Η προγραμματική συμφωνία της κυβέρνησης – σηματοδότη
Κάκη Μπαλή, Αυγή της Κυριακής, Δημοσιευμένο: 2021-11-28
Οι κοινοί στόχοι, οι αποκλίσεις και οι συμβιβασμοί μεταξύ Σοσιαλδημοκρατών, Πρασίνων και Φιλελευθέρων στη Γερμανία
“Να τολμήσουμε περισσότερη πρόοδο” είναι ο τίτλος που επέλεξε για την προγραμματική συμφωνία της η νέα κόκκινη - πράσινη - κίτρινη κυβέρνηση συνασπισμού στη Γερμανία, εν είδει συνέχειας στο “να τολμήσουμε περισσότερη δημοκρατία” του Βίλι Μπραντ, όταν σχημάτισε το 1969 κυβέρνηση μαζί με τους Φιλελεύθερους.
Ήταν ένας παράξενος -και εντυπωσιακά ήσυχος- τοκετός αυτή η συμφωνία, μετά από οκτώ εβδομάδες διαπραγματεύσεων σε 22 ομάδες εργασίας, με τις ηγεσίες των τριών κομμάτων, των Σοσιαλδημοκρατών (SPD), των Πρασίνων και των Φιλελευθέρων (FDP) να την παρουσιάζουν με ικανοποίηση, αλλά και με κάποιο είδος ασυνήθιστης... ταπεινότητας.
Ο μελλοντικός καγκελάριος Όλαφ Σολτς, ο μελλοντικός αντικαγκελάριος και υπερυπουργός Κλίματος και Οικονομίας Ρόμπερτ Χάμπεκ, η μελλοντική υπουργός Εξωτερικών Ανναλένα Μπέρμποκ και ο μελλοντικός υπουργός Οικονομικών Κρίστιαν Λίντνερ εμφανίστηκαν αποφασισμένοι να συνεργαστούν αρμονικά για να οδηγήσουν τη Γερμανία στη νέα βιομηχανική εποχή, κλιματικά ουδέτερη, χωρίς να αφήσουν πολλά κορμιά στον δρόμο της ενεργειακής μετάβασης.
Προσπάθησαν να δείξουν ότι έμαθαν πολλά οι μεν από τους δε, ότι έμαθαν να ακούν τα επιχειρήματα των μέχρι χθες πολιτικών αντιπάλων, ότι στόχος τους δεν ήταν να καταλήξουν στον ελάχιστο κοινό παρονομαστή, αλλά σε ένα πρόγραμμα προωθητικό “για την ελευθερία, τη δικαιοσύνη, την αειφορία”.
Η εικόνα αλληλοσεβασμού και αλληλοθαυμασμού που θέλησαν να προβάλουν οι Σολτς και σία είναι εντελώς ασυνήθιστη στη χώρα, όπου θεωρείται αυτονόητος -και είναι σκληρός- ο πολιτικός ανταγωνισμός εντός των κυβερνήσεων συνασπισμού. Όπως είναι πρωτόγνωρη η πρόθεση των τριών κομμάτων να απλώσουν το όραμά τους σε δύο θητείες, λες και εκ των υστέρων έκριναν ότι μόνο μαζί μπορούν να εκσυγχρονίσουν τη Γερμανία -και θέλουν να το κάνουν στην ίδια κατεύθυνση.
Η αλήθεια είναι ότι πίσω από την “περισσότερη πρόοδο” κάθε κόμμα του νέου κυβερνητικού συνασπισμού βλέπει κάτι άλλο -αν και τα τρία υποστηρίζουν ότι το ζητούμενο είναι η συνύπαρξη της ευημερίας και του σεβασμού του περιβάλλοντος, η συνέχεια της ανάπτυξης χωρίς την καταστροφή του κλίματος, χωρίς την εξαφάνιση χιλιάδων ειδών. Υποτίθεται ότι αυτό θα το κάνει εφικτό η τεχνολογία, ενώ το κράτος έχει υποχρέωση να προσφέρει τις απαραίτητες υποδομές και να ενισχύσει την αναγκαία έρευνα. Όπως έχει υποχρέωση να προστατεύσει τα παιδιά, να ενισχύσει την Παιδεία και να αντιμετωπίσει την πανδημία.
“Περισσότερη πρόοδος” και για τα τρία κόμματα είναι επίσης ο ψηφιακός εκσυγχρονισμός της χώρας, η διευκόλυνση της πολιτογράφησης και η αποδοχή της διπλής υπηκοότητας για τους μετανάστες και η αποποινικοποίηση της κάνναβης.
