Κρίση, πρόγραμμα και στρατηγική της αριστεράς
Γεράσιμος Γεωργάτος, Αυγή της Κυριακής, Δημοσιευμένο: 2008-10-12
Είναι κοινός τόπος ότι το ειδικό και το επιμέρους κατανοούνται ορθότερα εντασσόμενα στο γενικό, κανόνας από τον οποίο δεν εξαιρείται ούτε η προγραμματική απόπειρα, ούτε η πολιτική στρατηγική και τακτική του ΣΥΝ απέναντι στο - δημοσκοπικά για την ώρα - πιθανολογούμενο πρόβλημα διακυβέρνησης της χώρας.
Στη δίνη της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, ο τρόπος αντιμετώπισης της κατάρρευσης των χρηματοπιστωτικών κολοσσών σε Ευρώπη και Αμερική, κρίθηκε αρνητικά, ως σοσιαλιστικό μέτρο, από σημαντικό αριθμό ρεπουμπλικάνων και δημοκρατικών στις ΗΠΑ, ενώ από άλλους σχολιαστές ως ατελής κεϋνσιανισμός, επειδή επιδιώκει τη διάσωση του κεφαλαίου και όχι τη βελτίωση της ζωής εργαζομένων και ανέργων. Όπως σωστά επισημαίνει η αριστερά, αφού πρώτα ιδιωτικοποιήθηκαν τα κέρδη, τώρα κοινωνικοποιούνται οι ζημιές. Το βέβαιο, ελάχιστο, αλλά σημαντικό κέρδος είναι ότι τέτοιες ενέργειες επανανομιμοποιούν βαθμιαία την επί 25ετία και πλέον κατασυκοφαντημένη από τους εκφραστές της οικονομικής ορθοδοξίας δημόσια παρέμβαση και αναδεικνύουν την αναγκαιότητα θέσπισης ρυθμίσεων και κανόνων στις ανεξέλεγκτα κινούμενες αγορές. Δεν είναι τυχαία η αυξανόμενη αναφορά στο διεθνή τύπο, για την αναγκαιότητα επιβολής φόρων τύπου Tobin και άλλων μέτρων στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές συναλλαγές, αίτημα που τα κινήματα, και συγκεκριμένα η Attac, το έχει θέσει από την ίδρυσή της, το 1998 και επαναδιατυπώνεται έκτοτε από όλα τα Κοινωνικά Φόρουμ.
Σίγουρα, η συγκεκριμένη δημόσια παρέμβαση απέχει πολύ από το παρεμβατικό υπέρ των εργαζομένων μοντέλο που εφάρμοσε μεταπολεμικά η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία, όχι μόνο εξαιτίας της ύπαρξης της ΕΣΣΔ και της πίεσης των κομμουνιστικών κομμάτων, αλλά και επειδή έπρεπε να εξασφαλίσει την κοινωνική ειρήνη και συναίνεση, για να επιτύχει την ανάπτυξη και τη συνακόλουθη αναδιανομή του παραγόμενου πλούτου.
Είναι προφανές ότι η σοσιαλδημοκρατία σήμερα, βυθισμένη και αυτή σε κρίση, αδυνατεί για την ώρα να ανακάμψει, να επανέλθει και να εφαρμόσει εκ νέου και ανανεωμένο ένα σοσιαλδημοκρατικό πρόγραμμα. Η αριστερά στη χώρα μας, από την πλευρά της, αυταπατόμενη για τη συγκυρία και τις δυνατότητές της ως πολιτική δύναμη, τείνει να εκλαμβάνει την κρίση της σοσιαλδημοκρατίας ως δομική και να την ταυτίζει με το τέλος της, ταυτίζοντας επιπλέον το σύνολο της σοσιαλδημοκρατίας με τον Μπλερισμό, ενώ υπάρχει και ο Θαπατέρο στην Ισπανία και η λατινοαμερικάνικη αριστερά (Λούλα, Τσάβες, Κορέα, Μοράλες), που δεν είναι βεβαίως κομμουνιστικής κατεύθυνσης. Εξάλλου, παντού στον κόσμο, ο όρος αριστερά περιλαμβάνει και τη σοσιαλδημοκρατία.
