Κυβερνήσεις συνεργασίας: η Ελλάδα μπορεί να γίνει Γερμανία;
Τάσος Παππάς, Η Εφημερίδα των Συντακτών, Δημοσιευμένο: 2021-10-02
Μπορεί το εκλογικό αποτέλεσμα στη Γερμανία και οι συζητήσεις που διεξάγονται για τον σχηματισμό συμμαχικής κυβέρνησης να επηρεάσουν την Ελλάδα και να προκαλέσουν αλλαγή στάσης του πρωθυπουργού και των αρχηγών των κομμάτων στο θέμα των συνεργασιών; Από πρώτη ματιά η απάντηση είναι αρνητική. Διαφορετικά πολιτικά συστήματα, άλλη παράδοση και κουλτούρα στο ζήτημα της διακυβέρνησης. Στη Γερμανία οι κυβερνήσεις συνεργασίας είναι σύνηθες φαινόμενο.
Συνασπισμός κομμάτων κυβερνούσε μέχρι την περασμένη Κυριακή, συνασπισμός κομμάτων θα κληθεί να διαχειριστεί τις τύχες της χώρας τα επόμενα χρόνια, εκτός αν δεν καρποφορήσουν οι διαπραγματεύσεις και έχουμε ξανά εκλογές. Δεν είναι πιθανό, αλλά ας μην το αποκλείσουμε. Εκεί τα μεγάλα κόμματα είναι ανοιχτά στις συνεργασίες, ακόμη και μεταξύ τους, εκεί υπάρχουν τα κόμματα-μπαλαντέρ που συμπλέουν άλλοτε με τη Χριστιανοδημοκρατία, άλλοτε με τους Σοσιαλδημοκράτες, κάποιες φορές παίζουν βοηθητικούς ρόλους, κάποιες φορές πρωταγωνιστικούς.
Εδώ έχει αναπτυχθεί μια μεγάλη φιλολογία για την αναποτελεσματικότητα των κυβερνήσεων συνεργασίας και για την ανάγκη η χώρα να διοικείται από ισχυρές και αυτοδύναμες κυβερνήσεις. Οι πρώτες, σύμφωνα με τους οπαδούς αυτών των απόψεων, οδηγούν σε παραλυσία λόγω της ασταθούς ισορροπίας που επικρατεί μεταξύ των εταίρων, παράγουν εκφυλιστικές καταστάσεις, δημιουργούν συνθήκες που ευνοούν τις ανίερες συναλλαγές, ενώ οι δεύτερες είναι συμπαγείς, αντιδρούν γρήγορα, δεν διστάζουν να παίρνουν αντιδημοφιλείς αποφάσεις, δεν υπολογίζουν το πολιτικό κόστος, εφαρμόζουν χωρίς εκπτώσεις το πρόγραμμά τους και λύνουν προβλήματα.
Η περιγραφή είναι ειδυλλιακή και γι’ αυτό ψευδής. Η πράξη δεν έχει δικαιώσει τη συγκεκριμένη προσέγγιση, αν κρίνουμε από το παρελθόν των παντοδύναμων μονοκομματικών κυβερνήσεων. Για τη χρεοκοπία της χώρας και την αιχμαλωσία της στα μνημόνια, για τις παθογένειες που δηλητηριάζουν την πολιτική ζωή, για τις αγκυλώσεις που ταλαιπωρούν την καθημερινότητα των πολιτών και για τα εκτεταμένα δίκτυα διαφθοράς ένοχες είναι οι πανίσχυρες, αυτοδύναμες και μονοκομματικές κυβερνήσεις.
Εξαιρέσεις στην Ελλάδα είχαμε. Οι δύο ήταν περίεργες. Εμοιαζαν και όντως ήταν εκτός πάσης πολιτικής λογικής. Οποιος έλεγε ότι μπορεί να υπάρξουν τέτοιου τύπου συμπράξεις θα χαρακτηριζόταν τουλάχιστον γραφικός: Η κυβέρνηση Τζαννετάκη (Νέα Δημοκρατία-ενιαίος Συνασπισμός) που ήταν μονοθεματική και βραχύβια (αντιμετώπιση του σκανδάλου Κοσκωτά) και η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-Ανεξάρτητοι Ελληνες που ήταν αναγκαστική (αντιμνημονιακή) και άντεξε περίπου τέσσερα χρόνια. Υπήρξε και η κυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου (εκπροσωπούσαν τα κόμματα που μέχρι τότε εμφανίζονταν ως ορκισμένοι εχθροί), η οποία παρουσιάστηκε ως κυβέρνηση εθνικής ενότητας αν και δεν ήταν.
Το θέμα των κυβερνήσεων συνεργασίας επανήλθε στην επικαιρότητα με αφορμή την ερώτηση που δέχτηκε ο πρωθυπουργός στη συνέντευξη Τύπου στη ΔΕΘ. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης απέρριψε την περίπτωση να συνεργαστεί με άλλο κόμμα μετά τις πρώτες εκλογές, συμπληρώνοντας ότι ο στόχος του είναι η αυτοδυναμία της Νέας Δημοκρατίας που πιστεύει ότι θα προκύψει μετά τις δεύτερες εκλογές οι οποίες θα διεξαχθούν με ενισχυμένη αναλογική. Η αντίρρηση ήρθε από κει που πολλοί δεν την περίμεναν.
Από τον πρώην πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ, Ευάγγελο Βενιζέλο. Μιλώντας στον «Σκάι» το βράδυ των γερμανικών εκλογών ο κ. Βενιζέλος έθεσε το εξής ερώτημα: «Το ζήτημα είναι, το γερμανικό εκλογικό αποτέλεσμα θα οδηγήσει τον κ. Μητσοτάκη στο να επανεξετάσει τη βασική του θέση ότι "διεκδικούμε ως Νέα Δημοκρατία μια νέα αυτοδύναμη κυβέρνηση, θα αγνοήσουμε τις επόμενες εκλογές με απλή αναλογική, θα πάμε στο επόμενο εκλογικό σύστημα της ενισχυμένης αναλογικής μέσα από μια πολωτική γραμμή με άλλον πόλο τον ΣΥΡΙΖΑ που δεν μπορεί να διατυπώσει ένα νέο αφήγημα, θα τον νικήσουμε τον ΣΥΡΙΖΑ και θα κάνουμε ξανά μονοκομματική κυβέρνηση"; Αυτό το σενάριο πρέπει να το επανεξετάσει μετά το γερμανικό αποτέλεσμα;» Κάποιοι ξαφνιάστηκαν. Αρχισαν να κυκλοφορούν διάφορα σενάρια.
Τι επιδιώκει ο Βενιζέλος; Είναι σε συνεννόηση με κυβερνητικούς κύκλους; Φαντάζεται τον εαυτό σε ρόλο ρυθμιστή; Για την Ιστορία να πούμε ότι δεν είναι η πρώτη φορά που ο κ. Βενιζέλος αναφέρεται στις κυβερνήσεις συνεργασίας. Τον Μάιο του 2013 μιλώντας στη Χαλκίδα είχε διατυπώσει πιο προχωρημένες απόψεις. Αντιγράφω από το ΑΠΕ: «Αναφερόμενος στην πολιτική κατάσταση ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ τόνισε ότι σήμερα χρειάζονται μεγάλες συναινέσεις, πραγματική εθνική ενότητα και κοινωνική συνοχή, καθώς ούτε και οι κυβερνητικές πλειοψηφίες είναι αρκετές για να αντιμετωπιστούν τα μεγάλα προβλήματα. Το παλαιό σχήμα των αυτοδύναμων μονοκομματικών κυβερνήσεων έχει οριστικά ξεπεραστεί, τόνισε, και πρόσθεσε ότι οι κυβερνήσεις συνεργασίας θα είναι μια μακρά πραγματικότητα στην Ελλάδα».
Το ζητούμενο όμως δεν είναι οι κυβερνήσεις συνεργασίας που προκύπτουν εξ ανάγκης λόγω της συγκυρίας. Το ζητούμενο είναι οι κυβερνήσεις συνεργασίας στη βάση προγραμματικής συμφωνίας. Δηλαδή η συνύπαρξη κομμάτων που μπορούν να συνεννοηθούν γιατί στα κεντρικά θέματα έχουν παραπλήσιες θέσεις και δεν θα ακυρώσουν τον εαυτό τους συμμετέχοντας σε συνεργατικά σχήματα. Είναι αυτό εφικτό στην παρούσα φάση; Για συμμαχική κυβέρνηση με συγκεκριμένες προδιαγραφές μιλάει μόνο ο ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία. Κανένας άλλος. Ενδεχομένως η κάλπη να υποχρεώσει κάποια κόμματα να το ξανασκεφτούν.
Συνασπισμός κομμάτων κυβερνούσε μέχρι την περασμένη Κυριακή, συνασπισμός κομμάτων θα κληθεί να διαχειριστεί τις τύχες της χώρας τα επόμενα χρόνια, εκτός αν δεν καρποφορήσουν οι διαπραγματεύσεις και έχουμε ξανά εκλογές. Δεν είναι πιθανό, αλλά ας μην το αποκλείσουμε. Εκεί τα μεγάλα κόμματα είναι ανοιχτά στις συνεργασίες, ακόμη και μεταξύ τους, εκεί υπάρχουν τα κόμματα-μπαλαντέρ που συμπλέουν άλλοτε με τη Χριστιανοδημοκρατία, άλλοτε με τους Σοσιαλδημοκράτες, κάποιες φορές παίζουν βοηθητικούς ρόλους, κάποιες φορές πρωταγωνιστικούς.
Εδώ έχει αναπτυχθεί μια μεγάλη φιλολογία για την αναποτελεσματικότητα των κυβερνήσεων συνεργασίας και για την ανάγκη η χώρα να διοικείται από ισχυρές και αυτοδύναμες κυβερνήσεις. Οι πρώτες, σύμφωνα με τους οπαδούς αυτών των απόψεων, οδηγούν σε παραλυσία λόγω της ασταθούς ισορροπίας που επικρατεί μεταξύ των εταίρων, παράγουν εκφυλιστικές καταστάσεις, δημιουργούν συνθήκες που ευνοούν τις ανίερες συναλλαγές, ενώ οι δεύτερες είναι συμπαγείς, αντιδρούν γρήγορα, δεν διστάζουν να παίρνουν αντιδημοφιλείς αποφάσεις, δεν υπολογίζουν το πολιτικό κόστος, εφαρμόζουν χωρίς εκπτώσεις το πρόγραμμά τους και λύνουν προβλήματα.
Η περιγραφή είναι ειδυλλιακή και γι’ αυτό ψευδής. Η πράξη δεν έχει δικαιώσει τη συγκεκριμένη προσέγγιση, αν κρίνουμε από το παρελθόν των παντοδύναμων μονοκομματικών κυβερνήσεων. Για τη χρεοκοπία της χώρας και την αιχμαλωσία της στα μνημόνια, για τις παθογένειες που δηλητηριάζουν την πολιτική ζωή, για τις αγκυλώσεις που ταλαιπωρούν την καθημερινότητα των πολιτών και για τα εκτεταμένα δίκτυα διαφθοράς ένοχες είναι οι πανίσχυρες, αυτοδύναμες και μονοκομματικές κυβερνήσεις.
Εξαιρέσεις στην Ελλάδα είχαμε. Οι δύο ήταν περίεργες. Εμοιαζαν και όντως ήταν εκτός πάσης πολιτικής λογικής. Οποιος έλεγε ότι μπορεί να υπάρξουν τέτοιου τύπου συμπράξεις θα χαρακτηριζόταν τουλάχιστον γραφικός: Η κυβέρνηση Τζαννετάκη (Νέα Δημοκρατία-ενιαίος Συνασπισμός) που ήταν μονοθεματική και βραχύβια (αντιμετώπιση του σκανδάλου Κοσκωτά) και η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-Ανεξάρτητοι Ελληνες που ήταν αναγκαστική (αντιμνημονιακή) και άντεξε περίπου τέσσερα χρόνια. Υπήρξε και η κυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου (εκπροσωπούσαν τα κόμματα που μέχρι τότε εμφανίζονταν ως ορκισμένοι εχθροί), η οποία παρουσιάστηκε ως κυβέρνηση εθνικής ενότητας αν και δεν ήταν.
Το θέμα των κυβερνήσεων συνεργασίας επανήλθε στην επικαιρότητα με αφορμή την ερώτηση που δέχτηκε ο πρωθυπουργός στη συνέντευξη Τύπου στη ΔΕΘ. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης απέρριψε την περίπτωση να συνεργαστεί με άλλο κόμμα μετά τις πρώτες εκλογές, συμπληρώνοντας ότι ο στόχος του είναι η αυτοδυναμία της Νέας Δημοκρατίας που πιστεύει ότι θα προκύψει μετά τις δεύτερες εκλογές οι οποίες θα διεξαχθούν με ενισχυμένη αναλογική. Η αντίρρηση ήρθε από κει που πολλοί δεν την περίμεναν.
Από τον πρώην πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ, Ευάγγελο Βενιζέλο. Μιλώντας στον «Σκάι» το βράδυ των γερμανικών εκλογών ο κ. Βενιζέλος έθεσε το εξής ερώτημα: «Το ζήτημα είναι, το γερμανικό εκλογικό αποτέλεσμα θα οδηγήσει τον κ. Μητσοτάκη στο να επανεξετάσει τη βασική του θέση ότι "διεκδικούμε ως Νέα Δημοκρατία μια νέα αυτοδύναμη κυβέρνηση, θα αγνοήσουμε τις επόμενες εκλογές με απλή αναλογική, θα πάμε στο επόμενο εκλογικό σύστημα της ενισχυμένης αναλογικής μέσα από μια πολωτική γραμμή με άλλον πόλο τον ΣΥΡΙΖΑ που δεν μπορεί να διατυπώσει ένα νέο αφήγημα, θα τον νικήσουμε τον ΣΥΡΙΖΑ και θα κάνουμε ξανά μονοκομματική κυβέρνηση"; Αυτό το σενάριο πρέπει να το επανεξετάσει μετά το γερμανικό αποτέλεσμα;» Κάποιοι ξαφνιάστηκαν. Αρχισαν να κυκλοφορούν διάφορα σενάρια.
Τι επιδιώκει ο Βενιζέλος; Είναι σε συνεννόηση με κυβερνητικούς κύκλους; Φαντάζεται τον εαυτό σε ρόλο ρυθμιστή; Για την Ιστορία να πούμε ότι δεν είναι η πρώτη φορά που ο κ. Βενιζέλος αναφέρεται στις κυβερνήσεις συνεργασίας. Τον Μάιο του 2013 μιλώντας στη Χαλκίδα είχε διατυπώσει πιο προχωρημένες απόψεις. Αντιγράφω από το ΑΠΕ: «Αναφερόμενος στην πολιτική κατάσταση ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ τόνισε ότι σήμερα χρειάζονται μεγάλες συναινέσεις, πραγματική εθνική ενότητα και κοινωνική συνοχή, καθώς ούτε και οι κυβερνητικές πλειοψηφίες είναι αρκετές για να αντιμετωπιστούν τα μεγάλα προβλήματα. Το παλαιό σχήμα των αυτοδύναμων μονοκομματικών κυβερνήσεων έχει οριστικά ξεπεραστεί, τόνισε, και πρόσθεσε ότι οι κυβερνήσεις συνεργασίας θα είναι μια μακρά πραγματικότητα στην Ελλάδα».
Το ζητούμενο όμως δεν είναι οι κυβερνήσεις συνεργασίας που προκύπτουν εξ ανάγκης λόγω της συγκυρίας. Το ζητούμενο είναι οι κυβερνήσεις συνεργασίας στη βάση προγραμματικής συμφωνίας. Δηλαδή η συνύπαρξη κομμάτων που μπορούν να συνεννοηθούν γιατί στα κεντρικά θέματα έχουν παραπλήσιες θέσεις και δεν θα ακυρώσουν τον εαυτό τους συμμετέχοντας σε συνεργατικά σχήματα. Είναι αυτό εφικτό στην παρούσα φάση; Για συμμαχική κυβέρνηση με συγκεκριμένες προδιαγραφές μιλάει μόνο ο ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία. Κανένας άλλος. Ενδεχομένως η κάλπη να υποχρεώσει κάποια κόμματα να το ξανασκεφτούν.