσίες στην Ισπανία αυξήθηκαν από 16.043 ευρώ σε 19.220 ευρώ, κατά 19,8%, με μέση ετήσια αύξηση 2,6%. Στον ίδιο πίνακα οι αντίστοιχες αποδοχές στην Ελλάδα εμφανίζονται να έχουν αυξηθεί από 11.916,9 ευρώ σε 16.738,5 ευρώ, κατά 40,5%, με μέση ετήσια αύξηση 5%. Η ψαλίδα κατά το ήμισυ έκλεισε, ο ελληνικός μέσος μισθός από 74,3% του ισπανικού έφθασε το 87,1%, αλλά σε μας η ανεργία δεν μειώθηκε καθόλου...
Βέβαια, η αύξηση της απασχόλησης και η μείωση της ανεργίας δεν μπορεί να αποδοθεί μόνο, ούτε καν κυρίως, στην πορεία των μισθών. Στη Γερμανία την ίδια περίοδο οι αντίστοιχες μέσες αποδοχές αυξήθηκαν ακόμα λιγότερο, από 35.254 ευρώ σε 40.056 ευρώ, κατά 13,6% ή κατά 1,8% το χρόνο, χωρίς να πέσει η ανεργία. Από την περίπτωση της Ισπανίας ενδιαφέρει ωστόσο να κρατήσουμε τρία πράγματα που αντιστοιχούν σε κεντρικά δικά μας αιτήματα: τη σημαντική αύξηση της απασχόλησης και μείωση της ανεργίας, τον περιορισμό των εισοδηματικών ανισοτήτων μεταξύ των εργαζομένων, καθώς ο κατώτατος μισθός αυξάνεται από το 2004 αισθητά ταχύτερα από το μέσο, και, στην ίδια κατεύθυνση, τη μαζική νομιμοποίηση μεταναστών που επιτεύχθηκε με την περυσινή διαδικασία, η οποία εξασφάλισε για 700.000 πρόσθετους εργαζομένους να αμείβονται τουλάχιστον με αυτόν τον κατώτατο μισθό και όχι παρακάτω, και πάνω σ’ αυτόν οι ίδιοι αλλά και οι εργοδότες τους να πληρώνουν εισφορές στην κοινωνική ασφάλιση. Σ’ αυτά η διεκδικητική στρατηγική των ισπανικών συνδικάτων για τους μισθούς και την απασχόληση οπωσδήποτε έπαιξε αποφασιστικό ρόλο.
Στη Γερμανία άλλωστε, που η οικονομία της, εκκινώντας από υψηλό επίπεδο μισθών, επί χρόνια ταλαντευόταν μεταξύ ύφεσης και στασιμότητας - καμία σχέση με τη συνεχή μεγέθυνση της Ελλάδας και της Ισπανίας - και που δεκαπέντε χρόνια μετά την επανένωση συναντά ακόμα δυσκολίες να αφομοιώσει τις ανατολικές περιοχές, τα συνδικάτα αντιμετώπισαν επανειλημμένα πάγωμα ή και μείωση αμοιβών (ωρομισθίου με αύξηση εργάσιμου χρόνου χωρίς περισσότερο μισθό) στην αυτοκινητοβιομηχανία και αλλού. Έχοντας κατακτήσει το δικαίωμα της αναλυτικής ενημέρωσης από τον εργοδότη διαπραγματεύθηκαν εξαντλητικά και με προοπτική δεκαετίας, αν όχι μιαν αύξηση που δεν χωρούσε, αλλά πάντως τη διάσωση θέσεων εργασίας. Και βρίσκονται σε διαρκή εγρήγορση για να ελέγχουν την τήρηση των συμφωνημένων.
Αντίθετα, η απασχόληση στη βιομηχανία υποχωρεί συνεχώς. Ο δείκτης απασχολουμένων ατόμων που πρόσφατα δημοσίευσε η Στατιστική Υπηρεσία για την περίοδο 2000-2004 εμφανίζει μείωση 5,24% στις μεταποιητικές βιομηχανίες (που κυρίως εκπροσωπεί ο ΣΕΒ) μέσα στην πενταετία, ακόμα μεγαλύτερη (9,56%) στα ορυχεία - λατομεία και 9,84% στον ηλεκτρισμό - φυσικό αέριο - νερό, συνολικά 6,25% σε ολόκληρη τη βιομηχανία που περιλαμβάνει τις τρεις αυτές κατηγορίες.
