Ναρκωτικά: εύκολες καταγγελίες και ένοχες σιωπές
Νίκος Παρασκευόπουλος, Ελευθεροτυπία, Δημοσιευμένο: 2008-05-14
Προϋπόθεση για τη γνώση δεν είναι μόνον η μετάδοσή της. Ο δέκτης πρέπει να έχει ήδη ένα ενδιαφέρον, ώστε να «ακούσει», να επεξεργαστεί και να εμπεδώσει την όποια πληροφορία. Πρόκειται, αν δεν κάνω λάθος, για ένα αυτονόητο της ψυχολογίας. Ας δούμε, όμως, κάποια πράγματα με τη σειρά, ώστε να φανεί το επίκαιρο νόημα της παραπάνω εισαγωγής.
Με τις εκκλήσεις για τις λίστες της μεθαδόνης και της βουπρενορφίνης έχουμε εξοικειωθεί. Οταν συμβαίνει ένα τραγικό περιστατικό με δράστη (όπως το πρόσφατο της Σίνδου) ή με θύμα (το συχνότερο) έναν εξαρτημένο από ναρκωτικά άνθρωπο, ηχούν συνήθως οι ίδιες κραυγές αγωνίας: «Είχε γραφεί σε λίστα για μεθαδόνη, αλλά η σειρά του αργούσε». Οι κραυγές-καταγγελίες αναπαράγονται καλόπιστα από ειδικούς και δημοσιογράφους, διαχέονται και -πράγμα παράδοξο- δείχνουν να διευθετούν τη συγκυρία.
Σε καταγγελίες αυτού του χαρακτήρα προσφεύγουν κατ’ αρχάς οι ίδιοι οι εξαρτημένοι («είμαι γραμμένος από καιρό στη λίστα, είμαι άρρωστος, κάντε κάτι»). Οι γονείς, εξάλλου, αν τα παιδιά τους οδηγηθούν σε πράξεις βίας, αφού ζητήσουν συγγνώμη από τα θύματα, προσθέτουν κι αυτοί το δικό τους τραγικό «ναι μεν... αλλά η σειρά του καθυστερούσε». Χωρίς τις λίστες ίσως να είχαν κινητοποιηθεί, αξιολογώντας δικά τους λάθη και ευθύνες. Αυτό όμως είναι εξαιρετικά επώδυνο.
Η λίστα, πραγματικά, εξυπηρετεί πολλαπλά: μειώνει τις πιέσεις της οικογένειας, του περιγύρου, της Αστυνομίας, αλλάζει την ταυτότητα του υπεύθυνου με εκείνη του ανήμπορου, υπόσχεται επιπλέον μια ουσία δωρεάν. Γιατί να μη σπεύδει ένας εξαρτημένος να εγγραφεί στον μακρύ κατάλογο αναμονής; Ετσι οι αριθμοί και οι καθυστερήσεις αυξάνουν, ενώ οι αναμένοντες παρατείνουν παθητικά, και με εξασφαλισμένη τη «δικαιολογία», το παρόν τους.
Η ταμπέλα του αρρώστου και η λίστα, εν τω μεταξύ, καταπραΰνουν κι άλλους. Ακόμη και η ακαδημαϊκή κοινότητα αυτές εμπιστεύεται: οι περισσότεροι πανεπιστημιακοί νιώθουν οικείοι με τις ιατρικές προσεγγίσεις και τα φαρμακευτικά υποκατάστατα, που έχουν εφευρεθεί στα εργαστήριά τους και συζητιούνται σε αμφιθέατρα και συνέδρια (πολλές φορές με πλουσιοπάροχες χορηγίες εταιρειών για την κάλυψη συνεδριακών δαπανών και ταξιδιών).
Οπωσδήποτε η πολιτική της χορήγησης υποκαταστάτων εξυπηρετεί φαρμακευτικές εταιρείες. Επίσης, παρηγορεί τους κοινωνικούς περίγυρους: τους οργανωμένους, όπως οι δήμοι εκείνοι, που αντί να μεριμνούν διώχνουν τις μονάδες μακριά τους, τους συγγενείς, τους φίλους, τους γείτονες που δεν αλλάζουν το μοντέλο ζωής τους.
Τα προγράμματα χορήγησης υποκαταστάτων είναι πραγματικά ζωτικά, αφού προσφέρουν χρόνο ζωής. Η λειτουργία τους είναι αναγκαία, ιδίως μάλιστα όταν πλαισιώνονται με υπηρεσίες ψυχοκοινωνικής στήριξης, όπως συμβαίνει με ορισμένες μονάδες του ΟΚΑΝΑ. Η υποκατάσταση όμως συνδέεται αναπόφευκτα και με ένα παράπλευρο υπονομευτικό μήνυμα: «η επόμενη μέρα σου εξαρτάται πάντα από μια (υποκατάστατη) ουσία». Γι’ αυτό όσοι τα διευθύνουν, φροντίζουν να τα συνοδεύουν με ψυχολογική στήριξη.
