Ναρκωτικά: τα σκάνδαλα περνούν απαρατήρητα
Αστοχίες της ποινικής δικαιοσύνης
Νίκος Παρασκευόπουλος, Ελευθεροτυπία, Δημοσιευμένο: 2008-03-05
Το θέμα των ναρκωτικών είναι το κακό μουρμουρητό της κοινωνίας. Οταν συμβεί μια θεομηνία ή ένα μεγάλο οικονομικό σκάνδαλο, ο πάταγός τους το καλύπτει. Οταν ο απόηχος κοπάσει, τότε πάλι ακούγονται κάποιες ειδήσεις. Σήμερα π.χ. δημοσιεύεται ταυτόχρονα σ’ όλο τον κόσμο η ετήσια έκθεση του ΟΗΕ για τα ναρκωτικά. Χθες, έγινε γνωστή μια πρόταση για χορήγηση υποκαταστάτων με ιδιωτικές συνταγές από φαρμακεία. Οι εκπρόσωποι των δομών που χρόνια παλεύουν με τις εξαρτήσεις (ΚΕΘΕΑ, ΟΚΑΝΑ, 18 Ανω) επισήμαναν όμως με σύνεση πόσο επικίνδυνο και απρόσφορο θα ήταν το εγχείρημα της διάχυτης χορήγησης υποκαταστάτων, χωρίς μάλιστα συνδυασμένη ψυχοκοινωνική στήριξη.
Ας σημειώσουμε και τι, επειδή είναι συγκεχυμένο, συνήθως δεν ακούγεται: ότι υπάρχουν και άλλοι ύποπτοι αιφνίδιοι θάνατοι εκτός από τους επίσημα καταλογιζόμενους στα ναρκωτικά, ότι η μιζέρια έρχεται και πριν ή χωρίς το θάνατο, ότι τόσοι γονείς υποφέρουν κ.λπ.
Εχει περάσει βέβαια η εποχή των μακάριων, που πίστευαν ότι η ποινική καταστολή μπορεί να λύσει το πρόβλημα. Τα πράγματα σήμερα και είναι και φαίνονται σύνθετα. Το ποινικό σύστημα με τις δυσανάλογες επεμβάσεις και τις δυσκαμψίες του μετέχει το ίδιο στην παραγωγή και στην έκταση του προβλήματος. Ο κορεσμός των φυλακών από εξαρτημένους κρατούμενους αποτελεί εκρηκτικό πρόβλημα, όχι μόνο του σωφρονιστικού συστήματος, αλλά και της κοινωνίας που θα υποδεχθεί τους αποφυλακιζόμενους στη συνέχεια. Η φυλακή αποδιοργανώνει την κοινωνική ζωή, δημιουργεί γνωριμίες με πιάτσες και οι τελευταίες σπεύδουν να προσφέρουν εισόδημα και λύσεις ορθολογικές (!) στους κοινωνικά αποκλεισμένους μετά την αποφυλάκιση.
Την ίδια στιγμή, όμως, θετικά αποτελέσματα όχι μόνο για την ίδια την εξάρτηση, αλλά και για την απεμπλοκή από την εγκληματικότητα έχει δείξει η μετά πενταετία αξιολόγηση της πορείας των απεξαρτημένων: το 75% όσων είχαν προσέλθει στις υπηρεσίες του ΚΕΘΕΑ είχαν ποινικές εμπλοκές. Κανείς όμως από τους απεξαρτημένους που είχαν μείνει στις κοινότητες πάνω από ένα χρόνο δεν φυλακίστηκε στο ακόλουθο διάστημα των πέντε χρόνων.1 Με δύο λόγια: η απεξάρτηση από τα ναρκωτικά αποτελεί (και) μέσο πρόληψης της εγκληματικής υποτροπής, ενώ η φυλακή την αναπαράγει.
Για πολλά χρόνια το νομοθετικό ζήτημα που συγκέντρωνε την ευρύτερη προσοχή ήταν η ποινικοποίηση της χρήσης ναρκωτικών. Η σημασία του εν τω μεταξύ έχει μειωθεί: η χρήση από εξαρτημένους μένει υποχρωτικά ατιμώρητη, από πρωτόπειρους δυνητικά ισχύει το ίδιο, ενώ η χαμηλή ποινή για τις περιπτώσεις που απομένουν κατά τεκμήριο δεν οδηγεί στη φυλακή.
