Το τέλος της θρησκευτικής Δεξιάς στις ΗΠΑ
Mary Dejevsky, The Independent, Το Βήμα, Δημοσιευμένο: 2008-02-22
Παρά το προβάδισμα τουΜπάρακ Ομπάμα έναντι της Χίλαρι Κλίντον, όλα είναι ακόμη ανοιχτά στην κούρσα μεταξύ των δύο υποψηφίων των Δημοκρατικών, ενώ και ο Τζον Μακ Κέινέχει ακόμη απέναντί του τον Μάικ Χάκαμπι, ο οποίος υποστηρίζει ότι δεν θα αποσυρθεί παρά μόνο όταν ο αντίπαλός του εξασφαλίσει τους εκλέκτορες που θα του δώσουν το χρίσμα.
Το γεγονός ότι και οι δύο πλευρές συνεχίζουν, είναι θετικό τόσο για την αμερικανική Δημοκρατία όσο και για τους ίδιους τους ψηφοφόρους στις προκριματικές εκλογές στο Τέξας και στο Οχάιο, Πολιτείες οι οποίες συνήθως εκλέγουν μετά μεγάλης προσοχής τους υποψηφίους.
Είναι επίσης θετικό και για εμάς που βρισκόμαστε εκτός των Ηνωμένων Πολιτειών και επηρεαζόμαστε υποχρεωτικά από την επιλογή τους. Οποιος και αν είναι ο επόμενος πρόεδρος των ΗΠΑ, θα χρειαστεί να δοκιμαστεί στην πλέον μακρά και σκληρή προεκλογική εκστρατεία σε σχέση με τους προηγούμενους αμερικανούς ηγέτες, γεγονός που δείχνει ότι σε αυτές τις εκλογές «σπάζει το καλούπι».
Οσον αφορά τους Δημοκρατικούς πράγματι ισχύει κάτι τέτοιο. Ο,τι και αν συμβεί στη συνέχεια, το χρίσμα θα δοθεί είτε σε μία γυναίκα είτε σε έναν Αφροαμερικανό. Ακόμη και αν οι Δημοκρατικοί χάσουν τον Νοέμβριο, το 2008 θα είναι η πρώτη χρονιά όπου ένας «υποψήφιος της μειονότητας» κατάφερε να πάει τόσο μακριά.
Αντίθετα, στο στρατόπεδο των Ρεπουμπλικανών, κανένας δεν «σπάζει το καλούπι». Ανεξάρτητα από το ποιος θα κερδίσει το χρίσμα- και είναι σίγουρο ότι αυτός θα είναι ο Τζον Μακ Κέιν -, όλοι οι υποψήφιοι διεξήγαγαν την προεκλογική εκστρατεία τους ταυτόχρονα σε δύο μέτωπα: αφενός ο ένας εναντίον του άλλου, και αφετέρου όλοι τους εναντίον του Τζορτζ Μπους και της αμφιλεγόμενης πολιτικής κληρονομιάς που αφήνει πίσω του.
Ολοι ανέδειξαν το προφίλ του Ρόναλντ Ρέιγκαν, ο οποίος θεωρήθηκε πρόσφατα ως ο «προστάτης άγιος» του ρεπουμπλικανισμού στον 20ό αιώνα. Στο προφίλ αυτού μοιάζει να ταιριάζει ο Τζον Μακ Κέιν και όταν λάβει το χρίσμα του κόμματος δεν θα γίνουμε μάρτυρες μιας καινοτομίας αλλά μιας επιστροφής σε έναν ρεπουμπλικανισμό που είναι παλαιότερος από την άνοδο των Ευαγγελικών στον Νότο.
