Ελληνοτουρκικά: λύση πολιτική ή νομική;
Χρήστος Ροζάκης, Το Βήμα της Κυριακής, Δημοσιευμένο: 2006-07-09
Το μείζον ερώτημα είναι αν η Ελλάδα θα πρέπει να αναζητήσει κοινά αποδεκτές λύσεις στα χρονίζοντα αιγιακά προβλήματα ή, απλώς, θεωρώντας τα περισσότερα από αυτά ανυπόστατα, θα πρέπει να τα αγνοεί.
Το δυστύχημα το οποίο κόστισε τη ζωή του έλληνα πιλότου και η παρέμβαση του πρώην Προέδρου της Δημοκρατίας κ. K. Στεφανόπουλου, ο οποίος εξέφρασε την αγωνία του για το μέλλον των ελληνοτουρκικών, έχουν προκαλέσει μια φιλολογία αντιπαράθεσης ανάμεσα στους οπαδούς αναζήτησης λύσης και στους αρνητές της ή σε εκείνους που πιστεύουν ότι ούτε η συγκυρία ούτε οι προτεινόμενες διαδικασίες είναι κατάλληλες για την αντιμετώπιση των προβλημάτων. Απλοποιώντας μια σύνθετη συζήτηση θα έλεγα ότι τα δύο καίρια ερωτήματα που έχει εγείρει αυτή η αναμόχλευση συναιρούνται σε δύο φράσεις: λύση ή μη λύση; Ποια (και για ποια ζητήματα) λύση;
Το μείζον ερώτημα, το οποίο πρέπει πρώτο να απαντηθεί, είναι αν η Ελλάδα θα πρέπει να αναζητήσει κοινά αποδεκτές λύσεις στα χρονίζοντα αιγιακά προβλήματα ή, απλώς, θεωρώντας τα περισσότερα από αυτά ανυπόστατα, θα πρέπει να τα αγνοεί. H τελευταία αυτή στάση θα φαινόταν εύλογη αν οι τουρκικές διεκδικήσεις περιορίζονταν σε λεκτικές υπενθυμίσεις και πολιτικούς διαξιφισμούς. H κατάσταση όμως είναι σοβαρότερη: τα τριάντα τελευταία χρόνια οι χώρες έφτασαν τουλάχιστον δύο φορές στα πρόθυρα σύρραξης, διατηρούν τεταμένες σχέσεις σε όλη τη διάρκειά τους και φυσικά διακινδυνεύουν την ειρήνη στην περιοχή όταν αναθέτουν την άσκηση της εξωτερικής πολιτικής στα αεροπλάνα τους, επιλογή η οποία, είτε από ανθρώπινο λάθος είτε από υπερβάλλοντα ζήλο, μπορεί κάποια στιγμή να οδηγήσει σε ανεξέλεγκτα αποτελέσματα.
H αδράνεια δεν μπορεί λοιπόν να είναι η πρέπουσα πολιτική. Ούτε κι αν η ιδεολογική βάση της στηρίζεται στη λογική της επίλυσης σε προσφορότερες στιγμές, με την επίκληση της ευρωπαϊκής πορείας της Τουρκίας. Αν κι η Ελλάδα έχει ταχθεί, ορθώς, με αυτήν την προοπτική, δεν μπορεί να αναμένει από αυτήν την κονιορτοποίηση όλων των διεκδικήσεων. Με δεδομένους τους εσωτερικούς συσχετισμούς, όπου οι στρατηγικές - στρατιωτικές προτεραιότητες της Τουρκίας δεν πρόκειται σύντομα να μεταβληθούν, με γνωστές τις δυσκολίες στην ευρωπαϊκή διαδρομή της, δεν μπορεί κανείς να περιμένει στο ορατό μέλλον τροποποιήσεις στη διαβάθμιση των τουρκικών αξιολογήσεων των αιγιακών συμφερόντων της. Το καλύτερο που μπορεί κανείς να περιμένει από τον ευρωπαϊκό «καταναγκασμό» είναι μια πιθανή ετοιμότητά της να συνδιαλλαγεί ειρηνικά για την επίλυση και μια αυτοσυγκράτηση σε γενικευμένες βιαιότητες.
Αν η υπόθεση εργασίας, ότι πρέπει να αναζητηθεί μια λύση, είναι ορθή, τότε θα πρέπει να διερευνήσουμε ποια δείχνει να εξυπηρετεί τα ελληνικά συμφέροντα. Αν και οι δυνατότητες δεν είναι αμέτρητες, ωστόσο υπάρχει ένας πλούτος επιλογών που ταξινομούνται σε δύο βασικές κατηγορίες: λύσεις πολιτικές και λύσεις νομικές. H Ελλάδα έχει παραδοσιακά ταχθεί με τη δεύτερη κατηγορία. Εχει επιδιώξει να χρησιμοποιήσει το Διεθνές Δίκαιο ως βάση επίλυσης και να προσφύγει στη διεθνή δικαιοδοσία για να την πετύχει. Και υπάρχει σοφία σε αυτή τη στάση, καθώς τα πολιτικά μέσα (διμερείς διαπραγματεύσεις, πολιτική παρέμβαση τρίτων) δείχνουν ακατάλληλα λόγω των ασύμμετρων συνθηκών δύναμης των δύο μερών, λόγω σχετικής απροσδιοριστίας των προθέσεων της γείτονος και λόγω αβεβαιότητας της επίτευξης αποτελέσματος ή και συμμόρφωσης με τα συμφωνημένα.
Από την άλλη μεριά, μια νομική επίλυση που θα στηρίζεται στο Διεθνές Δίκαιο και θα ανατεθεί στη διεθνή δικαιοσύνη παρέχει αναμφισβήτητες εγγυήσεις, τόσο για την ορθή χρήση του Δικαίου όσο και για τη δεσμευτικότητα των αποφάσεων που θα προκύψουν. Το Διεθνές Δικαστήριο αποτελεί ένα μοναδικό σε εμπειρία και γνώση όργανο για την επίλυση των θαλάσσιων διαφορών, έχει συγκροτήσει μια συμπαγή νομολογία και οι θέσεις του είναι πια σαφείς και τα αποτελέσματα μιας εκδίκασης σχεδόν αναμενόμενα. H σύνθεσή του από δικαστές με κύρος, αντιπροσωπευτικούς των διαφόρων διεθνών πολιτικών ρευμάτων, κατασφαλίζει ένα μεγάλο ποσοστό αντικειμενικής κρίσης, τουλάχιστον αυτής που συνήθως προσφέρεται σε έναν κόσμο πεπερασμένης τελειότητας.
H παραπάνω περιγραφή των δύο μεγάλων κατηγοριών δυνατοτήτων μπορεί να οδηγήσει στα φυσικά συμπεράσματά μας: η νομική λύση παραμένει για την Ελλάδα το επιθυμητό. Αυτή όμως η γενίκευση δεν χρειάζεται δογματικά να ταυτίζει τη διαδικασία επίλυσης των ελληνοτουρκικών με το Δικαστήριο και μόνο. Οπως όλοι πια γνωρίζουμε, μια προσφυγή στο Δικαστήριο προαπαιτεί μακρές διμερείς διαπραγματεύσεις για την υπογραφή ενός συνυποσχετικού, μιας συμφωνίας που να καθορίζει την επίδικη ύλη. Στη διάρκεια αυτών των διμερών διαπραγματεύσεων δεν αποκλείεται η εξεύρεση λύσης για ορισμένα ζητήματα. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να μετουσιωθεί σε συμφωνία που θα είχε την αντανάκλασή της στο συνυποσχετικό και η οποία θα ελάφρυνε το βάρος της δικαστικής παρέμβασης.
Ερχομαι τώρα στο τελευταίο ερώτημα: ποια θέματα επιζητούν λύση; H ελληνική πλευρά από το 1981 και μετά έχει περιορίσει την ύλη των διαφορών μόνο στην υφαλοκρηπίδα. Ως πολιτικό πρόταγμα είναι μια ορθή αφετηρία. Ολοι όμως πια γνωρίζουν ότι η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας συναρτάται άμεσα με τα όρια της αιγιαλίτιδας ζώνης, εφόσον η υφαλοκρηπίδα μιας χώρας εκκινεί από το σημείο του βυθού στο οποίο σταματά η αιγιαλίτιδα. Ο προσδιορισμός της αιγιαλίτιδας, ως πρόκριμα οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας, επαναφέρει κατά συνέπεια το ζήτημα της προηγούμενης επέκτασής της, που με τη σειρά του συνυφαίνεται με τα όρια του εθνικού εναερίου χώρου που δεν συμπίπτει με την αιγιαλίτιδα των 6 ν.μ. Είναι λοιπόν σκόπιμο η Ελλάδα να λύσει πριν από την οριοθέτηση, το δίλημμά της αν θα αρκεστεί στα 6 ν.μ. στο Αιγαίο ή αν θα θελήσει να τα επεκτείνει, διευθετώντας ταυτόχρονα και τον εναέριο χώρο της στα όρια της αιγιαλίτιδας.
Αυτό φυσικά αποτελεί μείζονα πολιτική απόφαση που ξεπερνάει τα πλαίσια αυτής της ανάλυσης. Θα πρέπει όμως να τονιστεί ότι αν και το δικαίωμα της επέκτασης της αιγιαλίτιδας ζώνης ασκείται μονομερώς, ωστόσο σε συνθήκες γεωγραφικής στενότητας όπως αυτής του Αιγαίου μια επέκταση προϋποθέτει προηγούμενη ανακοίνωση των προθέσεων και ενδεχόμενες διαβουλεύσεις με τα ενδιαφερόμενα μέρη, που περιλαμβάνουν τόσο την Τουρκία όσο και τους χρήστες του Αιγαίου. H ορθή χρήση του δικαιώματος, η καλή γειτονία και ο πραγματισμός το επιτάσσουν. Οπως επιτάσσουν και μια εκλογίκευση της επέκτασης, η οποία να ανταποκρίνεται στις γεωγραφικές ιδιαιτερότητες του Αιγαίου.
Κατά συνέπεια αυτό που προέχει είναι η διατύπωση μιας πρότασης που να ξεκαθαρίζει την ελληνική θέση για τα όρια της αιγιαλίτιδας και την ετοιμότητά της να διαπραγματευθεί ένα συνυποσχετικό για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας. Αν οι διαπραγματεύσεις αυτές ξεκινήσουν και στη διάρκειά τους τεθεί ζήτημα γκρίζων ζωνών τότε θα πρέπει να αντιμετωπιστεί και πάλι με νομικές μεθόδους (πιστεύω από θέσης ισχύος). Οσο για τα υπόλοιπα θέματα, μπορούν να βρουν τη λύση τους μέσα από καθαρά ευρηματικές τεχνικές επιλύσεις (FIR) ή μέσα από τη βελτίωση του κλίματος που οι σοβαρές διαπραγματεύσεις μπορεί να επιφέρουν.
Ο κ. Χρ. Ροζάκης είναι αντιπρόεδρος του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Το δυστύχημα το οποίο κόστισε τη ζωή του έλληνα πιλότου και η παρέμβαση του πρώην Προέδρου της Δημοκρατίας κ. K. Στεφανόπουλου, ο οποίος εξέφρασε την αγωνία του για το μέλλον των ελληνοτουρκικών, έχουν προκαλέσει μια φιλολογία αντιπαράθεσης ανάμεσα στους οπαδούς αναζήτησης λύσης και στους αρνητές της ή σε εκείνους που πιστεύουν ότι ούτε η συγκυρία ούτε οι προτεινόμενες διαδικασίες είναι κατάλληλες για την αντιμετώπιση των προβλημάτων. Απλοποιώντας μια σύνθετη συζήτηση θα έλεγα ότι τα δύο καίρια ερωτήματα που έχει εγείρει αυτή η αναμόχλευση συναιρούνται σε δύο φράσεις: λύση ή μη λύση; Ποια (και για ποια ζητήματα) λύση;
Το μείζον ερώτημα, το οποίο πρέπει πρώτο να απαντηθεί, είναι αν η Ελλάδα θα πρέπει να αναζητήσει κοινά αποδεκτές λύσεις στα χρονίζοντα αιγιακά προβλήματα ή, απλώς, θεωρώντας τα περισσότερα από αυτά ανυπόστατα, θα πρέπει να τα αγνοεί. H τελευταία αυτή στάση θα φαινόταν εύλογη αν οι τουρκικές διεκδικήσεις περιορίζονταν σε λεκτικές υπενθυμίσεις και πολιτικούς διαξιφισμούς. H κατάσταση όμως είναι σοβαρότερη: τα τριάντα τελευταία χρόνια οι χώρες έφτασαν τουλάχιστον δύο φορές στα πρόθυρα σύρραξης, διατηρούν τεταμένες σχέσεις σε όλη τη διάρκειά τους και φυσικά διακινδυνεύουν την ειρήνη στην περιοχή όταν αναθέτουν την άσκηση της εξωτερικής πολιτικής στα αεροπλάνα τους, επιλογή η οποία, είτε από ανθρώπινο λάθος είτε από υπερβάλλοντα ζήλο, μπορεί κάποια στιγμή να οδηγήσει σε ανεξέλεγκτα αποτελέσματα.
H αδράνεια δεν μπορεί λοιπόν να είναι η πρέπουσα πολιτική. Ούτε κι αν η ιδεολογική βάση της στηρίζεται στη λογική της επίλυσης σε προσφορότερες στιγμές, με την επίκληση της ευρωπαϊκής πορείας της Τουρκίας. Αν κι η Ελλάδα έχει ταχθεί, ορθώς, με αυτήν την προοπτική, δεν μπορεί να αναμένει από αυτήν την κονιορτοποίηση όλων των διεκδικήσεων. Με δεδομένους τους εσωτερικούς συσχετισμούς, όπου οι στρατηγικές - στρατιωτικές προτεραιότητες της Τουρκίας δεν πρόκειται σύντομα να μεταβληθούν, με γνωστές τις δυσκολίες στην ευρωπαϊκή διαδρομή της, δεν μπορεί κανείς να περιμένει στο ορατό μέλλον τροποποιήσεις στη διαβάθμιση των τουρκικών αξιολογήσεων των αιγιακών συμφερόντων της. Το καλύτερο που μπορεί κανείς να περιμένει από τον ευρωπαϊκό «καταναγκασμό» είναι μια πιθανή ετοιμότητά της να συνδιαλλαγεί ειρηνικά για την επίλυση και μια αυτοσυγκράτηση σε γενικευμένες βιαιότητες.
Αν η υπόθεση εργασίας, ότι πρέπει να αναζητηθεί μια λύση, είναι ορθή, τότε θα πρέπει να διερευνήσουμε ποια δείχνει να εξυπηρετεί τα ελληνικά συμφέροντα. Αν και οι δυνατότητες δεν είναι αμέτρητες, ωστόσο υπάρχει ένας πλούτος επιλογών που ταξινομούνται σε δύο βασικές κατηγορίες: λύσεις πολιτικές και λύσεις νομικές. H Ελλάδα έχει παραδοσιακά ταχθεί με τη δεύτερη κατηγορία. Εχει επιδιώξει να χρησιμοποιήσει το Διεθνές Δίκαιο ως βάση επίλυσης και να προσφύγει στη διεθνή δικαιοδοσία για να την πετύχει. Και υπάρχει σοφία σε αυτή τη στάση, καθώς τα πολιτικά μέσα (διμερείς διαπραγματεύσεις, πολιτική παρέμβαση τρίτων) δείχνουν ακατάλληλα λόγω των ασύμμετρων συνθηκών δύναμης των δύο μερών, λόγω σχετικής απροσδιοριστίας των προθέσεων της γείτονος και λόγω αβεβαιότητας της επίτευξης αποτελέσματος ή και συμμόρφωσης με τα συμφωνημένα.
Από την άλλη μεριά, μια νομική επίλυση που θα στηρίζεται στο Διεθνές Δίκαιο και θα ανατεθεί στη διεθνή δικαιοσύνη παρέχει αναμφισβήτητες εγγυήσεις, τόσο για την ορθή χρήση του Δικαίου όσο και για τη δεσμευτικότητα των αποφάσεων που θα προκύψουν. Το Διεθνές Δικαστήριο αποτελεί ένα μοναδικό σε εμπειρία και γνώση όργανο για την επίλυση των θαλάσσιων διαφορών, έχει συγκροτήσει μια συμπαγή νομολογία και οι θέσεις του είναι πια σαφείς και τα αποτελέσματα μιας εκδίκασης σχεδόν αναμενόμενα. H σύνθεσή του από δικαστές με κύρος, αντιπροσωπευτικούς των διαφόρων διεθνών πολιτικών ρευμάτων, κατασφαλίζει ένα μεγάλο ποσοστό αντικειμενικής κρίσης, τουλάχιστον αυτής που συνήθως προσφέρεται σε έναν κόσμο πεπερασμένης τελειότητας.
