Παίζουμε με τη φωτιά
Γιώργος Γιαννουλόπουλος, Η Εφημερίδα των Συντακτών, Δημοσιευμένο: 2021-08-21
Πολλοί που είτε πρόσκεινται στην κυβέρνηση είτε απεχθάνονται τον ΣΥΡΙΖΑ, κατηγόρησαν την αξιωματική αντιπολίτευση ότι χάρηκε για τις φωτιές. Το καταλάβαινες, λένε, από τους τίτλους των δικών τους εφημερίδων, από τα γραφόμενα, από τα λόγια, ακόμα κι από το χαμόγελο που επέστρεψε στα πρόσωπα των Συριζαίων. Κι αυτό επειδή τους δόθηκε η ευκαιρία να στριμώξουν τη Νέα Δημοκρατία, επωφελούμενοι από την ανθρώπινη διάσταση της καταστροφής, στο όνομα της οποίας κάθιζαν την κυβέρνηση στο σκαμνί. Με αυτή τη λογική, αν καιγόταν ολόκληρη η Εύβοια, ο ΣΥΡΙΖΑ θα αποκόμιζε μεγαλύτερο όφελος. Οι φωτιές ήταν θεόσταλτο δώρο και ευκαιρία να πάρουν το αίμα τους πίσω. Νομίζω ότι οι επικριτές της αντιπολίτευσης σωστά διάβασαν τα σημεία. Την ίδια εντύπωση έχω κι εγώ.
Οι αντι-ΣΥΡΙΖΑ όμως ξέχασαν ένα ανάλογο και πολύ πρόσφατο περιστατικό, όπου οι ρόλοι είχαν αντιστραφεί. Θέλω να πω ότι το ίδιο ακριβώς συνέβη και με την τραγωδία στο Μάτι. Θυμάμαι πολύ καθαρά πόσο είχε αναθαρρήσει η τότε αντιπολίτευση, για να μην πω ότι μέσα τους πανηγύριζαν. Και σε αυτή την περίπτωση, όσο περισσότερα τα θύματα τόσο καλύτερα για τη Νέα Δημοκρατία. Δεν αποκλείεται μάλιστα, αν δεν υπήρχαν νεκροί, να μην κέρδιζε τις εκλογές. Αρα η εκατόμβη στο Μάτι αποδείχθηκε το μεγάλο της ατού. Φυσικά ούτε οι μεν ούτε οι δε είναι πυρομανείς. Απλούστατα, η συγκεκριμένη στάση αποτελεί δομικό χαρακτηριστικό της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Το οποίο πρέπει να ανασύρουμε στην επιφάνεια για να το δούμε από πιο κοντά.
Η αντιπολίτευση, και εννοώ η όποια αντιπολίτευση, πλέει σε πελάγη ευτυχίας όταν οι άνθρωποι (δηλαδή οι ψηφοφόροι) δυστυχούν και τα βρίσκει σκούρα όταν τα πράγματα πηγαίνουν καλά. Είναι κατά συνέπεια επόμενο οι εκτός εξουσίας να φέρνουν συνεχώς την καταστροφή, διογκώνοντας τις ζημιές και τις ευθύνες εκείνων που όφειλαν να τις είχαν αποτρέψει. Αυτή η στάση, η οποία αποκρύπτεται για ευνόητους λόγους, είναι η ουσία της πολιτικής αντιπαράθεσης, η οποία με τη σειρά της είναι η ουσία της δημοκρατίας. Διότι ζούμε σε μια νεωτερική κοινωνία, όπου το ορθό και το αληθές δεν θεωρείται δεδομένο αλλά παραμένει εσαεί το ζητούμενο. Δημοκρατία χωρίς αμφισβήτηση, χωρίς κριτική δεν νοείται. Αλλά η κριτική αυτή λειτουργεί σε δύο επίπεδα.
Το πρώτο, στο οποίο διαπρέπουμε επειδή, σύμφωνα με την ατυχή ρήση του Σβορώνου, η αντίσταση αποτελεί ουσιαστικό χαρακτηριστικό του Ελληνα, είναι εξωστρεφές. Ή, για να το πω με άλλα λόγια, δεν αφήνουμε τους ανιπάλους μας σε χλωρό κλαρί. (Δεν ξέρω για σας, εμένα πάντως κάτι μου θυμίζει.) Ο,τι και να πουν είναι ψέμα, ό,τι και να κάνουν είναι λάθος. Ασχολούμαι με την πολιτική σημαίνει ότι παλεύω με νύχια και με δόντια να περάσει η δική μου ανάγνωση των πραγμάτων. Κι αν χρειαστεί να καεί ολόκληρη η Ελλάδα για να το πετύχω, ας καεί.
Το δεύτερο, και πιο χαρακτηριστικό είδος κριτικής που εισάγει η νεωτερικότητα, είναι η εσωστρέφεια του κριτικού αναστοχασμού. Εδώ η αμφιβολία και η αμφισβήτηση εστιάζουν στον τρόπο με τον οποία εμείς διαβάζουμε το τι συμβαίνει. Διότι δεν έχουμε και δεν μπορούμε να έχουμε πάντα και από χέρι δίκιο. Αρα, μερικές φορές, οφείλουμε να απορρίψουμε αυτό που βραχυπρόθεσμα φαίνεται να μας συμφέρει ή να παραδεχθούμε πως οι αντίπαλοί μας ενδέχεται κάπου κάπου να κάνουν και κάτι σωστό.
Οι δύο αυτές τάσεις είναι εξ ορισμού αντίρροπες και ταυτόχρονα αναγκαίες. Αν εκλείψει η πρώτη, ό,τι ισχύει γίνεται η αναπόδραστη μοίρα μας. Κι αν εκλείψει η δεύτερη, η κάθε διαφωνία θα οδηγεί σε αγώνες μέχρι θανάτου και χωρίς κανόνες. Δεν περιμένω από τους πολιτικούς να δώσουν το καλό παράδειγμα, γιατί οι ιδεολογικές παρωπίδες τους και σε πολλές περιπτώσεις το ανομολόγητο προσωπικό τους συμφέρουν δεν το επιτρέπουν. Εμείς οι υπόλοιποι όμως μπορούμε να χαμηλώσουμε λίγο τους τόνους, διατηρώντας πάντα τις διαφωνίες μας. Και ένας σχετικά εύκολος τρόπος να το πετύχουμε είναι να αναλογιστούμε ότι κάποια πράγματα δεν είναι καλά όταν τα κάνουμε εμείς και κακά όταν τα κάνουν οι αντίπαλοί μας. Στην προκειμένη περίπτωση με τις φωτιές, ας παραδεχθούμε ότι και οι μεν και οι δε τόνισαν υπερβολικά την επικοινωνιακή διάσταση, με το επιχείρημα ότι αυτό το έκαναν μόνο οι άλλοι.