Εμμένοντας στις θέσεις του, ο πρόεδρος του ΣΕΒ Οδυσσέας Κυριακόπουλος δεν έκανε την παραμικρή νύξη για ενδεχόμενη ανακοπή της πτωτικής τάσης της απασχόλησης στη βιομηχανία. Προφανώς διότι δεν την θεωρεί διόλου πιθανή. "Δεν είναι δυνατόν στην Ευρωζώνη οι αυξήσεις των μισθών να φθάνουν φέτος το 2,1% και εμείς στην Ελλάδα να χαρακτηρίζουμε σκληρό το 2,8%, όταν οι κλαδικές συμβάσεις θα κλείσουν με τελικές αυξήσεις 3,8%-4%", έλεγε την Πέμπτη στους δημοσιογράφους, επιβεβαιώνοντας την πάγια εργοδοτική τακτική χαμηλότερων αυξήσεων στις κατώτατες αμοιβές, η οποία διευρύνει ολοένα περισσότερο τις εισοδηματικές ανισότητες μεταξύ των εργαζομένων. Αλλά η υστέρηση των πραγματικών αυξήσεων στις κατώτατες αμοιβές κατά 20 ποσοστιαίες μονάδες την τελευταία δεκαετία έναντι των μέσων αποδοχών των μισθωτών, όπως τις υπολογίζει η Τράπεζα της Ελλάδος, δεν εμπόδισε την ανεργία να παραμείνει στο 10% όλο αυτό το διάστημα.
Χειρότερες φέτος οι προτάσεις του ΣΕΒ, οδηγούν σε απώλεια αγοραστικής δύναμης τους αμειβομένους με τα κατώτατα, εκείνους δηλαδή που πιο πολύ δυσκολεύονται να καλύψουν βασικές τους ανάγκες με το μισθό που παίρνουν. Ενδέχεται ο ΣΕΒ να μην επιμείνει μέχρι τέλους σε μια αύξηση χαμηλότερη από τον πληθωρισμό. "Θα τα βρούμε κάπου στη μέση", είπε προχθές ο κ. Κυριακόπουλος στο ραδιοφωνικό σταθμό 9,84, εκφράζοντας την πεποίθηση ότι και φέτος θα υπογραφεί τελικά η Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας "όπως κάθε φορά". Με την παρότρυνσή του πάντως να προχωρήσουν οι κλαδικές συλλογικές συμβάσεις χωρίς να περιμένουν την εθνική γενική υπαινίσσεται ότι τη βλέπει να καθυστερεί ακόμα, να παρατείνει την καθήλωση των κατώτατων αμοιβών στα περυσινά επίπεδα, ενώ το κόστος ζωής κάθε μήνα ανεβαίνει. Μεγαλύτερη απώλεια από το 2,8% συνεπάγεται βέβαια το πάγωμα, οι μηδενικές αυξήσεις που υποδεικνύει ο πρόεδρος του ΣΕΒ για τους μισθούς των εργαζομένων σε ζημιογόνες επιχειρήσεις ή σε επιχειρήσεις όπου μειώνονται οι πωλήσεις, όπου απασχολούνται πάνω από 130.000 εργαζόμενοι σύμφωνα με τους υπολογισμούς του, καθώς και στους νομούς με υψηλή ανεργία.
Στην αγανακτισμένη παρατήρηση εκπροσώπων της κοινής γνώμης, πώς είναι δυνατόν να επιμένει στη μείωση των κατώτατων πραγματικών μισθών όταν τα κέρδη των επιχειρήσεων παρουσιάζουν θεαματική άνοδο, ο κ. Κυριακόπουλος απαντά ότι οι επιχειρήσεις του ΣΕΒ που αυξάνουν τα κέρδη τους δίνουν ουσιαστικές αυξήσεις και στους μισθούς των δικών τους εργαζομένων. Δημιουργούν όμως αυτές οι κερδοφόρες επιχειρήσεις πρόσθετες θέσεις εργασίας; Πουθενά δεν διακρίνεται κάτι τέτοιο.
Αλλού - στην Ισπανία - κερδίζονται ανταλλάγματα
Πρακτικές συγκράτησης των μισθών εφαρμόζονται και αλλού στην Ευρώπη, αλλά υπάρχουν περιπτώσεις όπου οι εργαζόμενοι αποσπούν ουσιαστικά ανταλλάγματα.
Πιο εντυπωσιακή είναι η περίπτωση της Ισπανίας. Εκεί ο κατώτατος μισθός δεν είναι προϊόν διαπραγμάτευσης εργοδοτών και συνδικάτων. Ορίζεται με κυβερνητική απόφαση και αυξήθηκε σε 540 ευρώ από την 1/1/2006 (χαμηλότερα από τον δικό μας), με την κυβέρνηση Θαπατέρο να έχει δεσμευθεί ότι θα τον φτάσει στα 600 ευρώ το 2008 με ετήσιες αυξήσεις 5,5%. Το Δεκέμβριο η οργάνωση των εργοδοτών CEOE και τα δύο μεγάλα συνδικάτα της χώρας UGT και Comisiones Obreras διαπραγματεύθηκαν το πλαίσιο στο οποίο θα κινηθούν οι κλαδικές συλλογικές συμβάσεις φέτος και κατέληξαν σε αυξήσεις μισθών 2-3%. Ανάλογο πλαίσιο είχαν συμφωνήσει και πέρυσι, με αποτέλεσμα οι μέσες συμβατικές αμοιβές να αυξηθούν κατά 2,77%. Στην Ισπανία ο πληθωρισμός υπερβαίνει το 3%, και όπως διαπίστωσαν οι δύο πλευρές, μόνο το 70% των συλλογικών συμβάσεων του 2005 είχαν τιμαριθμικές ρήτρες, με αποτέλεσμα απώλεια αγοραστικής δύναμης των μισθών στις υπόλοιπες. Έδωσαν έτσι την κατεύθυνση να γενικευθούν οι τιμαριθμικές ρήτρες στις φετινές συμβάσεις.