Σήμερα το μεγάλο σκάνδαλο της ελληνικής ποινικής δικαιοσύνης είναι άλλο: πρόκειται για την άστοχη μεταχείριση των εξαρτημένων από ναρκωτικά δραστών συνηθισμένης -του δρόμου- διακίνησης ή άλλων τυπικών εγκλημάτων για απόκτηση ναρκωτικών. Δυσανάλογα βαριές ποινές επιβάλλονται, από καλόπιστους έστω κριτές, σαν να είναι δίκαιες και προληπτικά αποτελεσματικές. Λάθος μεγάλο και ακριβό για την ελληνική κοινωνία. Θυμίζω τα καθέκαστα.
Ποινή δίκαια σημαίνει ανάλογη με το βάρος της πράξης και την υποκειμενική ευθύνη του δράστη. Είναι φυσικό για την ίδια πράξη (π.χ. διακίνηση μικρής ποσότητας ναρκωτικών) να είναι βαρύτερη η ευθύνη του ψυχρού δράστη από εκείνη των ωθούμενων στη διακίνηση από τη δίψα της εξάρτησης και της δόσης. Γι’ αυτό ο νομοθέτης από χρόνια προβλέπει με δοκιμασμένη ρύθμισή του χαμηλότερη ποινή για τους εξαρτημένους μικροδιακινητές, σε σχέση με την αντίστοιχη για τους ψυχρά διακινούντες.2 Επίσης, από χρόνια προβλέπεται σειρά μέτρων που διευκολύνουν την υποβολή των καταδικαζομένων σε εναλλακτικά θεραπευτικά μέτρα.3
Κι όμως: η ισχύουσα αυτή νομοθεσία σπάνια4 εφαρμόζεται. Μεγάλο μέρος της νομολογίας των δικαστηρίων ευθυγραμμίζεται με μια απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου5 που δέχθηκε το 1995 τα εξής: παρά τον Ποινικό Κώδικα που ορίζει ότι ο χαρακτήρας των εγκλημάτων (κακουργήματα ή πλημμελήματα) ορίζεται με βάση ακριβώς την απειλούμενη ποινή, και ενώ η γενικά απειλούμενη ποινή στην περίπτωση των εξαρτημένων είναι ελαφρότερη και αντιστοιχεί σε πλημμέλημα, αυτή η διαφοροποίηση παραγνωρίζεται. Ο ποινικός χαρακτήρας κακουργήματος, που ταιριάζει σε ψυχρούς δράστες, κρίνεται διατηρητέος, σαν να είναι μεταφυσικός. Η μείωση της απειλούμενης ποινής για τους εξαρτημένους λογίζεται από το ανώτατο δικαστήριο σαν είδος ελαφρυντικού, που δήθεν δεν έχει σχέση με το χαρακτήρα του εγκλήματος και την ενοχή. Επειδή, όμως, αναμφίβολα η εξάρτηση αφορά την ενοχή, μειώνοντας εδώ την ικανότητα του ανθρώπου να επιλέγει τα νόμιμα, γι’ αυτό η συγκεκριμένη νομολογιακή θέση είναι νομικά και επιστημονικά έκθετη.
Παρένθεση: αυτή βέβαια η ειδική ποινική μεταχείριση καθόλου δεν ταιριάζει στους δράστες των βαρύτερων μορφών διακίνησης (εμπορίας). Αν κάποιος εισάγει τρεις τόνους ναρκωτικών, δεν το κάνει εξαιτίας της εξάρτησης, ακόμη και αν είναι εξαρτημένος - που δεν είναι.
Ιδού ποια είναι ωστόσο τα αποτελέσματα της παραγνώρισης του πλημμεληματικού χαρακτήρα της κοινής διακίνησης ναρκωτικών από εξαρτημένους.
Οι παραπάνω προφυλακίζονται, ενώ αυτό για πλημμελήματα δεν προβλέπεται. Ετσι, αντί να οδηγούνται με επιβολή όρων προς την απεξάρτηση ή τη βελτίωση της υγείας τους, ωθούνται βαθιά στις εξαρτησιογόνες συνθήκες του εγκλεισμού.
