Μαδώντας τη μαργαρίτα του δικομματισμού
Γιάννης Βούλγαρης, Τα Νέα, Δημοσιευμένο: 2008-02-02
Tελειώνει, δεν τελειώνει. τελειώνει, δεν τελειώνει. σαν το μάδημα της μαργαρίτας
εκτυλίσσεται η συζήτηση για τις πιθανές εξελίξεις του κομματικού μας συστήματος και του δικομματισμού ιδιαίτερα. Kαι τα δυο ενδεχόμενα έχουν ισχυρά επιχειρήματα, αλλά συχνά
επίσης διατυπώνονται κατακλυσμιαίες προβλέψεις πολιτικών καταποντισμών ή αντιστρόφως θαυματουργών αναγεννήσεων.
Η «ζαχοπουλιάδα» πυροδότησε όλα τα σενάρια. Δεν είναι η πρώτη φορά όμως που η μεταπολιτευτική Ελλάδα γνωρίζει τέτοιες περιόδους κατάπτωσης και σεναριολογίας. Το 1988-89 με το σκάνδαλο Κοσκωτά και το 1995-96 με την ακυβερνησία που προκάλεσε η παρατεταμένη διαμονή του Ανδρέα Παπανδρέου στο «Ωνάσειο», γνωρίσαμε αντίστοιχες καταστάσεις που η πολιτική κρίση συνενώθηκε με το καρακιτσουλιό δημιουργώντας μια ατμόσφαιρα σήψης. Και τότε συζητούνταν ευρύτατα η κρίση του δικομματισμού, η πιθανότητα αλλαγής του κομματικού σκηνικού. Ο δικομματισμός επέζησε, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι τα γεγονότα αυτά δεν είχαν επιπτώσεις στο κομματικό σύστημα, ασχέτως πώς τις αξιολογεί ο καθένας. Το 1989 δημιουργήθηκε μια νέα συμμαχική κυβερνητική φόρμουλα που, παρά τον έκτακτο χαρακτήρα, παγίωσε τη ρήξη της ιστορικής Αριστεράς με το ΠΑΣΟΚ που σοβούσε από το 1985-86. Το 1995 ενίσχυσε εξ αντιδράσεως την «ομάδα των εκσυγχρονιστών» μέσα στο ΠΑΣΟΚ, την άνοδο του Κ. Σημίτη και ενθάρρυνε τα μικρά κόμματα (ΠΟΛΑΝ, ΔΗΚΚΙ) που είχαν εμφανιστεί.
Πιθανά σενάρια
Είναι σχεδόν σίγουρο ότι η «ζαχοπουλιάδα» θα προκαλέσει παρατεταμένους κλυδωνισμούς στο κομματικό τοπίο. Κυρίως γιατί συμβαίνει σε μια περίοδο ήδη εκδηλωμένων εντάσεων και μικρομεταβολών. Όπως η ταυτόχρονη μείωση των δύο κομμάτων εξουσίας, η ενίσχυση της ψήφου κατά του «κατεστημένου δικομματισμού» μέσω νέων παικτών (ΛΑΟΣ) και των μικρότερων κομμάτων (ΚΚΕ, ΣΥΡΙΖΑ), η επίταση της αντικομματικής διάθεσης της κοινής γνώμης, η δυσαρέσκεια των πιο «κινητικών» ανώτερων- μεσαίων στρωμάτων προς τα δύο κόμματα και η φυγή στα μικρότερα (κυρίως προς τον ΣΥΝ). Αιτίες των πολιτικών αυτών συμπεριφορών είναι η αναποτελεσματικότητα της νεοδημοκρατικής διακυβέρνησης, η παράλληλη κρίση του ΠΑΣΟΚ, η «κανονικοποίηση» της κυβερνητικής εναλλαγής λόγω της ωρίμασης της ελληνικής δημοκρατίας και η τάση εξομοίωσης των δύο κομμάτων εξουσίας.