Οι συγκρατημένες αυξήσεις μισθών που συμφωνούσαν εργοδότες και συνδικάτα την τελευταία δεκαετία συμβάδισαν με μια δραματική υποχώρηση της ανεργίας, από το 18,2% του εργατικού δυναμικού το 1996 στο 9,2% το 2005. Ιδιαίτερα μεγάλη ήταν η περυσινή μείωση από το 11% το 2004, με τις μισές περίπου από τα δύο εκατομμύρια των νέων θέσεων εργασίας το 2005 στην Ευρωπαϊκή Ένωση να έχουν δημιουργηθεί στην Ισπανία.
Αντιπροσωπευτικά για τη δεκαετία μπορούν να θεωρηθούν τα πρώτα οκτώ χρόνια 1996-2003, για τα οποία η Eurostat έχει δημοσιεύσει συγκρίσιμα στοιχεία: μέσα στην περίοδο αυτή οι μέσες ακαθάριστες ετήσιες αποδοχές των εργαζομένων στη βιομηχανία και στις υπηρεσίες στην Ισπανία αυξήθηκαν από 16.043 ευρώ σε 19.220 ευρώ, κατά 19,8%, με μέση ετήσια αύξηση 2,6%. Στον ίδιο πίνακα οι αντίστοιχες αποδοχές στην Ελλάδα εμφανίζονται να έχουν αυξηθεί από 11.916,9 ευρώ σε 16.738,5 ευρώ, κατά 40,5%, με μέση ετήσια αύξηση 5%. Η ψαλίδα κατά το ήμισυ έκλεισε, ο ελληνικός μέσος μισθός από 74,3% του ισπανικού έφθασε το 87,1%, αλλά σε μας η ανεργία δεν μειώθηκε καθόλου...
Βέβαια, η αύξηση της απασχόλησης και η μείωση της ανεργίας δεν μπορεί να αποδοθεί μόνο, ούτε καν κυρίως, στην πορεία των μισθών. Στη Γερμανία την ίδια περίοδο οι αντίστοιχες μέσες αποδοχές αυξήθηκαν ακόμα λιγότερο, από 35.254 ευρώ σε 40.056 ευρώ, κατά 13,6% ή κατά 1,8% το χρόνο, χωρίς να πέσει η ανεργία. Από την περίπτωση της Ισπανίας ενδιαφέρει ωστόσο να κρατήσουμε τρία πράγματα που αντιστοιχούν σε κεντρικά δικά μας αιτήματα: τη σημαντική αύξηση της απασχόλησης και μείωση της ανεργίας, τον περιορισμό των εισοδηματικών ανισοτήτων μεταξύ των εργαζομένων, καθώς ο κατώτατος μισθός αυξάνεται από το 2004 αισθητά ταχύτερα από το μέσο, και, στην ίδια κατεύθυνση, τη μαζική νομιμοποίηση μεταναστών που επιτεύχθηκε με την περυσινή διαδικασία, η οποία εξασφάλισε για 700.000 πρόσθετους εργαζομένους να αμείβονται τουλάχιστον με αυτόν τον κατώτατο μισθό και όχι παρακάτω, και πάνω σ’ αυτόν οι ίδιοι αλλά και οι εργοδότες τους να πληρώνουν εισφορές στην κοινωνική ασφάλιση. Σ’ αυτά η διεκδικητική στρατηγική των ισπανικών συνδικάτων για τους μισθούς και την απασχόληση οπωσδήποτε έπαιξε αποφασιστικό ρόλο.
Στη Γερμανία άλλωστε, που η οικονομία της, εκκινώντας από υψηλό επίπεδο μισθών, επί χρόνια ταλαντευόταν μεταξύ ύφεσης και στασιμότητας - καμία σχέση με τη συνεχή μεγέθυνση της Ελλάδας και της Ισπανίας - και που δεκαπέντε χρόνια μετά την επανένωση συναντά ακόμα δυσκολίες να αφομοιώσει τις ανατολικές περιοχές, τα συνδικάτα αντιμετώπισαν επανειλημμένα πάγωμα ή και μείωση αμοιβών (ωρομισθίου με αύξηση εργάσιμου χρόνου χωρίς περισσότερο μισθό) στην αυτοκινητοβιομηχανία και αλλού. Έχοντας κατακτήσει το δικαίωμα της αναλυτικής ενημέρωσης από τον εργοδότη διαπραγματεύθηκαν εξαντλητικά και με προοπτική δεκαετίας, αν όχι μιαν αύξηση που δεν χωρούσε, αλλά πάντως τη διάσωση θέσεων εργασίας. Και βρίσκονται σε διαρκή εγρήγορση για να ελέγχουν την τήρηση των συμφωνημένων.