Από εδώ και πέρα ξεκινούν οι διαφοροποιήσεις μεταξύ των κυβερνητικών εταίρων, όσο κι αν στις πολλές τηλεοπτικές εμφανίσεις τους μετά από εβδομάδες σιωπής οι Σολτς και σία υπογράμμισαν ότι δεν θα υπάρξουν υπουργοί του SPD, του FDP ή των Πρασίνων, αλλά υπουργοί της κυβέρνησης.
Κοινωνική δικαιοσύνη
Για την ώρα και τα τρία κόμματα δηλώνουν -κι ώς ένα σημείο το πιστεύουν- ότι κανένα δεν καπελώθηκε, κανένα δεν αναγκάστηκε να πάει πίσω από τις κόκκινες γραμμές του.
Για τους Σοσιαλδημοκράτες, που όλοι τους είχαν ξεγραμμένους μέχρι το περασμένο καλοκαίρι, το μείζον ήταν να επιβάλουν την αύξηση του κατώτατου μισθού στα 12 ευρώ την ώρα. Το SPD είναι το κόμμα που υπόσχεται να παλέψει για κοινωνική δικαιοσύνη κι ο Σολτς τόνισε με υπερηφάνεια ότι 10 εκατομμύρια χαμηλόμισθοι εργαζόμενοι θα δουν αμέσως περισσότερα χρήματα στην τσέπη τους.
Επιπλέον τόνισε ότι δεν πρόκειται να μειωθούν οι συντάξεις και ότι η κυβέρνηση δεσμεύεται να κατασκευάζονται κάθε χρόνο 400.000 διαμερίσματα, εκ των οποίων τα 100.000 με κρατική επιδότηση. Να σημειωθεί ότι η στέγη είναι ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα στη Γερμανία, καθώς τα ενοίκια στα αστικά κέντρα έχουν εκτοξευτεί στον θεό.
Βάσει της συμφωνίας το SPD παίρνει επτά υπουργεία: Καγκελαρίας, Εσωτερικών, Άμυνας, Εργασίας και Κοινωνικής Πρόνοιας, Οικονομικής Συνεργασίας, Υγείας και το νεοσύστατο υπουργείο Δημοσίων Έργων και Στέγασης -και βάζει τη σφραγίδα του στα εργασιακά και την πάσης φύσεως εσωτερική και εξωτερική ασφάλεια.
Ο στόχος του 1,5 βαθμού Κελσίου
Για το δεύτερο κόμμα, τους Πράσινους, το μείζον είναι η τήρηση της Συμφωνίας των Παρισίων για το Κλίμα, η συγκράτηση της αύξησης της θερμοκρασίας του πλανήτη από την έναρξη της βιομηχανικής εποχής στον 1,5 βαθμό Κελσίου. Στην κυβερνητική συμφωνία κατάφεραν να περάσουν τη σταδιακή αντικατάσταση των ορυκτών καυσίμων με τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας -με στόχο να καταργηθεί η χρήση του άνθρακα έως το 2030, οκτώ χρόνια νωρίτερα απʼ ό,τι είχε δεσμευτεί η κυβέρνηση Μέρκελ. Στόχος είναι επίσης μέχρι το 2030 να κυκλοφορούν στη Γερμανία 15 εκατομμύρια ηλεκτρικά αυτοκίνητα.
Για να γίνει η ενεργειακή μετάβαση απαιτούνται τεράστια κεφάλαια, δημόσια και ιδιωτικά. Αρμόδιο για τις επενδύσεις της ενεργειακής μετάβασης -αλλά και για το δίχτυ ασφαλείας που έχουν ανάγκη οι κοινοί θνητοί, που χρειάζονται, για παράδειγμα, αυτοκίνητο για να πάνε στη δουλειά τους- θα είναι το υπουργείο Κλίματος και Οικονομίας, το οποίο παίρνει ο Πράσινος αντικαγκελάριος Χάμπεκ. Οι Πράσινοι παίρνουν ακόμα το Εξωτερικών, το Οικογένειας - Ηλικιωμένων - Γυναικών - Νεολαίας, το Περιβάλλοντος - Πυρηνικής Ασφάλειας - Προστασίας του Καταναλωτή και το Τροφίμων και Γεωργίας.
Δημιουργική λογιστική
Πιο ευχαριστημένοι απ’ όλους, πάντως, είναι για την ώρα οι Φιλελεύθεροι, καθώς διασφάλισαν το ισχυρότερο υπουργείο -και το μοναδικό με δικαίωμα βέτο-, αυτό των Οικονομικών. Μαζί με τη δέσμευση ότι από το 2023 θα ισχύει και πάλι το συνταγματικά κατοχυρωμένο “φρένο χρέους”, που επιβάλλει ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς.