Γι΄ αυτούς τους λόγους, η «ζαχοπουλιάδα» έχει γίνει αφορμή υποθέσεων για την εξέλιξη του κομματικού συστήματος και δυσοίωνων ως επί το πλείστον προβλέψεων για το μέλλον του δικομματισμού. Πριν όμως ασχοληθούμε με σενάρια, ας σημειώσουμε πόσο καλύτερα θα ήταν αν οι πολιτικές ηγεσίες φρόντιζαν να εκμεταλλευτούν τη συγκυρία για να εξυγιάνουν το επικοινωνιακό περιβάλλον, ώστε οι οποιεσδήποτε κομματικές εξελίξεις να έχουν πρωταγωνιστές τους πολιτικούς και όχι τους εξωπολιτικούς παράγοντες. Με άλλα λόγια, να διευθετήσουν το τηλεοπτικό τοπίο, να καταστήσουν διαφανείς τις κρατικές χρηματοδοτήσεις στα ΜΜΕ και την απασχόληση δημοσιογράφων σε δημόσιους οργανισμούς, να υιοθετήσουν «κώδικα συμπεριφοράς» των πολιτικών στην τηλεόραση, ώστε να αποκατασταθεί η αξιοπρέπειά τους. Αν αλήθεια δεν το επιδιώξουν τώρα που έχει ξεφτιλιστεί όλος αυτός ο εσμός των αλητήριων «μιντιάδων», πότε θα το πετύχουν; Είναι απογοητευτικό να διαχειρίζονται τη «ζαχοπουλιάδα» τα ΜΜΕ ερήμην της πολιτικής, όταν κατά μεγάλο μέρος πρόκειται για μια μαφιόζικη εκτροπή των «μιντιάδων».
Μικρές οι ελπίδες. Σε κάθε περίπτωση, τα πιθανά σενάρια που καταγράφονται είναι τρία: Πρώτον, το σενάριο της σταθερότητας του δικομματισμού που στηρίζεται στην υπόθεση ότι το ΠΑΣΟΚ θα ανακάμψει και ότι ο κύκλος της δικομματικής εναλλαγής θα συνεχιστεί κατά τα συνήθη. Δεύτερον, είναι το «σενάριο της δεκαετίας του ΄50»: διατήρηση του ενός από τα δύο κόμματα εξουσίας (προφανώς της Ν.Δ.) και παρατεταμένη κρίση του κεντρώου- αριστερού πολιτικού χώρου μετά τις επόμενες εθνικές εκλογές. Τρίτον, είναι το σενάριο της πολυκομματικής κατάτμησης και των συμμαχικών κυβερνήσεων.
Υποστήριξα σε προηγούμενο άρθρο («ΤΑ ΝΕΑ», 12/1/2008) ότι το κομματικό σύστημα δεν φαίνεται να έχει τις εσωτερικές δυνάμεις για να πραγματοποιήσει μια σχεδιασμένη και στρατηγικού χαρακτήρα μετεξέλιξή του. Έτσι, οι όποιες αλλαγές μπορεί να εξαρτηθούν από συγκυριακούς παράγοντες. Είναι πολύ πιθανότερο εξάλλου να πραγματοποιηθούν σε δύο φάσεις: πρώτα η αποδόμηση και κατόπιν η ανασυγκρότηση. Κάτι ανάλογο συνέβη, αν δεν κάνω λάθος, σε μια σειρά ανεπτυγμένες δημοκρατίες (Ιταλία, Αυστρία, Ιαπωνία, Νέα Ζηλανδία) χωρίς αυτό να αποτελέσει καταστροφή αλλά ούτε πανάκεια.