Με τη σοσιαλδημοκρατία σε κρίση, η δημόσια παρέμβαση, ο σχεδιασμός και οι μεταρρυθμίσεις υπέρ της κοινωνίας και των πιο αδύναμων κοινωνικά στρωμάτων και όχι υπέρ της αγοράς, είναι πλέον ζητήματα που οφείλει να υπηρετήσει και να προωθήσει στη χώρα μας, σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης, η αριστερά, με στήριξη από τα κινήματα, τα συνδικάτα και τους πολίτες τους οποίους επιχειρεί να ενεργοποιήσει με την επαναστατική ρητορική περί ανυπακοής, αμφισβήτησης και ανατροπής του συστήματος. Όμως θα παραπαίει, όπως η σοσιαλδημοκρατία, με κίνδυνο να καταστεί και αυτή αντί για λύση μέρος του προβλήματος, αν επιχειρήσει να δώσει απαντήσεις μόνη της και κατά κύριο λόγο σε εθνικά πλαίσια. Αν αυτό ισχύει μια φορά για την αριστερά σε ισχυρές χώρες με ισχυρή οικονομία που διευκολύνει τη δημόσια παρέμβαση, ισχύει πολλαπλάσια για την αριστερά στην ελλειμματική και αδύναμη οικονομικά Ελλάδα.
Παρόλα αυτά, η Ευρώπη και ο ευρωπαϊκός ορίζοντας ως πεδίο όπου η αριστερά με το ΚΕΑ και τα κινήματα θα μπορούσαν να προωθήσουν αποτελεσματικά και ολοκληρωμένα ένα ριζοσπαστικό νεοκεϋνσιανό σχέδιο, απουσιάζει από τις πολιτικές αποφάσεις και τις ανακοινώσεις των πολιτικών οργάνων του ΣΥΝ και εν γένει από τον εκπεμπόμενο πολιτικό του λόγο. Ακόμα και στο υπό διαμόρφωση -από τα κάτω, συμμετοχικά και αμεσοδημοκρατικά- πρόγραμμα, διαφαίνεται ότι η ευρωπαϊκή διάσταση θα είναι υποβαθμισμένη και αποδυναμωμένη. Μάλιστα, έχει δηλωθεί περίπου επισήμως ότι στις επερχόμενες ευρωεκλογές το πρόγραμμα θα αποτελέσει προϊόν συμβιβασμού μεταξύ ΣΥΝ και συνιστωσών του ΣΥΡΙΖΑ - εδώ δεν ενδιαφέρουν διευρυμένες συζητήσεις και από τα κάτω συμμετοχή - και ακόμα χειρότερα, ότι οι ευρωεκλογές θα αποτελέσουν ευκαιρία για αντιπαράθεση στα κεντρικά πολιτικά ζητήματα της χώρας. Δηλαδή ο ΣΥΝ, ως δύναμη της αριστεράς, αποδιεθνοποιεί ο ίδιος τον πολιτικό του λόγο και τροφοδοτεί τον ήδη υφιστάμενο επαρχιωτισμό της ελληνικής πολιτικής ζωής.
Όχι λύση αριστεράς αλλά λύσεις αριστερές
Επιπλέον, ενώ ορθά προβάλλεται το αίτημα της αναδιανομής υπέρ των κοινωνικά ασθενέστερων, πουθενά δεν περιγράφεται, ούτε σε γενικές γραμμές, το παραγωγικό-αναπτυξιακό μοντέλο που προτείνει η αριστερά για τη χώρα, με βάση το οποίο θα παράγεται και ο προς αναδιανομή πλούτος. Φυσικά δεν αποτελεί απάντηση ότι στην Ελλάδα «παράγεται πολύς πλούτος», όταν και οι πέτρες γνωρίζουν πως ο ρυθμός ανάπτυξης στηρίχτηκε στο δανεισμό, στα υπερκέρδη των τραπεζών και στις κατασκευές.
Τέλος, ποιο πολιτικό υποκείμενο θα εφαρμόσει το σχέδιο που προτείνει η αριστερά για διέξοδο από την κρίση; «Κυβερνητικές λύσεις με πυρήνα τις δυνάμεις της ριζοσπαστικής αριστεράς», «κυβέρνηση της αριστεράς» ή απλά «λύσεις αριστεράς», ως διατυπώσεις είναι γενικές, αφηρημένες και νεφελώδεις και όχι μόνο δεν πείθουν, αλλά προκαλούν από αμηχανία μέχρι θυμηδία, αν δεν παραπέμπουν στην “Κυβέρνηση του βουνού” και σε τρίτο αυτοδύναμο πόλο. Με τέτοιες διατυπώσεις όχι μόνο δεν μετατοπίζεται προς τ’ αριστερά η πολιτική ζωή της χώρας, αλλά θολώνει και το τοπίο για όσους τείνουν ευήκοον ους προς τον ΣΥΝ, εξ ου και η παρατηρούμενη δημοσκοπική αστάθεια, η οποία δεν ερμηνεύεται με θεωρίες συνωμοσίας σύμπαντος του συστήματος κατά των δυνάμεων του ΣΥΡΙΖΑ.