Με τις ίδιες αφορμές, ωστόσο, ηχούν ταυτόχρονα και κάποιες εναλλακτικές φωνές. Εξίσου εναγώνιες, αλλά με άλλη «γλώσσα» και χωρίς προωθητικούς μηχανισμούς που να τις αναπαράγουν. Θυμίζουν ότι τα φαρμακευτικά υποκατάστατα μπορεί να καλύπτουν τη δίψα για ναρκωτικά και να παρατείνουν τη ζωή, αλλά δεν την αλλάζουν, δεν διώχνουν τη δυστυχία, δεν απεξαρτούν. Η απεξάρτηση προϋποθέτει ψυχοκοινωνική προσέγγιση και δεν ολοκληρώνεται πριν από την επανένταξη σε μια αξιοπρεπή κοινωνική ζωή.
Οι εναλλακτικές αυτές φωνές επαναλαμβάνουν σταθερά ότι τα (στεγνά) προγράμματα απεξάρτησης δεν έχουν λίστες αναμονής. Οποιος θέλει εντάσσεται σε αυτά άμεσα, χωρίς όρους π.χ. προηγούμενης αποχής από ουσίες. Μόνος όρος είναι η επιθυμία του εξαρτημένου, έστω η πειθαναγκασμένη. Το ΚΕΘΕΑ έχει περίπου 70 μονάδες απεξάρτησης στη χώρα. Με αυτές έρχονται σε επαφή 7.000-8.000 άνθρωποι τον χρόνο (μέλη, γονείς, κρατούμενοι για συμβουλές, θεραπεία, στήριξη επανένταξης κ.λπ.). Ανάλογες υπηρεσίες προσφέρουν κι άλλα στεγνά προγράμματα, όπως το καταξιωμένο «18 Ανω». Χρειάζονται βέβαια περισσότερα, αλλά τα υπάρχοντα προσφέρουν σημαντικό έργο.
Τα στεγνά προγράμματα έχουν ταπεινή καταγωγή, από κύκλους «φυλακόβιων» ή ανώνυμων εξαρτημένων, που ένωσαν τις δυνάμεις τους και δοκίμασαν τρόπους για να ξεφύγουν. Αργότερα πλαισιώθηκαν από ειδικούς επιστήμονες. Η ακαδημαϊκή τους αναγνώριση είναι περιθωριακή. Δεν χρησιμοποιούν σκευάσματα-εργαλεία, δεν τους προσφέρονται ερευνητικά κονδύλια και πρωτόκολλα από ιδιωτικές επιχειρήσεις. Αποτελούν άλλωστε μια «μαύρη τρύπα» για τις φαρμακευτικές εταιρείες που κατασκευάζουν υποκατάστατα.
Οχι τυχαία, η άμεση διαθεσιμότητα των στεγνών προγραμμάτων αποσιωπάται από τα πλείστα ισχυρά μέσα. Σαν να μην υπάρχει. Σαν να μη θέλει η κοινωνία αυτή να μάθει και να δεχτεί ότι λύσεις διατίθενται, ότι η θεραπεία είναι εφικτή, ότι η δυστυχία μπορεί κάπου να ηττηθεί. Οπως άλλωστε αποσιωπώνται επικοινωνιακά και οι «αδυναμίες» των υποκαταστάτων. Πολλοί τηλεθεατές-ακροατές άκουσαν στις συζητήσεις για το σκάνδαλο του doping ότι η βουπρενορφίνη, ουσία που θεωρήθηκε ότι ανιχνεύθηκε στους πρώτους ελέγχους, είναι ναρκωτικό δεκάδες φορές ισχυρότερο από τη μορφίνη. Πρόκειται ακριβώς για το προσφερόμενο ως νέα λύση υποκατάστατο. Πόσοι συγκράτησαν την είδηση;
Η απεξάρτηση θέτει ως πρώτιστο πολιτικό στόχο την αντιμετώπιση της δυστυχίας στον κοινωνικό μικρόκοσμο και στην ψυχή και ως δεύτερο τις ουσίες. Η άμεση διαθεσιμότητα των στεγνών προγραμμάτων είναι η γνώση που απωθείται και ξεχνιέται.
Σε μια παλαιότερη γιορτή αποφοίτησης μελών του ΚΕΘΕΑ ένας από τους αποφοίτους είχε απευθύνει προς τα νέα μέλη τα εξής λόγια: «Προηγουμένως, όταν ένιωθα ψυχοπλάκωμα, έψαχνα να βρω μια ουσία. Τώρα ξέρω τη λύση που χρειάζομαι, τρέχω να βρω μια αγκαλιά».
Αυτές τις λύσεις πιστεύω ότι θα θυμηθούν οι ευγενικοί αναγνώστες αν ποτέ συναντήσουν στον δικό τους δρόμο έναν άνθρωπο που κλονίζεται.
* Καθηγητή Νομικής ΑΠΘ
Με τις εκκλήσεις για τις λίστες της μεθαδόνης και της βουπρενορφίνης έχουμε εξοικειωθεί. Οταν συμβαίνει ένα τραγικό περιστατικό με δράστη (όπως το πρόσφατο της Σίνδου) ή με θύμα (το συχνότερο) έναν εξαρτημένο από ναρκωτικά άνθρωπο, ηχούν συνήθως οι ίδιες κραυγές αγωνίας: «Είχε γραφεί σε λίστα για μεθαδόνη, αλλά η σειρά του αργούσε». Οι κραυγές-καταγγελίες αναπαράγονται καλόπιστα από ειδικούς και δημοσιογράφους, διαχέονται και -πράγμα παράδοξο- δείχνουν να διευθετούν τη συγκυρία.
Σε καταγγελίες αυτού του χαρακτήρα προσφεύγουν κατ’ αρχάς οι ίδιοι οι εξαρτημένοι («είμαι γραμμένος από καιρό στη λίστα, είμαι άρρωστος, κάντε κάτι»). Οι γονείς, εξάλλου, αν τα παιδιά τους οδηγηθούν σε πράξεις βίας, αφού ζητήσουν συγγνώμη από τα θύματα, προσθέτουν κι αυτοί το δικό τους τραγικό «ναι μεν... αλλά η σειρά του καθυστερούσε». Χωρίς τις λίστες ίσως να είχαν κινητοποιηθεί, αξιολογώντας δικά τους λάθη και ευθύνες. Αυτό όμως είναι εξαιρετικά επώδυνο.
Η λίστα, πραγματικά, εξυπηρετεί πολλαπλά: μειώνει τις πιέσεις της οικογένειας, του περιγύρου, της Αστυνομίας, αλλάζει την ταυτότητα του υπεύθυνου με εκείνη του ανήμπορου, υπόσχεται επιπλέον μια ουσία δωρεάν. Γιατί να μη σπεύδει ένας εξαρτημένος να εγγραφεί στον μακρύ κατάλογο αναμονής; Ετσι οι αριθμοί και οι καθυστερήσεις αυξάνουν, ενώ οι αναμένοντες παρατείνουν παθητικά, και με εξασφαλισμένη τη «δικαιολογία», το παρόν τους.
Η ταμπέλα του αρρώστου και η λίστα, εν τω μεταξύ, καταπραΰνουν κι άλλους. Ακόμη και η ακαδημαϊκή κοινότητα αυτές εμπιστεύεται: οι περισσότεροι πανεπιστημιακοί νιώθουν οικείοι με τις ιατρικές προσεγγίσεις και τα φαρμακευτικά υποκατάστατα, που έχουν εφευρεθεί στα εργαστήριά τους και συζητιούνται σε αμφιθέατρα και συνέδρια (πολλές φορές με πλουσιοπάροχες χορηγίες εταιρειών για την κάλυψη συνεδριακών δαπανών και ταξιδιών).
Οπωσδήποτε η πολιτική της χορήγησης υποκαταστάτων εξυπηρετεί φαρμακευτικές εταιρείες. Επίσης, παρηγορεί τους κοινωνικούς περίγυρους: τους οργανωμένους, όπως οι δήμοι εκείνοι, που αντί να μεριμνούν διώχνουν τις μονάδες μακριά τους, τους συγγενείς, τους φίλους, τους γείτονες που δεν αλλάζουν το μοντέλο ζωής τους.
Τα προγράμματα χορήγησης υποκαταστάτων είναι πραγματικά ζωτικά, αφού προσφέρουν χρόνο ζωής. Η λειτουργία τους είναι αναγκαία, ιδίως μάλιστα όταν πλαισιώνονται με υπηρεσίες ψυχοκοινωνικής στήριξης, όπως συμβαίνει με ορισμένες μονάδες του ΟΚΑΝΑ. Η υποκατάσταση όμως συνδέεται αναπόφευκτα και με ένα παράπλευρο υπονομευτικό μήνυμα: «η επόμενη μέρα σου εξαρτάται πάντα από μια (υποκατάστατη) ουσία». Γι’ αυτό όσοι τα διευθύνουν, φροντίζουν να τα συνοδεύουν με ψυχολογική στήριξη.
Με τις ίδιες αφορμές, ωστόσο, ηχούν ταυτόχρονα και κάποιες εναλλακτικές φωνές. Εξίσου εναγώνιες, αλλά με άλλη «γλώσσα» και χωρίς προωθητικούς μηχανισμούς που να τις αναπαράγουν. Θυμίζουν ότι τα φαρμακευτικά υποκατάστατα μπορεί να καλύπτουν τη δίψα για ναρκωτικά και να παρατείνουν τη ζωή, αλλά δεν την αλλάζουν, δεν διώχνουν τη δυστυχία, δεν απεξαρτούν. Η απεξάρτηση προϋποθέτει ψυχοκοινωνική προσέγγιση και δεν ολοκληρώνεται πριν από την επανένταξη σε μια αξιοπρεπή κοινωνική ζωή.
Οι εναλλακτικές αυτές φωνές επαναλαμβάνουν σταθερά ότι τα (στεγνά) προγράμματα απεξάρτησης δεν έχουν λίστες αναμονής. Οποιος θέλει εντάσσεται σε αυτά άμεσα, χωρίς όρους π.χ. προηγούμενης αποχής από ουσίες. Μόνος όρος είναι η επιθυμία του εξαρτημένου, έστω η πειθαναγκασμένη. Το ΚΕΘΕΑ έχει περίπου 70 μονάδες απεξάρτησης στη χώρα. Με αυτές έρχονται σε επαφή 7.000-8.000 άνθρωποι τον χρόνο (μέλη, γονείς, κρατούμενοι για συμβουλές, θεραπεία, στήριξη επανένταξης κ.λπ.). Ανάλογες υπηρεσίες προσφέρουν κι άλλα στεγνά προγράμματα, όπως το καταξιωμένο «18 Ανω». Χρειάζονται βέβαια περισσότερα, αλλά τα υπάρχοντα προσφέρουν σημαντικό έργο.
Τα στεγνά προγράμματα έχουν ταπεινή καταγωγή, από κύκλους «φυλακόβιων» ή ανώνυμων εξαρτημένων, που ένωσαν τις δυνάμεις τους και δοκίμασαν τρόπους για να ξεφύγουν. Αργότερα πλαισιώθηκαν από ειδικούς επιστήμονες. Η ακαδημαϊκή τους αναγνώριση είναι περιθωριακή. Δεν χρησιμοποιούν σκευάσματα-εργαλεία, δεν τους προσφέρονται ερευνητικά κονδύλια και πρωτόκολλα από ιδιωτικές επιχειρήσεις. Αποτελούν άλλωστε μια «μαύρη τρύπα» για τις φαρμακευτικές εταιρείες που κατασκευάζουν υποκατάστατα.
Οχι τυχαία, η άμεση διαθεσιμότητα των στεγνών προγραμμάτων αποσιωπάται από τα πλείστα ισχυρά μέσα. Σαν να μην υπάρχει. Σαν να μη θέλει η κοινωνία αυτή να μάθει και να δεχτεί ότι λύσεις διατίθενται, ότι η θεραπεία είναι εφικτή, ότι η δυστυχία μπορεί κάπου να ηττηθεί. Οπως άλλωστε αποσιωπώνται επικοινωνιακά και οι «αδυναμίες» των υποκαταστάτων. Πολλοί τηλεθεατές-ακροατές άκουσαν στις συζητήσεις για το σκάνδαλο του doping ότι η βουπρενορφίνη, ουσία που θεωρήθηκε ότι ανιχνεύθηκε στους πρώτους ελέγχους, είναι ναρκωτικό δεκάδες φορές ισχυρότερο από τη μορφίνη. Πρόκειται ακριβώς για το προσφερόμενο ως νέα λύση υποκατάστατο. Πόσοι συγκράτησαν την είδηση;
Η απεξάρτηση θέτει ως πρώτιστο πολιτικό στόχο την αντιμετώπιση της δυστυχίας στον κοινωνικό μικρόκοσμο και στην ψυχή και ως δεύτερο τις ουσίες. Η άμεση διαθεσιμότητα των στεγνών προγραμμάτων είναι η γνώση που απωθείται και ξεχνιέται.
Σε μια παλαιότερη γιορτή αποφοίτησης μελών του ΚΕΘΕΑ ένας από τους αποφοίτους είχε απευθύνει προς τα νέα μέλη τα εξής λόγια: «Προηγουμένως, όταν ένιωθα ψυχοπλάκωμα, έψαχνα να βρω μια ουσία. Τώρα ξέρω τη λύση που χρειάζομαι, τρέχω να βρω μια αγκαλιά».
Αυτές τις λύσεις πιστεύω ότι θα θυμηθούν οι ευγενικοί αναγνώστες αν ποτέ συναντήσουν στον δικό τους δρόμο έναν άνθρωπο που κλονίζεται.
* Καθηγητή Νομικής ΑΠΘ