Ο χρόνος τής με όρους απόλυσής τους απομακρύνεται δυσανάλογα. Οχι μόνο φθάνει έως τον αντίστοιχο χρόνο που ισχύει για κακουργήματα, αλλά εξαιτίας μιας (άστοχης) εξαίρεσης τον ξεπερνά: ο κοινός διακινητής ναρκωτικών, ο εξαρτημένος, φθάνει να αντιμετωπίζεται βαρύτερα από τον δόλιο ανθρωποκτόνο, τον βιαστή, τον δράστη αποπλάνησης παιδιών.6
Τρίτη συνέπεια: ο βαρύς κακουργηματικός χαρακτήρας δυσχεραίνει την εφαρμογή διαφόρων εναλλακτικών-θεραπευτικών μέτρων, που προβλέπονται και θα μπορούσαν να εναρμονίζονται με την ποινική μεταχείριση.
Ετσι, με τις καταχρηστικές προφυλακίσεις και με την παράταση του χρόνου έναρξης της δυνατότητας για απόλυση με όρους, οι φυλακές υπερφορτώνονται με ένα τραγικό ανθρώπινο φορτίο: με ανθρώπους που ο νομοθέτης θα ήθελε είτε να εγκλείονται στη φυλακή για πιο βραχύχρονο διάστημα, είτε να ωθούνται στην απεξάρτηση με διάφορα εναλλακτικά μέτρα. Η αδιέξοδη αυτή τακτική, αντί να συνιστά μια πολιτική πρόληψης του εγκλήματος, το επανατροφοδοτεί εν ευθέτω χρόνω.
Το παραπάνω σκάνδαλο είναι κοινωνικά, θεσμικά και ηθικά πολύ σοβαρότερο από τις «ροζ» ιστορίες. Οι κρατούμενοι στις φυλακές για εγκλήματα σχετικά με ναρκωτικά φθάνουν στο ένα δεύτερο του έγκλειστου πληθυσμού, ενώ το ποσοστό των εξαρτημένων είναι ακόμη μεγαλύτερο (προστίθενται εξαρτημένοι κατάδικοι για κλοπές, κ.λπ.). Δηλαδή, πρόκειται για χιλιάδες ανθρώπους. Ευχής έργο θα ήταν να άλλαζε η νομολογία του ανώτατου ποινικού μας δικαστηρίου, ώστε να εναρμονιστεί με το νόμο, με την αρχή της αναλογικότητας και με τις κοινωνικές ανάγκες. Αν αυτό είναι αδύνατο, απομένει μόνο μια λύση: η επείγουσα παρέμβαση του νομοθέτη, που να διευκρινίσει αυθεντικά ό,τι ήδη ισχύει.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
1. Δ. Αγραφιώτη - Ε. Καμπριάνη, Μελέτη, Εξαρτήσεις 2002, 18.
2. Αρχικά Ν. 2408/1996, ήδη άρθρο 30 παράγρ. 4β’ Ν. 3459/2006.
3. Ηδη άρθρο 31 Ν. 3459/2006.
4. Δείγματα νομολογιακής εφαρμογής βλ. σε Ν. Παρασκευόπουλου - Κ. Κοσμάτου, Ναρκωτικά (2006), 191 κ.ε.
Ας σημειώσουμε και τι, επειδή είναι συγκεχυμένο, συνήθως δεν ακούγεται: ότι υπάρχουν και άλλοι ύποπτοι αιφνίδιοι θάνατοι εκτός από τους επίσημα καταλογιζόμενους στα ναρκωτικά, ότι η μιζέρια έρχεται και πριν ή χωρίς το θάνατο, ότι τόσοι γονείς υποφέρουν κ.λπ.
Εχει περάσει βέβαια η εποχή των μακάριων, που πίστευαν ότι η ποινική καταστολή μπορεί να λύσει το πρόβλημα. Τα πράγματα σήμερα και είναι και φαίνονται σύνθετα. Το ποινικό σύστημα με τις δυσανάλογες επεμβάσεις και τις δυσκαμψίες του μετέχει το ίδιο στην παραγωγή και στην έκταση του προβλήματος. Ο κορεσμός των φυλακών από εξαρτημένους κρατούμενους αποτελεί εκρηκτικό πρόβλημα, όχι μόνο του σωφρονιστικού συστήματος, αλλά και της κοινωνίας που θα υποδεχθεί τους αποφυλακιζόμενους στη συνέχεια. Η φυλακή αποδιοργανώνει την κοινωνική ζωή, δημιουργεί γνωριμίες με πιάτσες και οι τελευταίες σπεύδουν να προσφέρουν εισόδημα και λύσεις ορθολογικές (!) στους κοινωνικά αποκλεισμένους μετά την αποφυλάκιση.
