Να γίνουμε ντελικατέσεν, όχι σούπερ μάρκετ
Γιάννης Σπιλάνης, Η Καθημερινή, Δημοσιευμένο: 2021-05-30
Ένα βασικό συμπέρασμα της διδακτορικής μου διατριβής με θέμα «Τουρισμός και περιφερειακή ανάπτυξη: η περίπτωση των ελληνικών νησιών», ήταν ότι ο τουρισμός βοηθάει στη δημιουργία συνθηκών αύξησης των εισοδημάτων, της απασχόλησης, του πληθυσμού (αυτό που ονομάζουμε μεγέθυνση) σε μια περιοχή, αλλά δεν συμβάλλει αυτόματα στη σταθερή και βιώσιμη ανάπτυξη των περιοχών αυτών. Ηταν ξεκάθαρο ήδη από τη δεκαετία του ’80 ότι νησιά όπως η Ρόδος, η Μύκονος, η Σαντορίνη, η Κως είχαν καταφέρει να αντιστρέψουν τη φθίνουσα οικονομική και δημογραφική τους πορεία εξαιτίας του τουρισμού.
Το συμπέρασμα αυτό επιβεβαιώνει μετά τόσα χρόνια τουριστικής ανάπτυξης ο Παγκόσμιος Οργανισμός Τουρισμού (ΠΟΤ) σε πρόσφατη έκθεσή του με τίτλο «Τουρισμός για βιώσιμη ανάπτυξη». Συμπληρώνει μάλιστα ότι έπειτα από μακροχρόνιες συζητήσεις γύρω από την αναγκαιότητα υιοθέτησης πολιτικών για έναν βιώσιμο τουρισμό, που θα συμβάλει στη βελτίωση της παγκόσμιας κατάστασης, τα κράτη και οι επιχειρήσεις λένε και υπόσχονται πολλά, αλλά πράττουν λίγα.
Τα νησιά του κόσμου όλου, και ειδικά τα ελληνικά, είναι τόποι ελκυστικοί για το κυρίαρχο τουριστικό προϊόν του πλανήτη τη μεταπολεμική περίοδο, τον τουρισμό του ήλιου και της θάλασσας. Αυτό το γεγονός συσσωρεύει πιέσεις περιβαλλοντικές και κοινωνικές στα εύθραυστα νησιωτικά οικοσυστήματα, ενώ, παρά τα εμφανή θετικά συνολικά οικονομικά αποτελέσματα, εκφράζονται πολλές αμφιβολίες για τον τρόπο διάχυσής τους στις τοπικές κοινωνίες.
Προφανώς τα προβλήματα δεν έχουν την ίδια ισχύ και ένταση παντού, αλλά είναι ανάλογα των τουριστικών ροών και του μοντέλου τουριστικής ανάπτυξης ακόμη και μεταξύ των ελληνικών νησιών. Υπάρχουν νησιά όπου η αναλογία διανυκτερεύσεων ανά κάτοικο και ανά έκταση είναι ιδιαίτερα υψηλή, γεγονός που αποτυπώνει την ύπαρξη κινδύνων βιωσιμότητας της όλης πορείας.
Με βάση τα δεδομένα του Παρατηρητηρίου Βιώσιμου Τουρισμού Αιγαίου μπορούμε να κατατάξουμε τα νησιά μας σε παραθεριστικά (δηλαδή αυτά με περισσότερες ιδιωτικές κλίνες παρά επαγγελματικές), σε νησιά με υψηλή εξάρτηση από tour operators και σε νησιά που βασίζονται σε μη οργανωμένους τουρίστες. Καθεμιά από τις κατηγορίες αυτές καταγράφουν διαφορετικές οικονομικές, κοινωνικές και περιβαλλοντικές επιδόσεις που θα πρέπει να αξιοποιηθούν σε ό,τι αφορά τον μελλοντικό σχεδιασμό. Παρά τον κίνδυνο υπερβολικής γενίκευσης, θα υποστήριζα ότι τα πρώτα υστερούν σε επιδόσεις και τα τελευταία υπερτερούν.
Πώς μπορούμε να μεγιστοποιήσουμε τις αποδόσεις του τουρισμού, όπως ζητεί ο ΠΟΤ, δηλαδή το αποτύπωμά του, χωρίς να βάλουμε σε κίνδυνο τη φέρουσα ικανότητα του κάθε νησιού ξεχωριστά; Δύο βασικές προϋποθέσεις:
• Η ύπαρξη σχεδίου ανάπτυξης και διαχείρισης τουρισμού ενταγμένο στον συνολικό αναπτυξιακό σχεδιασμό ώστε να λαμβάνονται υπόψη τα όρια που υπάρχουν στα μικρά οικοσυστήματα, αλλά και η ανάγκη για βελτίωση της ποιότητας ζωής των κατοίκων. Η λειτουργία παρατηρητηρίων και φορέων διαχείρισης, σε επίπεδο περιφέρειας αλλά και σημαντικών προορισμών, αποτελούν τα κατάλληλα εργαλεία.
• Ο τουριστικός σχεδιασμός στα νησιά οφείλει να εστιάσει όχι στον «φτηνό» και στον «μεγάλης κλίμακας» τουρισμό, αφού έχει περιορισμένους πόρους και χώρο αλλά και μεγάλα κόστη λειτουργίας. Οφείλει να αναδείξει τις πολιτιστικές, περιβαλλοντικές και παραγωγικές ιδιαιτερότητες του κάθε νησιού με προϊόντα και υπηρεσίες ποιοτικές, με ταυτότητα και υψηλή προστιθέμενη αξία που να ενσωματώνουν τεχνογνωσία και εκπαιδευμένο ανθρώπινο δυναμικό.
Η πανδημία προκαλεί μια νέα επανεκκίνηση του τουρισμού με πολλές άγνωστες παραμέτρους. Η Ελλάδα, με τα νησιά της που καλύπτουν τα δύο τρίτα του ελληνικού τουρισμού, πρέπει να κάνει επιλογές σε ό,τι αφορά το μοντέλο της τουριστικής ανάπτυξης που μέχρι σήμερα αποφεύγει: αυτές της ποιότητας. Η Ελλάδα λόγω του μεγέθους της αλλά και των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της θα πρέπει να απορρίψει την επιλογή του σούπερ μάρκετ και να υιοθετήσει αυτή του καταστήματος ντελικατέσεν, με ό,τι αυτό προϋποθέτει σε ό,τι αφορά την παραγωγή και τη διακίνηση του τουριστικού προϊόντος.