Ανασυγκρότηση
Ο χαρακτήρας όμως της ανασυγκρότησης και η ποιότητα των εξελίξεων θα εξαρτηθεί προφανώς από την «προετοιμασία» των πρωταγωνιστών του κομματικού συστήματος. Γιατί ανατρέχοντας στα προηγούμενα σενάρια, δεν νομίζω να πιστεύουν πολλοί ότι περιέχουν νέα ελπιδοφόρα δυναμική, ούτε καν το τρίτο που είναι ριζικότερο. Ούτε ένα μπλοκ τύπου Ν.Δ. και ΛΑΟΣ, ούτε το αντίπαλο τύπου ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ, ούτε επιπλέον κατατμήσεις εντός των δύο μπλοκ, περιέχουν σήμερα κάποια αναγεννητική δυναμική. Το καθένα φαίνεται να αποτελεί το άθροισμα ενός από τα σημερινά κόμματα εξουσίας με την ενδοπαραταξιακή «ψήφο διαμαρτυρίας» προς αυτό. Υπάρχει κάποια «υπόδειξη» της κοινής γνώμης για την κατεύθυνση της ανασυγκρότησης; Πιστεύω ότι υπάρχει και ότι εκδηλώνεται σε πολλά μέρη του κόσμου. Πρόκειται για μια διάχυτη αμφισβήτηση της αχαλίνωτης καπιταλιστικής ανάπτυξης των τελευταίων χρόνων που έχει αποσυνδεθεί από τις κοινωνικές και οικολογικές δεσμεύσεις της, και ωθεί είτε στον πολιτισμικό συντηρητισμό είτε στην αριστερόστροφη διαμαρτυρία είτε σε ένα καινοφανές μείγμα τους. Αυτό όμως είναι ένα γενικό φόντο που εκδηλώνεται διεθνώς, αλλά με διαφορετικό τρόπο σε κάθε χώρα και σε κάθε πολιτικό σύστημα. Στην Ελλάδα, το κεντρικό πρόβλημα συνίσταται, κατά τη γνώμη μου, στη δυσκολία του ελληνικού καπιταλισμού να ενταχθεί δυναμικά στον διεθνή και ευρωπαϊκό ανταγωνισμό στην εποχή του ευρώ. Αποτέλεσμα είναι η εθνική κοινωνία να διαμελίζεται από τις αντιφατικές δυναμικές που αναπτύσσονται εντός της. Οι ωφελημένοι που δεν θέλουν πλέον να πληρώνουν για την επιβίωση των ζημιωμένων (με πόσες off shores συναλλασσόταν ο Αναστασιάδης;). Οι ζημιωμένοι που παύουν να ελπίζουν. Οι τυχερότεροι μεσαίοι που στρέφονται όλο και περισσότερο στο ιδιωτικό και το διεθνές, είτε πρόκειται για την υγεία τους είτε για την εκπαίδευση των παιδιών τους. Οι άλλοι μεσαίοι και μικρομεσαίοι που τρώνε τις σάρκες τους και τις σάρκες της χώρας, προσπαθώντας να κερδίσουν από την καταστροφή του περιβάλλοντος, τη διαφθορά της Δημόσιας Διοίκησης, την παραοικονομία και γενικά την απαξίωση των δημόσιων υποδομών.
Θύματα και θύτες τα κόμματα
Τα σημερινά κόμματα και το κομματικό σύστημα μοιάζουν θύματα του κοινωνικού διαμελισμού.
Μοιάζουν έρμαια της διαλεκτικής εθνικούυπερεθνικού όπως εκδηλώνεται στην Ελλάδα.
Αμήχανα τα κόμματα εξουσίας, μονομερή ή λαϊκίζοντα τα μικρότερα κόμματα που καρπώνονται τη διαμαρτυρία. Θύματα αλλά και θύτες, γιατί η απουσία πολιτικής επιδεινώνει τον κοινωνικό διαμελισμό και τη θέση των ζημιωμένων. Γι΄ αυτό, οι όποιες εξελίξεις στο κομματικό σύστημα θα αποκτήσουν δυναμικό και ελπιδοφόρο χαρακτήρα μόνο στο μέτρο που τα κόμματα αρχίσουν να λογαριάζονται ευθέως με τα διλήμματα που θέτει ο νέος οικονομικόςπολιτικός κύκλος, ο οποίος έχει ανοίξει εδώ και κάποια χρόνια. Η εθνική λειτουργία των κομμάτων συνίσταται σήμερα στην εξισορρόπηση ή την αναστροφή των διαμελιστικών τάσεων της εθνικής κοινωνίας. Και το κλειδί είναι η σύνδεση της αναπαραγωγής των λεγόμενων «μεσαίων στρωμάτων» με μια εξωστρεφή και δυναμική προσαρμογή της χώρας στον ευρωπαϊκό και διεθνή ανταγωνισμό.
Για την Αριστερά και την προοδευτική παράταξη αυτό σημαίνει μια ριζική αλλαγή νοοτροπίας σε σχέση με την προγραμματική κουλτούρα που διαμόρφωσε στη μεταπολιτευτική περίοδο.
Τότε είχε εστιαστεί στην αναδιανομή μέσω του κράτους. Τώρα πρέπει να εμπνευστεί ένα «έξυπνο κράτος» ώστε να αυξήσει την παραγωγικότητα του «συστήματος Ελλάς» υπό δύο συνθήκες: την οικολογική βελτίωση και την αντιμετώπιση της επισφάλειας της εργασίας, ιδίως των νέων.