Η χώρα δεν χρειάζεται λύση αριστεράς, αλλά λύσεις Αριστερές. Αυτό σημαίνει σοβαρό προγραμματικό λόγο που θα απευθύνεται όχι μόνο στις ασθενέστερες, αλλά και στις μεσαίες παραγωγικές τάξεις, και θα αντιμετωπίζει το πρόβλημα του παραγωγικού-αναπτυξιακού μοντέλου. Αντί του αντισυστημικού λαϊκισμού, απαιτούνται σοβαρές θεσμικές προτάσεις και στήριξη των θεσμών εκ μέρους της αριστεράς, γιατί η γενικευμένη κρίση εμπιστοσύνης στους θεσμούς είναι πολιτικά επικίνδυνη. Και φυσικά χρειάζεται επαναδιεθνοποίηση και σταθερός ευρωπαϊκός προγραμματικός ορίζοντας για πολλά ζητήματα της εγχώριας πολιτικής και κυρίως είναι αναγκαία η απαλλαγή από φοβικά σύνδρομα.
Αν έχουμε εμπιστοσύνη στις ιδέες μας, στις ικανότητές μας και στο εναλλακτικό πρόγραμμα που διαμορφώνουμε, δεν έχουμε κανέναν λόγο να κάνουμε εκπτώσεις ως προς το πού απευθύνεται. Οι πολιτικές δυνάμεις είναι απολύτως συγκεκριμένες και ανεξάρτητα από το αν υπάρχουν σήμερα οι προϋποθέσεις - ουδείς εξάλλου ισχυρίζεται ότι υπάρχουν - μπορούμε να απευθυνόμαστε με αυτοπεποίθηση σε όλο το τόξο της δημοκρατικής αντιπολίτευσης, από το ΚΚΕ αν και σταλινικό, μέχρι το ΠΑΣΟΚ αν και κατʼ επίφαση σοσιαλιστικό και στους Οικολόγους-Πράσινους, και με επιθετική πολιτική να θέτουμε τις άλλες πολιτικές δυνάμεις, αν ακολουθούν παρελκυστική τακτική, προ των ευθυνών τους για συνεργασία και διέξοδο από τη σημερινή κρίση. Αυτή τη στιγμή ο ΣΥΝ απευθυνόμενος προς μια κατεύθυνση, μεροληπτεί πολιτικά και το χρεώνεται αρνητικά. Και δεν αποτελεί απάντηση για την κοινωνία ότι αυτά τα έλυσε κάποιο συνέδριο.
Στη δίνη της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, ο τρόπος αντιμετώπισης της κατάρρευσης των χρηματοπιστωτικών κολοσσών σε Ευρώπη και Αμερική, κρίθηκε αρνητικά, ως σοσιαλιστικό μέτρο, από σημαντικό αριθμό ρεπουμπλικάνων και δημοκρατικών στις ΗΠΑ, ενώ από άλλους σχολιαστές ως ατελής κεϋνσιανισμός, επειδή επιδιώκει τη διάσωση του κεφαλαίου και όχι τη βελτίωση της ζωής εργαζομένων και ανέργων. Όπως σωστά επισημαίνει η αριστερά, αφού πρώτα ιδιωτικοποιήθηκαν τα κέρδη, τώρα κοινωνικοποιούνται οι ζημιές. Το βέβαιο, ελάχιστο, αλλά σημαντικό κέρδος είναι ότι τέτοιες ενέργειες επανανομιμοποιούν βαθμιαία την επί 25ετία και πλέον κατασυκοφαντημένη από τους εκφραστές της οικονομικής ορθοδοξίας δημόσια παρέμβαση και αναδεικνύουν την αναγκαιότητα θέσπισης ρυθμίσεων και κανόνων στις ανεξέλεγκτα κινούμενες αγορές. Δεν είναι τυχαία η αυξανόμενη αναφορά στο διεθνή τύπο, για την αναγκαιότητα επιβολής φόρων τύπου Tobin και άλλων μέτρων στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές συναλλαγές, αίτημα που τα κινήματα, και συγκεκριμένα η Attac, το έχει θέσει από την ίδρυσή της, το 1998 και επαναδιατυπώνεται έκτοτε από όλα τα Κοινωνικά Φόρουμ.
