Ο λεκές
Παύλος Τσίμας, KReport, Δημοσιευμένο: 2023-01-28
Μέσα στην πολιτική θύελλα των ημερών, ίσα που ακούστηκε, θαμπός, ο ήχος μιας προειδοποιητικής βολής, ενός κώδωνος κινδύνου. Ήταν ένα άρθρο των Financial Times, που δημοσιεύθηκε την περασμένη Τρίτη, την ημέρα που ο Αλέξης Τσίπρας έφευγε από την ΑΔΑΕ με εκείνον τον λευκό φάκελλο, που εξελίχθηκε σε κάτι σαν το κουτί της Πανδώρας. Το άρθρο των F.T. αναγνώριζε πως η ελληνική οικονομία έχει κάνει «πελώρια πρόοδο», πως επιτυγχάνει ρυθμούς ανάπτυξης από τους ταχύτερους στην ευρωζώνη και πως «από καθαρά μακροοικονομική άποψη, η Ελλάδα έχει δικαίωμα να ελπίζει ότι θα αποκτήσει, μέσα στη χρονιά, την επενδυτική βαθμίδα». Αλλά, στην συνέχεια, προειδοποιούσε πως «η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας θα απαιτήσει κάτι περισσότερο από πρωτογενή πελονάσματα». Θα απαιτήσει, επίσης, «να δείξει η Ελλάδα ότι διαθέτει ισχυρούς θεσμούς και ανεξάρτητη δικαιοσύνη».
Ο εκκωφαντικός θόρυβος της αντιδικίας για τις παρακολουθήσεις της ΕΥΠ, έπνιξε τον ήχο του κώδωνος. Αλλά δεν θα έπρεπε. Έστω και μόνον γιατί το άρθρο και τις προειδοποιήσεις που περιέχει υπογράφει η επικεφαλής οικονομολόγος μιας μεγάλης αμερικανικής εταιρείας συμβούλων, μια φωνή με όχι ασήμαντη απήχηση στην διεθνή ακαδημαϊκή και επιχειρηματική κοινότητα- των οίκων αξιολόγησης συμπεριλαμβανομένων. Η Μέγκαν Γκριν, άλλωστε, κέρδισε την φήμη της ακριβώς επειδή ήταν από τους πρώτους που προέβλεψαν, πολύ νωρίς, από το 2008, την κρίση που θα ερχόταν στην ευρωζώνη, θα είχε την Ελλάδα στο επίκεντρό της και θα υποχρέωνε την Ευρώπη, εν τέλει, σε «διάσωση» με δάνεια αλλά και σε διαγραφή χρέους.
Σε πρώτη ανάγνωση, η προειδοποίησή της δεν αφορά τα επίμαχα των ημερών, αυτά που επί τριήμερο συζητήθηκαν στην Βουλή. Αφορά μια παλιά αμαρτία, που παραμένει εκκρεμής. Την πολιτικά καθοδηγούμενη δικαστική δίωξη του Ανδρέα Γεωργίου, του πρώην επικεφαλής της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, που διώχθηκε επειδή κατέγραψε τα στοιχεία του ελλείμματος του 2009- όταν πια ο κύβος είχε ριφθεί, το μνημόνιο είχε υπογραφεί- με τρόπο στατιστικά ορθό, όπως δέχθηκαν όλες οι κυβερνήσεις που μεσολάβησαν έκτοτε, αλλά πολιτικά ενοχλητικό για την κυβέρνηση Καραμανλή. Η δικαστική του περιπέτεια ξεκίνησε το 2011, πήρε διαστάσεις καφκικές και συνεχίζεται ακόμη, δώδεκα χρόνια αργότερα.