*Ο Γιάννης Βούλγαρης διδάσκει στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου.
εκτυλίσσεται η συζήτηση για τις πιθανές εξελίξεις του κομματικού μας συστήματος και του δικομματισμού ιδιαίτερα. Kαι τα δυο ενδεχόμενα έχουν ισχυρά επιχειρήματα, αλλά συχνά
επίσης διατυπώνονται κατακλυσμιαίες προβλέψεις πολιτικών καταποντισμών ή αντιστρόφως θαυματουργών αναγεννήσεων.
Η «ζαχοπουλιάδα» πυροδότησε όλα τα σενάρια. Δεν είναι η πρώτη φορά όμως που η μεταπολιτευτική Ελλάδα γνωρίζει τέτοιες περιόδους κατάπτωσης και σεναριολογίας. Το 1988-89 με το σκάνδαλο Κοσκωτά και το 1995-96 με την ακυβερνησία που προκάλεσε η παρατεταμένη διαμονή του Ανδρέα Παπανδρέου στο «Ωνάσειο», γνωρίσαμε αντίστοιχες καταστάσεις που η πολιτική κρίση συνενώθηκε με το καρακιτσουλιό δημιουργώντας μια ατμόσφαιρα σήψης. Και τότε συζητούνταν ευρύτατα η κρίση του δικομματισμού, η πιθανότητα αλλαγής του κομματικού σκηνικού. Ο δικομματισμός επέζησε, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι τα γεγονότα αυτά δεν είχαν επιπτώσεις στο κομματικό σύστημα, ασχέτως πώς τις αξιολογεί ο καθένας. Το 1989 δημιουργήθηκε μια νέα συμμαχική κυβερνητική φόρμουλα που, παρά τον έκτακτο χαρακτήρα, παγίωσε τη ρήξη της ιστορικής Αριστεράς με το ΠΑΣΟΚ που σοβούσε από το 1985-86. Το 1995 ενίσχυσε εξ αντιδράσεως την «ομάδα των εκσυγχρονιστών» μέσα στο ΠΑΣΟΚ, την άνοδο του Κ. Σημίτη και ενθάρρυνε τα μικρά κόμματα (ΠΟΛΑΝ, ΔΗΚΚΙ) που είχαν εμφανιστεί.
Πιθανά σενάρια
Είναι σχεδόν σίγουρο ότι η «ζαχοπουλιάδα» θα προκαλέσει παρατεταμένους κλυδωνισμούς στο κομματικό τοπίο. Κυρίως γιατί συμβαίνει σε μια περίοδο ήδη εκδηλωμένων εντάσεων και μικρομεταβολών. Όπως η ταυτόχρονη μείωση των δύο κομμάτων εξουσίας, η ενίσχυση της ψήφου κατά του «κατεστημένου δικομματισμού» μέσω νέων παικτών (ΛΑΟΣ) και των μικρότερων κομμάτων (ΚΚΕ, ΣΥΡΙΖΑ), η επίταση της αντικομματικής διάθεσης της κοινής γνώμης, η δυσαρέσκεια των πιο «κινητικών» ανώτερων- μεσαίων στρωμάτων προς τα δύο κόμματα και η φυγή στα μικρότερα (κυρίως προς τον ΣΥΝ). Αιτίες των πολιτικών αυτών συμπεριφορών είναι η αναποτελεσματικότητα της νεοδημοκρατικής διακυβέρνησης, η παράλληλη κρίση του ΠΑΣΟΚ, η «κανονικοποίηση» της κυβερνητικής εναλλαγής λόγω της ωρίμασης της ελληνικής δημοκρατίας και η τάση εξομοίωσης των δύο κομμάτων εξουσίας.