Σίγουρα, η συγκεκριμένη δημόσια παρέμβαση απέχει πολύ από το παρεμβατικό υπέρ των εργαζομένων μοντέλο που εφάρμοσε μεταπολεμικά η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία, όχι μόνο εξαιτίας της ύπαρξης της ΕΣΣΔ και της πίεσης των κομμουνιστικών κομμάτων, αλλά και επειδή έπρεπε να εξασφαλίσει την κοινωνική ειρήνη και συναίνεση, για να επιτύχει την ανάπτυξη και τη συνακόλουθη αναδιανομή του παραγόμενου πλούτου.
Είναι προφανές ότι η σοσιαλδημοκρατία σήμερα, βυθισμένη και αυτή σε κρίση, αδυνατεί για την ώρα να ανακάμψει, να επανέλθει και να εφαρμόσει εκ νέου και ανανεωμένο ένα σοσιαλδημοκρατικό πρόγραμμα. Η αριστερά στη χώρα μας, από την πλευρά της, αυταπατόμενη για τη συγκυρία και τις δυνατότητές της ως πολιτική δύναμη, τείνει να εκλαμβάνει την κρίση της σοσιαλδημοκρατίας ως δομική και να την ταυτίζει με το τέλος της, ταυτίζοντας επιπλέον το σύνολο της σοσιαλδημοκρατίας με τον Μπλερισμό, ενώ υπάρχει και ο Θαπατέρο στην Ισπανία και η λατινοαμερικάνικη αριστερά (Λούλα, Τσάβες, Κορέα, Μοράλες), που δεν είναι βεβαίως κομμουνιστικής κατεύθυνσης. Εξάλλου, παντού στον κόσμο, ο όρος αριστερά περιλαμβάνει και τη σοσιαλδημοκρατία.
Με τη σοσιαλδημοκρατία σε κρίση, η δημόσια παρέμβαση, ο σχεδιασμός και οι μεταρρυθμίσεις υπέρ της κοινωνίας και των πιο αδύναμων κοινωνικά στρωμάτων και όχι υπέρ της αγοράς, είναι πλέον ζητήματα που οφείλει να υπηρετήσει και να προωθήσει στη χώρα μας, σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης, η αριστερά, με στήριξη από τα κινήματα, τα συνδικάτα και τους πολίτες τους οποίους επιχειρεί να ενεργοποιήσει με την επαναστατική ρητορική περί ανυπακοής, αμφισβήτησης και ανατροπής του συστήματος. Όμως θα παραπαίει, όπως η σοσιαλδημοκρατία, με κίνδυνο να καταστεί και αυτή αντί για λύση μέρος του προβλήματος, αν επιχειρήσει να δώσει απαντήσεις μόνη της και κατά κύριο λόγο σε εθνικά πλαίσια. Αν αυτό ισχύει μια φορά για την αριστερά σε ισχυρές χώρες με ισχυρή οικονομία που διευκολύνει τη δημόσια παρέμβαση, ισχύει πολλαπλάσια για την αριστερά στην ελλειμματική και αδύναμη οικονομικά Ελλάδα.
Παρόλα αυτά, η Ευρώπη και ο ευρωπαϊκός ορίζοντας ως πεδίο όπου η αριστερά με το ΚΕΑ και τα κινήματα θα μπορούσαν να προωθήσουν αποτελεσματικά και ολοκληρωμένα ένα ριζοσπαστικό νεοκεϋνσιανό σχέδιο, απουσιάζει από τις πολιτικές αποφάσεις και τις ανακοινώσεις των πολιτικών οργάνων του ΣΥΝ και εν γένει από τον εκπεμπόμενο πολιτικό του λόγο. Ακόμα και στο υπό διαμόρφωση -από τα κάτω, συμμετοχικά και αμεσοδημοκρατικά- πρόγραμμα, διαφαίνεται ότι η ευρωπαϊκή διάσταση θα είναι υποβαθμισμένη και αποδυναμωμένη. Μάλιστα, έχει δηλωθεί περίπου επισήμως ότι στις επερχόμενες ευρωεκλογές το πρόγραμμα θα αποτελέσει προϊόν συμβιβασμού μεταξύ ΣΥΝ και συνιστωσών του ΣΥΡΙΖΑ - εδώ δεν ενδιαφέρουν διευρυμένες συζητήσεις και από τα κάτω συμμετοχή - και ακόμα χειρότερα, ότι οι ευρωεκλογές θα αποτελέσουν ευκαιρία για αντιπαράθεση στα κεντρικά πολιτικά ζητήματα της χώρας. Δηλαδή ο ΣΥΝ, ως δύναμη της αριστεράς, αποδιεθνοποιεί ο ίδιος τον πολιτικό του λόγο και τροφοδοτεί τον ήδη υφιστάμενο επαρχιωτισμό της ελληνικής πολιτικής ζωής.