Η επιστροφή αυτή θα σηματοδοτήσει το τέλος της θρησκευτικής Δεξιάς ως μεγάλης πολιτικής δύναμης στην Ουάσιγκτον. Ακόμη και αν μείνουν εντός της κούρσας ως το τέλος ο Μακ Κέιν και ο πρώην κυβερνήτης του Αρκανσο Μάικ Χάκαμπι, θα δούμε την αρχή του τέλους της κυριαρχίας του χριστιανικού φονταμενταλισμού στην εθνική πολιτική. Παράλληλα, θα σταματήσει η πολιτική επιρροή του συντηρητικού Νότου. Δίνοντας λοιπόν το χρίσμα στον Μακ Κέιν, το κόμμα θα γράψει ένα τέλος στα 50 χρόνια της μεγάλης επιρροής του Νότου και της θρησκευτικής Δεξιάς στην αμερικανική πολιτική.
Με όλα τα παραπάνω ίσως να συνδέεται η σχέση του Μακ Κέιν με την Αριζόνα, την Πολιτεία όπου επέλεξε να εγκατασταθεί αφότου αποσύρθηκε από το ναυτικό και να οικοδομήσει την πολιτική καριέρα του. Η Αριζόνα βρίσκεται στον αμερικανικό Νότο αλλά δεν ανήκει σε αυτόν. Πρόκειται για μια Πολιτεία η οποία αντικατοπτρίζει πλήθος κοινωνικών και δημογραφικών τάσεων στις ΗΠΑ, όπως για παράδειγμα η αύξηση επιρροής του ισπανόφωνου πληθυσμού και η τάση της νέας αμερικανικής γενιάς να δείχνει μεγαλύτερη φυλετική ανοχή και να τάσσεται υπέρ του κοσμικού χαρακτήρα του κράτους.
Αν και είναι δύσκολο να το θυμηθούμε, υπήρξε εποχή όπου το να είσαι Ρεπουμπλικανός ηγέτης δεν σήμαινε ότι έπρεπε να «παριστάνεις τον Θεό». O Ρόναλντ Ρίγκαν εθεωρείτο συντηρητικός χριστιανός ο οποίος ίσως να ένιωθε άνετα στον θρησκευόμενο Νότο. Αλλά στις επίσημες ομιλίες και στις ανακοινώσεις του οι αναφορές στη θρησκεία ήταν ελάχιστες. Παράλληλα, ήταν ο πρώτος αμερικανός πρόεδρος που είχε πάρει διαζύγιο, ενώ στην ομιλία του με αφορμή την καταστροφή του διαστημικού λεωφορείου Challenger δεν έκανε ούτε μία αναφορά στο «κακό» ή στη θρησκεία.
Και ενώ ο Ρίγκαν ίσως να κατηγορήθηκε ότι έτρεφε μεσσιανικές φιλοδοξίες που προσομοιάζουν σε αυτές του Τζορτζ Μπους και αφορούν τη διάδοση της δημοκρατίας και της ελευθερίας σε όλο τον κόσμο, προκαλεί εντύπωση το γεγονός ότι δεν χρησιμοποίησε ποτέ στρατιωτική δύναμη για να πετύχει έναν τέτοιο σκοπό. Επρόκειτο κυρίως για ιδεολογικό αγώνα, όπως ήταν αυτός του Νίξον και του Μπους του πρεσβύτερου πριν από τον δίκαιο πόλεμο για την εκδίωξη του Ιράκ από το Κουβέιτ. Αν ο συντηρητισμός του Μακ Κέιν προσαρμοστεί σε αυτόν των προηγούμενων ηγετών, τότε η ανησυχία πολλών Βρετανών και Ευρωπαίων για την επιστροφή ενός Ρεπουμπλικανού στον Λευκό Οίκο ίσως να είναι αβάσιμη. Ορισμένοι θεωρούν ότι ο Μακ Κέιν είναι τόσο απρόβλεπτος και παρορμητικός που δεν θα μπορέσει να γίνει αξιόπιστος πρόεδρος. Παράλληλα υπάρχει και το ζήτημα της ηλικίας. Στα 72 του και με ένα πλούσιο ιατρικό ιστορικό ο Μακ Κέιν μπορεί να μη διαθέτει τη φυσική κατάσταση που απαιτείται για έναν αρχηγό κράτους.