Την ίδια στιγμή, όμως, θετικά αποτελέσματα όχι μόνο για την ίδια την εξάρτηση, αλλά και για την απεμπλοκή από την εγκληματικότητα έχει δείξει η μετά πενταετία αξιολόγηση της πορείας των απεξαρτημένων: το 75% όσων είχαν προσέλθει στις υπηρεσίες του ΚΕΘΕΑ είχαν ποινικές εμπλοκές. Κανείς όμως από τους απεξαρτημένους που είχαν μείνει στις κοινότητες πάνω από ένα χρόνο δεν φυλακίστηκε στο ακόλουθο διάστημα των πέντε χρόνων.1 Με δύο λόγια: η απεξάρτηση από τα ναρκωτικά αποτελεί (και) μέσο πρόληψης της εγκληματικής υποτροπής, ενώ η φυλακή την αναπαράγει.
Για πολλά χρόνια το νομοθετικό ζήτημα που συγκέντρωνε την ευρύτερη προσοχή ήταν η ποινικοποίηση της χρήσης ναρκωτικών. Η σημασία του εν τω μεταξύ έχει μειωθεί: η χρήση από εξαρτημένους μένει υποχρωτικά ατιμώρητη, από πρωτόπειρους δυνητικά ισχύει το ίδιο, ενώ η χαμηλή ποινή για τις περιπτώσεις που απομένουν κατά τεκμήριο δεν οδηγεί στη φυλακή.
Σήμερα το μεγάλο σκάνδαλο της ελληνικής ποινικής δικαιοσύνης είναι άλλο: πρόκειται για την άστοχη μεταχείριση των εξαρτημένων από ναρκωτικά δραστών συνηθισμένης -του δρόμου- διακίνησης ή άλλων τυπικών εγκλημάτων για απόκτηση ναρκωτικών. Δυσανάλογα βαριές ποινές επιβάλλονται, από καλόπιστους έστω κριτές, σαν να είναι δίκαιες και προληπτικά αποτελεσματικές. Λάθος μεγάλο και ακριβό για την ελληνική κοινωνία. Θυμίζω τα καθέκαστα.
Ποινή δίκαια σημαίνει ανάλογη με το βάρος της πράξης και την υποκειμενική ευθύνη του δράστη. Είναι φυσικό για την ίδια πράξη (π.χ. διακίνηση μικρής ποσότητας ναρκωτικών) να είναι βαρύτερη η ευθύνη του ψυχρού δράστη από εκείνη των ωθούμενων στη διακίνηση από τη δίψα της εξάρτησης και της δόσης. Γι’ αυτό ο νομοθέτης από χρόνια προβλέπει με δοκιμασμένη ρύθμισή του χαμηλότερη ποινή για τους εξαρτημένους μικροδιακινητές, σε σχέση με την αντίστοιχη για τους ψυχρά διακινούντες.2 Επίσης, από χρόνια προβλέπεται σειρά μέτρων που διευκολύνουν την υποβολή των καταδικαζομένων σε εναλλακτικά θεραπευτικά μέτρα.3
Κι όμως: η ισχύουσα αυτή νομοθεσία σπάνια4 εφαρμόζεται. Μεγάλο μέρος της νομολογίας των δικαστηρίων ευθυγραμμίζεται με μια απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου5 που δέχθηκε το 1995 τα εξής: παρά τον Ποινικό Κώδικα που ορίζει ότι ο χαρακτήρας των εγκλημάτων (κακουργήματα ή πλημμελήματα) ορίζεται με βάση ακριβώς την απειλούμενη ποινή, και ενώ η γενικά απειλούμενη ποινή στην περίπτωση των εξαρτημένων είναι ελαφρότερη και αντιστοιχεί σε πλημμέλημα, αυτή η διαφοροποίηση παραγνωρίζεται. Ο ποινικός χαρακτήρας κακουργήματος, που ταιριάζει σε ψυχρούς δράστες, κρίνεται διατηρητέος, σαν να είναι μεταφυσικός. Η μείωση της απειλούμενης ποινής για τους εξαρτημένους λογίζεται από το ανώτατο δικαστήριο σαν είδος ελαφρυντικού, που δήθεν δεν έχει σχέση με το χαρακτήρα του εγκλήματος και την ενοχή. Επειδή, όμως, αναμφίβολα η εξάρτηση αφορά την ενοχή, μειώνοντας εδώ την ικανότητα του ανθρώπου να επιλέγει τα νόμιμα, γι’ αυτό η συγκεκριμένη νομολογιακή θέση είναι νομικά και επιστημονικά έκθετη.
Παρένθεση: αυτή βέβαια η ειδική ποινική μεταχείριση καθόλου δεν ταιριάζει στους δράστες των βαρύτερων μορφών διακίνησης (εμπορίας). Αν κάποιος εισάγει τρεις τόνους ναρκωτικών, δεν το κάνει εξαιτίας της εξάρτησης, ακόμη και αν είναι εξαρτημένος - που δεν είναι.
Ιδού ποια είναι ωστόσο τα αποτελέσματα της παραγνώρισης του πλημμεληματικού χαρακτήρα της κοινής διακίνησης ναρκωτικών από εξαρτημένους.
Οι παραπάνω προφυλακίζονται, ενώ αυτό για πλημμελήματα δεν προβλέπεται. Ετσι, αντί να οδηγούνται με επιβολή όρων προς την απεξάρτηση ή τη βελτίωση της υγείας τους, ωθούνται βαθιά στις εξαρτησιογόνες συνθήκες του εγκλεισμού.
Ο χρόνος τής με όρους απόλυσής τους απομακρύνεται δυσανάλογα. Οχι μόνο φθάνει έως τον αντίστοιχο χρόνο που ισχύει για κακουργήματα, αλλά εξαιτίας μιας (άστοχης) εξαίρεσης τον ξεπερνά: ο κοινός διακινητής ναρκωτικών, ο εξαρτημένος, φθάνει να αντιμετωπίζεται βαρύτερα από τον δόλιο ανθρωποκτόνο, τον βιαστή, τον δράστη αποπλάνησης παιδιών.6
Τρίτη συνέπεια: ο βαρύς κακουργηματικός χαρακτήρας δυσχεραίνει την εφαρμογή διαφόρων εναλλακτικών-θεραπευτικών μέτρων, που προβλέπονται και θα μπορούσαν να εναρμονίζονται με την ποινική μεταχείριση.
Ετσι, με τις καταχρηστικές προφυλακίσεις και με την παράταση του χρόνου έναρξης της δυνατότητας για απόλυση με όρους, οι φυλακές υπερφορτώνονται με ένα τραγικό ανθρώπινο φορτίο: με ανθρώπους που ο νομοθέτης θα ήθελε είτε να εγκλείονται στη φυλακή για πιο βραχύχρονο διάστημα, είτε να ωθούνται στην απεξάρτηση με διάφορα εναλλακτικά μέτρα. Η αδιέξοδη αυτή τακτική, αντί να συνιστά μια πολιτική πρόληψης του εγκλήματος, το επανατροφοδοτεί εν ευθέτω χρόνω.
Το παραπάνω σκάνδαλο είναι κοινωνικά, θεσμικά και ηθικά πολύ σοβαρότερο από τις «ροζ» ιστορίες. Οι κρατούμενοι στις φυλακές για εγκλήματα σχετικά με ναρκωτικά φθάνουν στο ένα δεύτερο του έγκλειστου πληθυσμού, ενώ το ποσοστό των εξαρτημένων είναι ακόμη μεγαλύτερο (προστίθενται εξαρτημένοι κατάδικοι για κλοπές, κ.λπ.). Δηλαδή, πρόκειται για χιλιάδες ανθρώπους. Ευχής έργο θα ήταν να άλλαζε η νομολογία του ανώτατου ποινικού μας δικαστηρίου, ώστε να εναρμονιστεί με το νόμο, με την αρχή της αναλογικότητας και με τις κοινωνικές ανάγκες. Αν αυτό είναι αδύνατο, απομένει μόνο μια λύση: η επείγουσα παρέμβαση του νομοθέτη, που να διευκρινίσει αυθεντικά ό,τι ήδη ισχύει.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
1. Δ. Αγραφιώτη - Ε. Καμπριάνη, Μελέτη, Εξαρτήσεις 2002, 18.
2. Αρχικά Ν. 2408/1996, ήδη άρθρο 30 παράγρ. 4β’ Ν. 3459/2006.
3. Ηδη άρθρο 31 Ν. 3459/2006.
4. Δείγματα νομολογιακής εφαρμογής βλ. σε Ν. Παρασκευόπουλου - Κ. Κοσμάτου, Ναρκωτικά (2006), 191 κ.ε.