Οι δίκες ανακυκλώνονται, όχι επειδή αμφισβητείται ότι ο Γεωργίου έκανε το καθήκον του ως επικεφαλής μιας ανεξάρτητης αρχής και αποκατέστησε την αξιοπιστία των εθνικών στατιστικών στοιχείων, τα διαβόητα Greek statistics. Aλλά επειδή τα στοιχεία του για το έλλειμμα έθιξαν ένα ιερό ταμπού- την ευθύνη μιας συγκεκριμένης κυβέρνησης για την χρεοκοπία της χώρας. Η υπόθεσή του έχει καταχωρηθεί διεθνώς, αλλά και στις ετήσιες εκθέσεις του Στέιτ Ντιπάρτμεντ για τα ανθρώπινα δικαιώματα, ως μια υπόθεση «μη δίκαιης δίκης». Μια υπόθεση πολιτικής χειραγώγησης όχι μόνον των ανεξάρτητων αρχών αλλά και της Δικαιοσύνης στην Ελλάδα. Ένας μικρός, αλλά επίμονος λεκές στην εικόνα της χώρας.
«Η Ελλάδα», γράφει λοιπόν η Γκριν, με αφορμή την υπόθεση Γεωργίου, εκτός από δημοσιονομική υγεία και ισχυρό αναπτυξιακό δυναμισμό, πρέπει να αποδείξει ότι διαθέτει και «ισχυρούς και ανεξάρτητους θεσμούς». Προφανώς, όταν έγραφε την φράση δεν φανταζόταν ότι η δημοσίευσή της θα συνέπιπτε με την πρώτη μέρα μιας αναμέτρησης στην ελληνική Βουλή, όπου μπαίνουν σε συζήτηση οι «επισυνδέσεις» της ΕΥΠ, η νομιμότητά τους, ο έλεγχός τους από την ΑΔΑΕ και η νομιμότητα αυτού του ελέγχου, η πειστικότητα των απαντήσεων της κυβέρνησης ή η προθυμία της αντιπολίτευσης να αλέσει τα πάντα στον μύλο των εκλογικών σκοπιμοτήτων. Εμείς έχουμε το προνόμιο να παρακολουθούμε την δύσκολη (και συχνά άχαρη) συζήτηση γνωρίζοντας όλα αυτά αποκτούν μια άλλη σημασία. Που υπερβαίνει την άμεση πολιτική στόχευση. Υπηρετεί ή υπονομεύει την ισχύ και την αξιοπιστία των θεσμών- η οποία εκτός από την σημασία της για εμάς τους ίδιους, μετρά και στην εκπλήρωση αυτού που έχει οριστεί ως εθνικός στόχος. Την απόκτηση της επενδυτικής βαθμίδας.
Δεν αξιολογούμαστε, φυσικά, με βάση του ποιος και γιατί παρακολουθούσε ποιον, αν καλώς ή κακώς τον παρακολουθούσε, ποιος το μαρτύρησε σε ποιον και ποιος το δημοσίευσε και γιατί. Αξιολογούμαστε όμως (και αυτό-αξιολογούμαστε) με κριτήριο εάν από μια πολιτική κρίση σαν αυτήν επιβεβαιώνεται ή διαψεύδεται η ανεξαρτησία και αξιοπιστία μιας ανεξάρτητης αρχής και προπάντων η ανεξαρτησία της δικαιοσύνης που έχει τον τελευταίο λόγο. Και με αυτό το κριτήριο, ο κίνδυνος είναι η εξέλιξη των πραγμάτων, η αδίστακτη κομματική αντιδικία επί ενός σοβαρού θεσμικού θέματος, να διευρύνει αντί να σβήσει τον λεκέ.