Το FDP επέβαλε και το να μην αυξηθεί η φορολογία για τους πλούσιους, που επεδίωκαν SPD και Πράσινοι, ωστόσο η νέα κυβέρνηση διαβεβαιώνει ότι είναι εξασφαλισμένοι οι πόροι για τις αναγκαίες -τεράστιες- επενδύσεις σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Αυτό μυρίζει δημιουργική λογιστική, καθώς η αύξηση των δημοσίων επενδύσεων χωρίς αύξηση των φορολογικών εσόδων και με ισοσκελισμένο τον προϋπολογισμό δεν είναι εφικτή.
Εκτός από το Οικονομικών οι Φιλελεύθεροι αναλαμβάνουν τρία υπουργεία, το Δικαιοσύνης, το Παιδείας και Έρευνας και το Μεταφορών, που αναλαμβάνει και την ψηφιοποίηση.
Γιατί κανείς δεν θέλει το υπουργείο Υγείας
Η Γερμανία βρέθηκε ανέτοιμη μπροστά στο τέταρτο κύμα και ξεπέρασε το δραματικό όριο των 100.000 νεκρών, ενώ το στιβαρό σύστημα Υγείας της κοντεύει να ξεπεράσει τα όρια αντοχής του
Οταν, στις 24 Νοεμβρίου, τα κόμματα του... σηματοδότη παρουσίασαν το κυβερνητικό πρόγραμμά τους στον Τύπο, η πρώτη ερώτηση, από τον “Tagesspiegel” του Βερολίνου, ήταν “πότε επιτέλους θα ασχοληθείτε με την πανδημία”. Σε ανάλογο κλίμα ήταν και η δεύτερη και η τρίτη ερώτηση, αν και όλοι γνωρίζουν ότι την ευθύνη για τη διαχείριση της πανδημίας την έχει ακόμη η υπηρεσιακή κυβέρνηση Μέρκελ μέχρι την εκλογή από τη Βουλή του Όλαφ Σολτς ως καγκελαρίου στις 6 Δεκεμβρίου.
Οι ερωτήσεις δεν ήταν στημένες από κάποια γερμανική λίστα Πέτσα, δεν είχαν καν αντιπολιτευτικό -σε ποιον;- χαρακτήρα. Ήταν, απλώς, η απόδειξη ότι σε αυτή τη φάση η κοινή γνώμη στη Γερμανία αγωνιά για την πανδημία πολύ περισσότερο απ’ ό,τι για το ποιος θα είναι αύριο ο υπουργός Οικονομικών. Άλλωστε μόλις την επόμενη μέρα, στις 25 Νοεμβρίου, η Γερμανία ξεπέρασε το όριο των 100.000 νεκρών από Covid-19.
“Καμένο” υγειονομικό προσωπικό
Πίσω από αυτόν τον αριθμό κρύβονται άνθρωποι, από τους οποίους οι περισσότεροι πέθαναν διασωληνωμένοι σ’ ένα κρεβάτι νοσοκομείου, μόνοι, χωρίς τη παρηγοριά ενός δικού τους προσώπου όσο πλησίαζε το τέλος. Τους αποχαιρετούσαν μόνο γιατροί και γιατρίνες, νοσοκόμες και νοσηλευτές, εργαζόμενες και εργαζόμενοι σε γηροκομεία και ιδρύματα, οι περισσότερες ένα βήμα πριν από την εξόντωση, καθώς βρίσκονται σε συνεχή κατάσταση συναγερμού από πέρσι τον Μάρτιο -και με ελάχιστα διαλείμματα.
Δεν είναι τυχαίο το ότι 4.000 κλίνες εντατικής -από τις συνολικά 26.500 στην αρχή του 2021- δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν καθώς το προσωπικό τους έχει “καεί” ή έχει οριστικά παραιτηθεί.
Επιδόσεις κάτω από τη βάση
Παρότι η απερχόμενη γερμανική κυβέρνηση έδωσε πολλά χρήματα στο σύστημα Υγείας από τη στιγμή που ξέσπασε η πανδημία, παρότι η Γερμανία είναι η χώρα με τις κατά κεφαλήν περισσότερες κλίνες εντατικής στην Ευρώπη, παρότι κατάφερε να ενσωματώσει τα τελευταία χρόνια χιλιάδες γιατρίνες και γιατρούς και ακόμη περισσότερες νοσοκόμες από τις φτωχότερες χώρες της Γηραιάς Ηπείρου, οι επιδόσεις της στην αντιμετώπιση του Covid-19 είναι κάτω από τη βάση. Κυρίως διότι το ποσοστό των εμβολιασμένων είναι πολύ μικρότερο απ’ ό,τι χρειάζεται -αν και κάπως μεγαλύτερο από το ποσοστό στην Ελλάδα.