Ωστόσο ως πολιτικός έχει ήδη λάβει αποστάσεις από την παραδοσιακή, σκληροπυρηνική πτέρυγα του κόμματος. Επειτα από οκτώ χρόνια διακυβέρνησης Μπους αυτό θα πρέπει να μας καθησυχάζει.
Το γεγονός ότι και οι δύο πλευρές συνεχίζουν, είναι θετικό τόσο για την αμερικανική Δημοκρατία όσο και για τους ίδιους τους ψηφοφόρους στις προκριματικές εκλογές στο Τέξας και στο Οχάιο, Πολιτείες οι οποίες συνήθως εκλέγουν μετά μεγάλης προσοχής τους υποψηφίους.
Είναι επίσης θετικό και για εμάς που βρισκόμαστε εκτός των Ηνωμένων Πολιτειών και επηρεαζόμαστε υποχρεωτικά από την επιλογή τους. Οποιος και αν είναι ο επόμενος πρόεδρος των ΗΠΑ, θα χρειαστεί να δοκιμαστεί στην πλέον μακρά και σκληρή προεκλογική εκστρατεία σε σχέση με τους προηγούμενους αμερικανούς ηγέτες, γεγονός που δείχνει ότι σε αυτές τις εκλογές «σπάζει το καλούπι».
Οσον αφορά τους Δημοκρατικούς πράγματι ισχύει κάτι τέτοιο. Ο,τι και αν συμβεί στη συνέχεια, το χρίσμα θα δοθεί είτε σε μία γυναίκα είτε σε έναν Αφροαμερικανό. Ακόμη και αν οι Δημοκρατικοί χάσουν τον Νοέμβριο, το 2008 θα είναι η πρώτη χρονιά όπου ένας «υποψήφιος της μειονότητας» κατάφερε να πάει τόσο μακριά.
Αντίθετα, στο στρατόπεδο των Ρεπουμπλικανών, κανένας δεν «σπάζει το καλούπι». Ανεξάρτητα από το ποιος θα κερδίσει το χρίσμα- και είναι σίγουρο ότι αυτός θα είναι ο Τζον Μακ Κέιν -, όλοι οι υποψήφιοι διεξήγαγαν την προεκλογική εκστρατεία τους ταυτόχρονα σε δύο μέτωπα: αφενός ο ένας εναντίον του άλλου, και αφετέρου όλοι τους εναντίον του Τζορτζ Μπους και της αμφιλεγόμενης πολιτικής κληρονομιάς που αφήνει πίσω του.
Ολοι ανέδειξαν το προφίλ του Ρόναλντ Ρέιγκαν, ο οποίος θεωρήθηκε πρόσφατα ως ο «προστάτης άγιος» του ρεπουμπλικανισμού στον 20ό αιώνα. Στο προφίλ αυτού μοιάζει να ταιριάζει ο Τζον Μακ Κέιν και όταν λάβει το χρίσμα του κόμματος δεν θα γίνουμε μάρτυρες μιας καινοτομίας αλλά μιας επιστροφής σε έναν ρεπουμπλικανισμό που είναι παλαιότερος από την άνοδο των Ευαγγελικών στον Νότο.
Η επιστροφή αυτή θα σηματοδοτήσει το τέλος της θρησκευτικής Δεξιάς ως μεγάλης πολιτικής δύναμης στην Ουάσιγκτον. Ακόμη και αν μείνουν εντός της κούρσας ως το τέλος ο Μακ Κέιν και ο πρώην κυβερνήτης του Αρκανσο Μάικ Χάκαμπι, θα δούμε την αρχή του τέλους της κυριαρχίας του χριστιανικού φονταμενταλισμού στην εθνική πολιτική. Παράλληλα, θα σταματήσει η πολιτική επιρροή του συντηρητικού Νότου. Δίνοντας λοιπόν το χρίσμα στον Μακ Κέιν, το κόμμα θα γράψει ένα τέλος στα 50 χρόνια της μεγάλης επιρροής του Νότου και της θρησκευτικής Δεξιάς στην αμερικανική πολιτική.