H παραπάνω περιγραφή των δύο μεγάλων κατηγοριών δυνατοτήτων μπορεί να οδηγήσει στα φυσικά συμπεράσματά μας: η νομική λύση παραμένει για την Ελλάδα το επιθυμητό. Αυτή όμως η γενίκευση δεν χρειάζεται δογματικά να ταυτίζει τη διαδικασία επίλυσης των ελληνοτουρκικών με το Δικαστήριο και μόνο. Οπως όλοι πια γνωρίζουμε, μια προσφυγή στο Δικαστήριο προαπαιτεί μακρές διμερείς διαπραγματεύσεις για την υπογραφή ενός συνυποσχετικού, μιας συμφωνίας που να καθορίζει την επίδικη ύλη. Στη διάρκεια αυτών των διμερών διαπραγματεύσεων δεν αποκλείεται η εξεύρεση λύσης για ορισμένα ζητήματα. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να μετουσιωθεί σε συμφωνία που θα είχε την αντανάκλασή της στο συνυποσχετικό και η οποία θα ελάφρυνε το βάρος της δικαστικής παρέμβασης.
Ερχομαι τώρα στο τελευταίο ερώτημα: ποια θέματα επιζητούν λύση; H ελληνική πλευρά από το 1981 και μετά έχει περιορίσει την ύλη των διαφορών μόνο στην υφαλοκρηπίδα. Ως πολιτικό πρόταγμα είναι μια ορθή αφετηρία. Ολοι όμως πια γνωρίζουν ότι η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας συναρτάται άμεσα με τα όρια της αιγιαλίτιδας ζώνης, εφόσον η υφαλοκρηπίδα μιας χώρας εκκινεί από το σημείο του βυθού στο οποίο σταματά η αιγιαλίτιδα. Ο προσδιορισμός της αιγιαλίτιδας, ως πρόκριμα οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας, επαναφέρει κατά συνέπεια το ζήτημα της προηγούμενης επέκτασής της, που με τη σειρά του συνυφαίνεται με τα όρια του εθνικού εναερίου χώρου που δεν συμπίπτει με την αιγιαλίτιδα των 6 ν.μ. Είναι λοιπόν σκόπιμο η Ελλάδα να λύσει πριν από την οριοθέτηση, το δίλημμά της αν θα αρκεστεί στα 6 ν.μ. στο Αιγαίο ή αν θα θελήσει να τα επεκτείνει, διευθετώντας ταυτόχρονα και τον εναέριο χώρο της στα όρια της αιγιαλίτιδας.
Αυτό φυσικά αποτελεί μείζονα πολιτική απόφαση που ξεπερνάει τα πλαίσια αυτής της ανάλυσης. Θα πρέπει όμως να τονιστεί ότι αν και το δικαίωμα της επέκτασης της αιγιαλίτιδας ζώνης ασκείται μονομερώς, ωστόσο σε συνθήκες γεωγραφικής στενότητας όπως αυτής του Αιγαίου μια επέκταση προϋποθέτει προηγούμενη ανακοίνωση των προθέσεων και ενδεχόμενες διαβουλεύσεις με τα ενδιαφερόμενα μέρη, που περιλαμβάνουν τόσο την Τουρκία όσο και τους χρήστες του Αιγαίου. H ορθή χρήση του δικαιώματος, η καλή γειτονία και ο πραγματισμός το επιτάσσουν. Οπως επιτάσσουν και μια εκλογίκευση της επέκτασης, η οποία να ανταποκρίνεται στις γεωγραφικές ιδιαιτερότητες του Αιγαίου.
Κατά συνέπεια αυτό που προέχει είναι η διατύπωση μιας πρότασης που να ξεκαθαρίζει την ελληνική θέση για τα όρια της αιγιαλίτιδας και την ετοιμότητά της να διαπραγματευθεί ένα συνυποσχετικό για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας. Αν οι διαπραγματεύσεις αυτές ξεκινήσουν και στη διάρκειά τους τεθεί ζήτημα γκρίζων ζωνών τότε θα πρέπει να αντιμετωπιστεί και πάλι με νομικές μεθόδους (πιστεύω από θέσης ισχύος). Οσο για τα υπόλοιπα θέματα, μπορούν να βρουν τη λύση τους μέσα από καθαρά ευρηματικές τεχνικές επιλύσεις (FIR) ή μέσα από τη βελτίωση του κλίματος που οι σοβαρές διαπραγματεύσεις μπορεί να επιφέρουν.
Ο κ. Χρ. Ροζάκης είναι αντιπρόεδρος του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.