Όχι λύση αριστεράς αλλά λύσεις αριστερές
Επιπλέον, ενώ ορθά προβάλλεται το αίτημα της αναδιανομής υπέρ των κοινωνικά ασθενέστερων, πουθενά δεν περιγράφεται, ούτε σε γενικές γραμμές, το παραγωγικό-αναπτυξιακό μοντέλο που προτείνει η αριστερά για τη χώρα, με βάση το οποίο θα παράγεται και ο προς αναδιανομή πλούτος. Φυσικά δεν αποτελεί απάντηση ότι στην Ελλάδα «παράγεται πολύς πλούτος», όταν και οι πέτρες γνωρίζουν πως ο ρυθμός ανάπτυξης στηρίχτηκε στο δανεισμό, στα υπερκέρδη των τραπεζών και στις κατασκευές.
Τέλος, ποιο πολιτικό υποκείμενο θα εφαρμόσει το σχέδιο που προτείνει η αριστερά για διέξοδο από την κρίση; «Κυβερνητικές λύσεις με πυρήνα τις δυνάμεις της ριζοσπαστικής αριστεράς», «κυβέρνηση της αριστεράς» ή απλά «λύσεις αριστεράς», ως διατυπώσεις είναι γενικές, αφηρημένες και νεφελώδεις και όχι μόνο δεν πείθουν, αλλά προκαλούν από αμηχανία μέχρι θυμηδία, αν δεν παραπέμπουν στην “Κυβέρνηση του βουνού” και σε τρίτο αυτοδύναμο πόλο. Με τέτοιες διατυπώσεις όχι μόνο δεν μετατοπίζεται προς τ’ αριστερά η πολιτική ζωή της χώρας, αλλά θολώνει και το τοπίο για όσους τείνουν ευήκοον ους προς τον ΣΥΝ, εξ ου και η παρατηρούμενη δημοσκοπική αστάθεια, η οποία δεν ερμηνεύεται με θεωρίες συνωμοσίας σύμπαντος του συστήματος κατά των δυνάμεων του ΣΥΡΙΖΑ.
Η χώρα δεν χρειάζεται λύση αριστεράς, αλλά λύσεις Αριστερές. Αυτό σημαίνει σοβαρό προγραμματικό λόγο που θα απευθύνεται όχι μόνο στις ασθενέστερες, αλλά και στις μεσαίες παραγωγικές τάξεις, και θα αντιμετωπίζει το πρόβλημα του παραγωγικού-αναπτυξιακού μοντέλου. Αντί του αντισυστημικού λαϊκισμού, απαιτούνται σοβαρές θεσμικές προτάσεις και στήριξη των θεσμών εκ μέρους της αριστεράς, γιατί η γενικευμένη κρίση εμπιστοσύνης στους θεσμούς είναι πολιτικά επικίνδυνη. Και φυσικά χρειάζεται επαναδιεθνοποίηση και σταθερός ευρωπαϊκός προγραμματικός ορίζοντας για πολλά ζητήματα της εγχώριας πολιτικής και κυρίως είναι αναγκαία η απαλλαγή από φοβικά σύνδρομα.
Αν έχουμε εμπιστοσύνη στις ιδέες μας, στις ικανότητές μας και στο εναλλακτικό πρόγραμμα που διαμορφώνουμε, δεν έχουμε κανέναν λόγο να κάνουμε εκπτώσεις ως προς το πού απευθύνεται. Οι πολιτικές δυνάμεις είναι απολύτως συγκεκριμένες και ανεξάρτητα από το αν υπάρχουν σήμερα οι προϋποθέσεις - ουδείς εξάλλου ισχυρίζεται ότι υπάρχουν - μπορούμε να απευθυνόμαστε με αυτοπεποίθηση σε όλο το τόξο της δημοκρατικής αντιπολίτευσης, από το ΚΚΕ αν και σταλινικό, μέχρι το ΠΑΣΟΚ αν και κατʼ επίφαση σοσιαλιστικό και στους Οικολόγους-Πράσινους, και με επιθετική πολιτική να θέτουμε τις άλλες πολιτικές δυνάμεις, αν ακολουθούν παρελκυστική τακτική, προ των ευθυνών τους για συνεργασία και διέξοδο από τη σημερινή κρίση. Αυτή τη στιγμή ο ΣΥΝ απευθυνόμενος προς μια κατεύθυνση, μεροληπτεί πολιτικά και το χρεώνεται αρνητικά. Και δεν αποτελεί απάντηση για την κοινωνία ότι αυτά τα έλυσε κάποιο συνέδριο.