Είναι λίγα εκείνα τα κρατίδια στα οποία οι κάτοικοι έχουν εμβολιαστεί σε ικανοποιητικό ποσοστό, κυρίως τα κρατίδια του Βορρά -Βρέμη, Αμβούργο, Σλέσβιχ - Χόλσταϊν. Αντιθέτως, σε όλα τα ανατολικά και στα δύο μεγάλα του Νότου, Βάδη - Βυρτεμβέργη και Βαυαρία, οι ανεμβολίαστοι είναι πολλοί -και αντιστοίχως πολλοί οι διασωληνωμένοι.
Εδώ και μήνες έχουν χυθεί τόνοι μελάνης για να ερμηνευτεί ο λόγος που τόσο πολλοί Γερμανοί δεν θέλουν να εμβολιαστούν -φόβος, αδιαφορία, έλλειψη εμπιστοσύνης στην επιστήμη, απείθεια απέναντι στην εξουσία, ανθρωποσοφία και άλλα πολλά-, αλλά μόλις πρόσφατα άνοιξε η συζήτηση για την υποχρεωτικότητα του εμβολιασμού, και δη από δύο πρωθυπουργούς, τον Πράσινο Κρέτσμαν της Βάδης - Βυρτεμβέργης και τον δεξιό Ζέντερ της Βαυαρίας.
Να σημειωθεί ότι στη Γερμανία, με τη φαιά παράδοση του Μένγκελε, των πειραμάτων στα στρατόπεδα συγκέντρωσης και της ευγονικής, είναι ταμπού κάθε επιβολή ιατρικής πράξης. Ωστόσο η ιδέα να είναι υποχρεωτικός ο εμβολιασμός πολλών κατηγοριών εργαζομένων, πέραν των υγειονομικών, κερδίζει καθημερινά έδαφος, ενώ χωρίς πιστοποιητικό εμβολιασμού ή νόσησης και τεστ δεν μπαίνει κανείς πλέον ούτε στο εργοστάσιο ή το γραφείο όπου δουλεύει ούτε στο τρένο.
Επικίνδυνη χαλαρότητα
Η αποτυχία του εμβολιαστικού προγράμματος δεν είναι ο μοναδικός λόγος που η Γερμανία δεν καταφέρνει να αντιμετωπίσει σχετικά ανώδυνα το τέταρτο κύμα. Μείζονα ρόλο έχει παίξει και το σήμα χαλάρωσης που έστειλε η πολιτική σε όλους, εμβολιασμένους και μη. Μόλις πριν από δύο εβδομάδες, ενώ τα κρούσματα είχαν πάρει επικίνδυνα την ανιούσα, οι πόλεις στον Ρήνο -και μερικές ακόμη- αποφάσισαν να γιορτάσουν ξέφρενα την έναρξη της εποχής του καρναβαλιού, στις 11.11 στις 11 το πρωί, με ολοήμερο πάρτι στους δρόμους, ενώ σχεδόν σε κάθε μεγάλη συνάθροιση -από τα κλαμπ μέχρι τα γήπεδα- ατόνησαν τα μέτρα προστασίας.
Επιπλέον στα τέλη Οκτωβρίου πολλά κρατίδια αποφάσισαν να άρουν την υποχρέωση της μάσκας στα σχολεία -και τώρα τρέχουν να την επαναφέρουν.
Την πολιτική ευθύνη για την αποτυχία φέρει μέχρι τώρα ο Γενς Σπαν, υπουργός Υγείας της κυβέρνησης Μέρκελ, κι από κοντά η καγκελάριος, η υπόλοιπη κυβέρνηση, των Σοσιαλδημοκρατών υπουργών -άρα και του Σολτς- συμπεριλαμβανομένων, και οι πρωθυπουργοί των κρατιδίων.
Οσονούπω την ευθύνη θα την αναλάβει η επόμενη κυβέρνηση. Της οποίας δεν γνωρίζουμε ακόμη τον υπουργό Υγείας, παρά μόνο ότι θα είναι από το SPD. Ίσως επειδή ήταν το μόνο κόμμα που δεν είπε “παρελθέτω απ’ εμού...”. Και ίσως επειδή έχει τον σωστό άνθρωπο γιʼ αυτή τη δουλειά, τον επιδημιολόγο Καρλ Λάουτερμπαχ, ο οποίος όμως βάζει την έγνοια του για τη δημόσια υγεία πάνω από το κόμμα.