Με όλα τα παραπάνω ίσως να συνδέεται η σχέση του Μακ Κέιν με την Αριζόνα, την Πολιτεία όπου επέλεξε να εγκατασταθεί αφότου αποσύρθηκε από το ναυτικό και να οικοδομήσει την πολιτική καριέρα του. Η Αριζόνα βρίσκεται στον αμερικανικό Νότο αλλά δεν ανήκει σε αυτόν. Πρόκειται για μια Πολιτεία η οποία αντικατοπτρίζει πλήθος κοινωνικών και δημογραφικών τάσεων στις ΗΠΑ, όπως για παράδειγμα η αύξηση επιρροής του ισπανόφωνου πληθυσμού και η τάση της νέας αμερικανικής γενιάς να δείχνει μεγαλύτερη φυλετική ανοχή και να τάσσεται υπέρ του κοσμικού χαρακτήρα του κράτους.
Αν και είναι δύσκολο να το θυμηθούμε, υπήρξε εποχή όπου το να είσαι Ρεπουμπλικανός ηγέτης δεν σήμαινε ότι έπρεπε να «παριστάνεις τον Θεό». O Ρόναλντ Ρίγκαν εθεωρείτο συντηρητικός χριστιανός ο οποίος ίσως να ένιωθε άνετα στον θρησκευόμενο Νότο. Αλλά στις επίσημες ομιλίες και στις ανακοινώσεις του οι αναφορές στη θρησκεία ήταν ελάχιστες. Παράλληλα, ήταν ο πρώτος αμερικανός πρόεδρος που είχε πάρει διαζύγιο, ενώ στην ομιλία του με αφορμή την καταστροφή του διαστημικού λεωφορείου Challenger δεν έκανε ούτε μία αναφορά στο «κακό» ή στη θρησκεία.
Και ενώ ο Ρίγκαν ίσως να κατηγορήθηκε ότι έτρεφε μεσσιανικές φιλοδοξίες που προσομοιάζουν σε αυτές του Τζορτζ Μπους και αφορούν τη διάδοση της δημοκρατίας και της ελευθερίας σε όλο τον κόσμο, προκαλεί εντύπωση το γεγονός ότι δεν χρησιμοποίησε ποτέ στρατιωτική δύναμη για να πετύχει έναν τέτοιο σκοπό. Επρόκειτο κυρίως για ιδεολογικό αγώνα, όπως ήταν αυτός του Νίξον και του Μπους του πρεσβύτερου πριν από τον δίκαιο πόλεμο για την εκδίωξη του Ιράκ από το Κουβέιτ. Αν ο συντηρητισμός του Μακ Κέιν προσαρμοστεί σε αυτόν των προηγούμενων ηγετών, τότε η ανησυχία πολλών Βρετανών και Ευρωπαίων για την επιστροφή ενός Ρεπουμπλικανού στον Λευκό Οίκο ίσως να είναι αβάσιμη. Ορισμένοι θεωρούν ότι ο Μακ Κέιν είναι τόσο απρόβλεπτος και παρορμητικός που δεν θα μπορέσει να γίνει αξιόπιστος πρόεδρος. Παράλληλα υπάρχει και το ζήτημα της ηλικίας. Στα 72 του και με ένα πλούσιο ιατρικό ιστορικό ο Μακ Κέιν μπορεί να μη διαθέτει τη φυσική κατάσταση που απαιτείται για έναν αρχηγό κράτους.
Ωστόσο ως πολιτικός έχει ήδη λάβει αποστάσεις από την παραδοσιακή, σκληροπυρηνική πτέρυγα του κόμματος. Επειτα από οκτώ χρόνια διακυβέρνησης Μπους αυτό θα πρέπει να μας καθησυχάζει.