Γι΄ αυτούς τους λόγους, η «ζαχοπουλιάδα» έχει γίνει αφορμή υποθέσεων για την εξέλιξη του κομματικού συστήματος και δυσοίωνων ως επί το πλείστον προβλέψεων για το μέλλον του δικομματισμού. Πριν όμως ασχοληθούμε με σενάρια, ας σημειώσουμε πόσο καλύτερα θα ήταν αν οι πολιτικές ηγεσίες φρόντιζαν να εκμεταλλευτούν τη συγκυρία για να εξυγιάνουν το επικοινωνιακό περιβάλλον, ώστε οι οποιεσδήποτε κομματικές εξελίξεις να έχουν πρωταγωνιστές τους πολιτικούς και όχι τους εξωπολιτικούς παράγοντες. Με άλλα λόγια, να διευθετήσουν το τηλεοπτικό τοπίο, να καταστήσουν διαφανείς τις κρατικές χρηματοδοτήσεις στα ΜΜΕ και την απασχόληση δημοσιογράφων σε δημόσιους οργανισμούς, να υιοθετήσουν «κώδικα συμπεριφοράς» των πολιτικών στην τηλεόραση, ώστε να αποκατασταθεί η αξιοπρέπειά τους. Αν αλήθεια δεν το επιδιώξουν τώρα που έχει ξεφτιλιστεί όλος αυτός ο εσμός των αλητήριων «μιντιάδων», πότε θα το πετύχουν; Είναι απογοητευτικό να διαχειρίζονται τη «ζαχοπουλιάδα» τα ΜΜΕ ερήμην της πολιτικής, όταν κατά μεγάλο μέρος πρόκειται για μια μαφιόζικη εκτροπή των «μιντιάδων».
Μικρές οι ελπίδες. Σε κάθε περίπτωση, τα πιθανά σενάρια που καταγράφονται είναι τρία: Πρώτον, το σενάριο της σταθερότητας του δικομματισμού που στηρίζεται στην υπόθεση ότι το ΠΑΣΟΚ θα ανακάμψει και ότι ο κύκλος της δικομματικής εναλλαγής θα συνεχιστεί κατά τα συνήθη. Δεύτερον, είναι το «σενάριο της δεκαετίας του ΄50»: διατήρηση του ενός από τα δύο κόμματα εξουσίας (προφανώς της Ν.Δ.) και παρατεταμένη κρίση του κεντρώου- αριστερού πολιτικού χώρου μετά τις επόμενες εθνικές εκλογές. Τρίτον, είναι το σενάριο της πολυκομματικής κατάτμησης και των συμμαχικών κυβερνήσεων.
Υποστήριξα σε προηγούμενο άρθρο («ΤΑ ΝΕΑ», 12/1/2008) ότι το κομματικό σύστημα δεν φαίνεται να έχει τις εσωτερικές δυνάμεις για να πραγματοποιήσει μια σχεδιασμένη και στρατηγικού χαρακτήρα μετεξέλιξή του. Έτσι, οι όποιες αλλαγές μπορεί να εξαρτηθούν από συγκυριακούς παράγοντες. Είναι πολύ πιθανότερο εξάλλου να πραγματοποιηθούν σε δύο φάσεις: πρώτα η αποδόμηση και κατόπιν η ανασυγκρότηση. Κάτι ανάλογο συνέβη, αν δεν κάνω λάθος, σε μια σειρά ανεπτυγμένες δημοκρατίες (Ιταλία, Αυστρία, Ιαπωνία, Νέα Ζηλανδία) χωρίς αυτό να αποτελέσει καταστροφή αλλά ούτε πανάκεια.