Υστερόγραφο: Υπάρχει, προφανώς, και μια άμεση πολιτική, εκλογική διάσταση σε όλα αυτά. Το ερώτημα αν η υπόθεση αυτή επηρεάζει τους πολιτικούς συσχετισμούς ή τις εκλογικές συμπεριφορές έχει τεθεί πολλές φορές και η συνήθης απάντηση, με τα δεδομένα των δημοσκοπήσεων, είναι αρνητική. Αλλά υπάρχει και μια άλλη διάσταση, που συχνά ξεχνούμε. Ανάμεσα στις εκλογές του 2004 και εκείνες του 2019, το ενεργό εκλογικό σώμα, ο αριθμός εκείνων που εμφανίστηκαν στα εκλογικά τμήματα δηλαδή, μειώθηκε κατά σχεδόν δύο εκατομμύρια (από 7, 5 εκατομμύρια σε 5,7). Και αυτό δεν ήταν συνέπεια μιας απότομης δημογραφικής καθίζησης. Ήταν αποτέλεσμα μιας πολιτικής «απομάγευσης», της αποκαρδίωσης, της αποξένωσης ενός σημαντικού μέρους των αντιπροσωπευόμενων από εκείνους που τους αντιπροσωπεύουν, ίσως και από την διαδικασία της αντιπροσώπευσης την ίδια. Στοιχηματίζω πως αν οι εκλογές διεξαχθούν στο γήπεδο που ήδη διαμορφώνεται, με το ύφος και την θεματολογία που έχει κυριαρχήσει, τα κενά καθίσματα στις εξέδρες μπορεί να γίνουν περισσότερα. Ποιος θα το θεωρούσε ασήμαντο;
Ο εκκωφαντικός θόρυβος της αντιδικίας για τις παρακολουθήσεις της ΕΥΠ, έπνιξε τον ήχο του κώδωνος. Αλλά δεν θα έπρεπε. Έστω και μόνον γιατί το άρθρο και τις προειδοποιήσεις που περιέχει υπογράφει η επικεφαλής οικονομολόγος μιας μεγάλης αμερικανικής εταιρείας συμβούλων, μια φωνή με όχι ασήμαντη απήχηση στην διεθνή ακαδημαϊκή και επιχειρηματική κοινότητα- των οίκων αξιολόγησης συμπεριλαμβανομένων. Η Μέγκαν Γκριν, άλλωστε, κέρδισε την φήμη της ακριβώς επειδή ήταν από τους πρώτους που προέβλεψαν, πολύ νωρίς, από το 2008, την κρίση που θα ερχόταν στην ευρωζώνη, θα είχε την Ελλάδα στο επίκεντρό της και θα υποχρέωνε την Ευρώπη, εν τέλει, σε «διάσωση» με δάνεια αλλά και σε διαγραφή χρέους.
Σε πρώτη ανάγνωση, η προειδοποίησή της δεν αφορά τα επίμαχα των ημερών, αυτά που επί τριήμερο συζητήθηκαν στην Βουλή. Αφορά μια παλιά αμαρτία, που παραμένει εκκρεμής. Την πολιτικά καθοδηγούμενη δικαστική δίωξη του Ανδρέα Γεωργίου, του πρώην επικεφαλής της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, που διώχθηκε επειδή κατέγραψε τα στοιχεία του ελλείμματος του 2009- όταν πια ο κύβος είχε ριφθεί, το μνημόνιο είχε υπογραφεί- με τρόπο στατιστικά ορθό, όπως δέχθηκαν όλες οι κυβερνήσεις που μεσολάβησαν έκτοτε, αλλά πολιτικά ενοχλητικό για την κυβέρνηση Καραμανλή. Η δικαστική του περιπέτεια ξεκίνησε το 2011, πήρε διαστάσεις καφκικές και συνεχίζεται ακόμη, δώδεκα χρόνια αργότερα.
Οι δίκες ανακυκλώνονται, όχι επειδή αμφισβητείται ότι ο Γεωργίου έκανε το καθήκον του ως επικεφαλής μιας ανεξάρτητης αρχής και αποκατέστησε την αξιοπιστία των εθνικών στατιστικών στοιχείων, τα διαβόητα Greek statistics. Aλλά επειδή τα στοιχεία του για το έλλειμμα έθιξαν ένα ιερό ταμπού- την ευθύνη μιας συγκεκριμένης κυβέρνησης για την χρεοκοπία της χώρας. Η υπόθεσή του έχει καταχωρηθεί διεθνώς, αλλά και στις ετήσιες εκθέσεις του Στέιτ Ντιπάρτμεντ για τα ανθρώπινα δικαιώματα, ως μια υπόθεση «μη δίκαιης δίκης». Μια υπόθεση πολιτικής χειραγώγησης όχι μόνον των ανεξάρτητων αρχών αλλά και της Δικαιοσύνης στην Ελλάδα. Ένας μικρός, αλλά επίμονος λεκές στην εικόνα της χώρας.
«Η Ελλάδα», γράφει λοιπόν η Γκριν, με αφορμή την υπόθεση Γεωργίου, εκτός από δημοσιονομική υγεία και ισχυρό αναπτυξιακό δυναμισμό, πρέπει να αποδείξει ότι διαθέτει και «ισχυρούς και ανεξάρτητους θεσμούς». Προφανώς, όταν έγραφε την φράση δεν φανταζόταν ότι η δημοσίευσή της θα συνέπιπτε με την πρώτη μέρα μιας αναμέτρησης στην ελληνική Βουλή, όπου μπαίνουν σε συζήτηση οι «επισυνδέσεις» της ΕΥΠ, η νομιμότητά τους, ο έλεγχός τους από την ΑΔΑΕ και η νομιμότητα αυτού του ελέγχου, η πειστικότητα των απαντήσεων της κυβέρνησης ή η προθυμία της αντιπολίτευσης να αλέσει τα πάντα στον μύλο των εκλογικών σκοπιμοτήτων. Εμείς έχουμε το προνόμιο να παρακολουθούμε την δύσκολη (και συχνά άχαρη) συζήτηση γνωρίζοντας όλα αυτά αποκτούν μια άλλη σημασία. Που υπερβαίνει την άμεση πολιτική στόχευση. Υπηρετεί ή υπονομεύει την ισχύ και την αξιοπιστία των θεσμών- η οποία εκτός από την σημασία της για εμάς τους ίδιους, μετρά και στην εκπλήρωση αυτού που έχει οριστεί ως εθνικός στόχος. Την απόκτηση της επενδυτικής βαθμίδας.
Δεν αξιολογούμαστε, φυσικά, με βάση του ποιος και γιατί παρακολουθούσε ποιον, αν καλώς ή κακώς τον παρακολουθούσε, ποιος το μαρτύρησε σε ποιον και ποιος το δημοσίευσε και γιατί. Αξιολογούμαστε όμως (και αυτό-αξιολογούμαστε) με κριτήριο εάν από μια πολιτική κρίση σαν αυτήν επιβεβαιώνεται ή διαψεύδεται η ανεξαρτησία και αξιοπιστία μιας ανεξάρτητης αρχής και προπάντων η ανεξαρτησία της δικαιοσύνης που έχει τον τελευταίο λόγο. Και με αυτό το κριτήριο, ο κίνδυνος είναι η εξέλιξη των πραγμάτων, η αδίστακτη κομματική αντιδικία επί ενός σοβαρού θεσμικού θέματος, να διευρύνει αντί να σβήσει τον λεκέ.
Υστερόγραφο: Υπάρχει, προφανώς, και μια άμεση πολιτική, εκλογική διάσταση σε όλα αυτά. Το ερώτημα αν η υπόθεση αυτή επηρεάζει τους πολιτικούς συσχετισμούς ή τις εκλογικές συμπεριφορές έχει τεθεί πολλές φορές και η συνήθης απάντηση, με τα δεδομένα των δημοσκοπήσεων, είναι αρνητική. Αλλά υπάρχει και μια άλλη διάσταση, που συχνά ξεχνούμε. Ανάμεσα στις εκλογές του 2004 και εκείνες του 2019, το ενεργό εκλογικό σώμα, ο αριθμός εκείνων που εμφανίστηκαν στα εκλογικά τμήματα δηλαδή, μειώθηκε κατά σχεδόν δύο εκατομμύρια (από 7, 5 εκατομμύρια σε 5,7). Και αυτό δεν ήταν συνέπεια μιας απότομης δημογραφικής καθίζησης. Ήταν αποτέλεσμα μιας πολιτικής «απομάγευσης», της αποκαρδίωσης, της αποξένωσης ενός σημαντικού μέρους των αντιπροσωπευόμενων από εκείνους που τους αντιπροσωπεύουν, ίσως και από την διαδικασία της αντιπροσώπευσης την ίδια. Στοιχηματίζω πως αν οι εκλογές διεξαχθούν στο γήπεδο που ήδη διαμορφώνεται, με το ύφος και την θεματολογία που έχει κυριαρχήσει, τα κενά καθίσματα στις εξέδρες μπορεί να γίνουν περισσότερα. Ποιος θα το θεωρούσε ασήμαντο;