Παρατεταμένη προεκλογική περίοδος
Κώστας Καλλίτσης, Η Καθημερινή της Κυριακής, Δημοσιευμένο: 2021-11-21
Είτε γίνουν το 2022 είτε το 2023, η προοπτική των εκλογών άρχισε να επηρεάζει κοινωνικές και πολιτικές συμπεριφορές.
Hδη, μέσα στο κυβερνητικό μπλοκ κάτι σαλεύει. Βουλευτές δηλώνουν ότι δεν θα συνεχίσουν να υπερψηφίζουν νομοσχέδια εφόσον οι αρμόδιοι υπουργοί συνεχίσουν να τους αγνοούν, υπουργοί διαμηνύουν ότι δεν πρόκειται να ανεχθούν το «επιτελικό κράτος» να συνεχίσει να τους αγνοεί, «μύρισε εκλογές» και όλοι δοκιμάζουν τα περιθώρια να βρεθούν σε καλύτερη θέση για να εξυπηρετήσουν την εκλογική πελατεία. Και στην κοινωνία, τα πιο κακομαθημένα τμήματά της εντείνουν τις προσπάθειές τους για συνέχιση της προνομιακής μεταχείρισής τους: χαμηλόφωνα εκείνη η επιχειρηματικότητα που συνηθίζει να αποκαλεί «επιχειρηματική δραστηριότητα» τη συναλλαγή, θορυβωδώς τμήματα της «ραχοκοκαλιάς» που επιβιώνουν λάθρα από εφορία και ταμεία, εις βάρος –κυρίως– της μισθωτής εργασίας.
Κατ’ ουσίαν, πολλοί νιώθουν ότι η χώρα έχει μπει σε μια παρατεταμένη προεκλογική περίοδο και κινούνται αναλόγως. Ειδικά στο πεδίο της οικονομίας, μια μεγάλη παρεξήγηση καθιστά ολισθηρό το έδαφος: επειδή η αντιμετώπιση της κρίσης COVID-19 παγκοσμίως συνοδεύτηκε από ισχυρή κρατική στήριξη, έχει καλλιεργηθεί η ψευδής εντύπωση ότι το κριτήριο ορθότητας της οικονομικής πολιτικής είναι η εν αφθονία παροχή στήριξης και έτερον ουδέν. Oτι για να αντιμετωπισθεί η κρίση και να πυροδοτηθεί η ανάπτυξη, αρκεί να μοιράζεις λεφτά των φορολογουμένων. Στα καθ’ ημάς, αυτή η πρακτική εξετράπη σε διανομή χρημάτων σε ό,τι κινείται στην επικράτεια –και σε φοροφυγάδες (εξ ου το εύρημα να πληρώνει ο φορολογούμενος νοίκι, φως, νερό και τηλέφωνο σε μαγαζιά, οριζόντια), ακόμα και σε εταιρείες ζόμπι. Eτσι αυξάνονται καταθέσεις, αυξάνεται η κατανάλωση, μέσω αυτής αυξάνεται το ΑΕΠ, μαζί αυξάνονται και οι αυταπάτες ότι η οικονομία αλλάζει μοντέλο και τροχιά – όχι μόνο ρυθμό, λόγω συγκυρίας.
Eνας κίνδυνος είναι να χαθεί η πυξίδα. Παράδειγμα, αντί για κοινωνικό δίxτυ προστασίας των πιο αδύναμων, με μέριμνα και επανεκπαίδευση, να ξοδεύονται λεφτά σε «παροχές».
Εξ όνυχος: το 2018, η νυν κυβέρνηση και τότε αντιπολίτευση επέκρινε δριμύτατα τη διανομή «κοινωνικού μερίσματος», ως ότι θα διακινδύνευε την εύθραυστη ισορροπία της οικονομίας. Τότε η διανομή χρημάτων με δημόσιο δανεισμό ήταν «λαϊκισμός», τώρα, με ΑΕΠ μικρότερο από το 2018, η διανομή χρημάτων με δανεισμό τείνει να αναγορευτεί σε θεάρεστη και επιβεβλημένη πράξη διότι η οικονομία «αναπτύσσεται» – ενώ, στα αλήθεια, απλά πασχίζει να επανέλθει εκεί που ήταν πριν από τρία χρόνια. Τότε το «κοινωνικό μέρισμα» ήταν καταστροφή, τώρα τείνει να αναγορευτεί σε σωτηρία. Και οι οικονομικοί υπουργοί αφήνουν ορθάνοιχτο το ενδεχόμενο διανομής του, όχι επειδή συμφωνούν (κάθε άλλο), αλλά επειδή υποψιάζονται τις προθέσεις του Μαξίμου.
Ενας δεύτερος κίνδυνος θα ήταν μια ανοικτή λαϊκιστική εκτροπή. Ο λαϊκισμός δίνει το «παρών» σε αρκετά μέτωπα, από τη διαχείριση των λεγόμενων εθνικών θεμάτων (όπου η κυβέρνηση υποκλίνεται στις πιο καθυστερημένες συνιστώσες του κυβερνητικού κόμματος, όπως π.χ. στο θέμα της Βόρειας Μακεδονίας…) έως τη Δικαιοσύνη (όπου η πολιτική ηγεσία αναστέλλει τις μεταρρυθμίσεις για να μη χαλάσει καρδιές, ενώ προσαρμόζει τον ποινικό κώδικα στα ευρήματα των δημοσκοπήσεων…) και την άτολμη, με μέτρα ανεπαρκή και αργοπορημένα, διαχείριση της πανδημίας. Παρά τις περί του αντιθέτου διακηρύξεις, ο λαϊκισμός αλλάζει ρούχα και ρητορική, αλλά είναι εδώ – δεν κατέβηκε από τη σκηνή. Κι αν η παρατεταμένη προεκλογική περίοδος πυροδοτήσει εντονότερη εκτροπή προς αυτόν στο πεδίο της οικονομίας, το κόστος θα είναι δημόσιο και βαρύ.