Ανασυγκρότηση
Ο χαρακτήρας όμως της ανασυγκρότησης και η ποιότητα των εξελίξεων θα εξαρτηθεί προφανώς από την «προετοιμασία» των πρωταγωνιστών του κομματικού συστήματος. Γιατί ανατρέχοντας στα προηγούμενα σενάρια, δεν νομίζω να πιστεύουν πολλοί ότι περιέχουν νέα ελπιδοφόρα δυναμική, ούτε καν το τρίτο που είναι ριζικότερο. Ούτε ένα μπλοκ τύπου Ν.Δ. και ΛΑΟΣ, ούτε το αντίπαλο τύπου ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ, ούτε επιπλέον κατατμήσεις εντός των δύο μπλοκ, περιέχουν σήμερα κάποια αναγεννητική δυναμική. Το καθένα φαίνεται να αποτελεί το άθροισμα ενός από τα σημερινά κόμματα εξουσίας με την ενδοπαραταξιακή «ψήφο διαμαρτυρίας» προς αυτό. Υπάρχει κάποια «υπόδειξη» της κοινής γνώμης για την κατεύθυνση της ανασυγκρότησης; Πιστεύω ότι υπάρχει και ότι εκδηλώνεται σε πολλά μέρη του κόσμου. Πρόκειται για μια διάχυτη αμφισβήτηση της αχαλίνωτης καπιταλιστικής ανάπτυξης των τελευταίων χρόνων που έχει αποσυνδεθεί από τις κοινωνικές και οικολογικές δεσμεύσεις της, και ωθεί είτε στον πολιτισμικό συντηρητισμό είτε στην αριστερόστροφη διαμαρτυρία είτε σε ένα καινοφανές μείγμα τους. Αυτό όμως είναι ένα γενικό φόντο που εκδηλώνεται διεθνώς, αλλά με διαφορετικό τρόπο σε κάθε χώρα και σε κάθε πολιτικό σύστημα. Στην Ελλάδα, το κεντρικό πρόβλημα συνίσταται, κατά τη γνώμη μου, στη δυσκολία του ελληνικού καπιταλισμού να ενταχθεί δυναμικά στον διεθνή και ευρωπαϊκό ανταγωνισμό στην εποχή του ευρώ. Αποτέλεσμα είναι η εθνική κοινωνία να διαμελίζεται από τις αντιφατικές δυναμικές που αναπτύσσονται εντός της. Οι ωφελημένοι που δεν θέλουν πλέον να πληρώνουν για την επιβίωση των ζημιωμένων (με πόσες off shores συναλλασσόταν ο Αναστασιάδης;). Οι ζημιωμένοι που παύουν να ελπίζουν. Οι τυχερότεροι μεσαίοι που στρέφονται όλο και περισσότερο στο ιδιωτικό και το διεθνές, είτε πρόκειται για την υγεία τους είτε για την εκπαίδευση των παιδιών τους. Οι άλλοι μεσαίοι και μικρομεσαίοι που τρώνε τις σάρκες τους και τις σάρκες της χώρας, προσπαθώντας να κερδίσουν από την καταστροφή του περιβάλλοντος, τη διαφθορά της Δημόσιας Διοίκησης, την παραοικονομία και γενικά την απαξίωση των δημόσιων υποδομών.
Θύματα και θύτες τα κόμματα
Τα σημερινά κόμματα και το κομματικό σύστημα μοιάζουν θύματα του κοινωνικού διαμελισμού.
Μοιάζουν έρμαια της διαλεκτικής εθνικούυπερεθνικού όπως εκδηλώνεται στην Ελλάδα.
Αμήχανα τα κόμματα εξουσίας, μονομερή ή λαϊκίζοντα τα μικρότερα κόμματα που καρπώνονται τη διαμαρτυρία. Θύματα αλλά και θύτες, γιατί η απουσία πολιτικής επιδεινώνει τον κοινωνικό διαμελισμό και τη θέση των ζημιωμένων. Γι΄ αυτό, οι όποιες εξελίξεις στο κομματικό σύστημα θα αποκτήσουν δυναμικό και ελπιδοφόρο χαρακτήρα μόνο στο μέτρο που τα κόμματα αρχίσουν να λογαριάζονται ευθέως με τα διλήμματα που θέτει ο νέος οικονομικόςπολιτικός κύκλος, ο οποίος έχει ανοίξει εδώ και κάποια χρόνια. Η εθνική λειτουργία των κομμάτων συνίσταται σήμερα στην εξισορρόπηση ή την αναστροφή των διαμελιστικών τάσεων της εθνικής κοινωνίας. Και το κλειδί είναι η σύνδεση της αναπαραγωγής των λεγόμενων «μεσαίων στρωμάτων» με μια εξωστρεφή και δυναμική προσαρμογή της χώρας στον ευρωπαϊκό και διεθνή ανταγωνισμό.
Για την Αριστερά και την προοδευτική παράταξη αυτό σημαίνει μια ριζική αλλαγή νοοτροπίας σε σχέση με την προγραμματική κουλτούρα που διαμόρφωσε στη μεταπολιτευτική περίοδο.
Τότε είχε εστιαστεί στην αναδιανομή μέσω του κράτους. Τώρα πρέπει να εμπνευστεί ένα «έξυπνο κράτος» ώστε να αυξήσει την παραγωγικότητα του «συστήματος Ελλάς» υπό δύο συνθήκες: την οικολογική βελτίωση και την αντιμετώπιση της επισφάλειας της εργασίας, ιδίως των νέων.
*Ο Γιάννης Βούλγαρης διδάσκει στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου.