Ο κλαδικός εγωισμός και η ηθική του αγώνα
Σάκης Κουρουζίδης, Αυγή, Δημοσιευμένο: 2009-05-05
«Η οδύνη μου είναι σχεδόν ανυπόφορη, όταν συνειδητοποιώ ότι το μόνο όπλο που ʽμεινε στα χέρια μας για να αποτρέψουμε την καταστροφή είναι οι λέξεις, ο λόγος που μας έχει παραδώσει η ιστορία μας»
Ιβάν Ίλλιτς
Μια από τις πιο συνηθισμένες σκηνές που συνοδεύουν τις κινητοποιήσεις τα τελευταία χρόνια, είναι η παρακάτω: οι απεργοί φτάνουν έξω από ένα υπουργείο, ζητούν να δουν τον υπουργό, ο υπουργός απαντά -όχι πάντα, βέβαια- ότι θα δεχτεί μια αντιπροσωπεία τους.
Οι απεργοί ζητούν να μπει στο υπουργείο μια πολυμελής ομάδα, ο υπουργός θέλει μια ολιγομελή, η αστυνομία της εισόδου επιτρέπει να μπουν μόνον όσοι ο υπουργός όρισε, οι απεργοί δεν το δέχονται, επιχειρούν να μπουν με το ζόρι, η αστυνομία τους «απωθεί», οι απεργοί επιμένουν και το φινάλε έχει πάντα την ίδια κατάληξη: συγκρούσεις, πετροπόλεμος, κλομπ, καμιά φορά δακρυγόνα, τα κανάλια τρέχουν, η είδηση -των επεισοδίων και όχι των αιτημάτων ή της κατάληξης της κινητοποίησης- παίζει το βράδυ …και όλοι ικανοποιημένοι.
Οι απεργοί γιατί τα ΜΜΕ ασχολήθηκαν με την απεργία τους και η κυβέρνηση επειδή η εικόνα της κινητοποίησης περιορίστηκε σε σκηνές που δείχνουν κάποιους «έξαλλους» απεργούς να επιχειρούν να εισβάλλουν στο υπουργείο. Το σκηνικό αυτό τείνει να εξελιχθεί σε «κυρίαρχη» μορφή αγώνα, δηλαδή, να μετατραπεί η «σύγκρουση» σε σόου, σε τηλεοπτική εικόνα του σόου, σε κάτι που συνεχώς απομακρύνεται από την «ηθική του αγώνα».
Η απολύτως κυρίαρχη μορφή αγώνα στον χώρο της εκπαίδευσης, κυρίως, είναι η «κατάληψη». Κατάληψη για σοβαρά, για λιγότερο σοβαρά θέματα, αλλά και για ψύλλου πήδημα. Κατάληψη για εκπαιδευτικά θέματα, για συμμετοχή σε ευρύτερους κοινωνικούς αγώνες, για λόγους αλληλεγγύης σε άλλους κλάδους. Καταλήψεις με αποφάσεις γενικών συνελεύσεων, με αποφάσεις «συντονιστικών», με πρωτοβουλία πρωτοποριών εντεταλμένων να υπερασπίζονται κάθε αδικημένο αλλά και για να σώσουν όλη την κοινωνία. Καταλήψεις για μερικές ώρες, για λίγες ημέρες, για εβδομάδες, …καταλήψεις επ’ αόριστον.
Και σχεδόν όλες με ερημωμένες τις σχολές ή τα σχολεία. Η πανδημία των καταλήψεων έχει επεκταθεί και σε πολλούς άλλους χώρους. Καταλήψεις δημοσίων υπηρεσιών, καταλήψεις διοδίων, καταλήψεις αστυνομικών τμημάτων, καταλήψεις τραπεζών, καταλήψεις θεάτρων, της Όπερας, δημοτικών χώρων κ.ο.κ. Καταλήψεις από συνδικάτα, από φοιτητικούς συλλόγους, από παρατάξεις, από κόμματα κ.ά.
«Κατάληψη» σημαίνει την προσπάθεια «βίαιης» απόσπασης της ανοχής από την κοινωνία και όχι την δια της πειθούς εκμαίευση της υποστήριξης για αιτήματα δίκαια και προφανή για τους πολίτες. Εκβιάζουμε ή εκλαμβάνουμε ως υποστήριξη την αδυναμία των πολιτών να πράξουν αλλιώς.
Πώς, αλήθεια, μετράμε την αποδοχή ή την υποστήριξη της κοινωνίας σε μια κινητοποίηση; Μας ενδιαφέρει η ενεργός υποστήριξη; Ή αυτό που επιδιώκουμε είναι απλώς η πρόκληση δυσφορίας στους πολίτες από μια κινητοποίηση, μέσω της οποίας υποτίθεται ότι θα πιεστεί η κυβέρνηση να ενδώσει στα αιτήματα; Μας ενδιαφέρουν οι «παράπλευρες απώλειες» από μια κινητοποίηση;
Αν δηλαδή, υφίστανται ζημιές -υλικές ή άλλες- πολίτες, κοινωνικές ομάδες, περιοχές; Ή το δίκαιο του αγώνα -μας- είναι εξ ορισμού πάνω από το δίκιο άλλων πολιτών, άλλων «αγώνων», ανεξάρτητα από τις συνέπειες που συνεπάγεται;
Αυτός ο κλαδικός εγωισμός δεν καλλιεργεί, δεν επιδιώκει, δεν προαπαιτεί την ενεργό αλληλεγγύη της κοινωνίας αλλά επιδιώκει να «εκβιάσει» την κυβέρνηση δια της αγανάκτησης των πολιτών από το μποτιλιάρισμα, από τα δακρυγόνα, από το κλείσιμο των δρόμων, από το κλείσιμο των σχολείων και των σχολών, από τις διακοπές του ρεύματος.
Στην ουσία, πιάνουμε ομήρους τους πολίτες και λέμε στην κυβέρνηση να λύσει τα προβλήματά μας για να τους ...ελευθερώσουμε. Μεταθέτουμε την έννοια του αγώνα και της διεκδίκησης από το «δίκαιο», στο «αποτελεσματικό» -πάση θυσία. Από την προσπάθεια να «πείσουμε» την κοινωνία, υποκύπτουμε στον πειρασμό να «χρησιμοποιήσουμε» τους πολίτες οι οποίοι, εκόντες άκοντες, χρίζονται ως συμπαραστάτες στο «δίκιο του εργάτη».
Αντί όμως να αθροίζονται τα επιμέρους «δίκια» των αγωνιζομένων, πολλαπλασιάζεται ο «κλαδικός εγωισμός». Και η λεγόμενη κοινωνική αλληλεγγύη -όταν εκδηλώνεται- είναι απλώς η συνήθης βιομηχανία ανακοινώσεων της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας, εντελώς ανώδυνη και ακίνδυνη.
Έχουμε χάσει την αίσθηση της δύναμής μας, του «λόγου» δηλαδή, των ιδεών, των αξιών, των πρακτικών, της «ηθικής», με την έννοια κάποιων ορίων που μονομερώς -θα έπρεπε να- έχουμε θέσει -και- στις μεθόδους που χρησιμοποιούμε, όλα αυτά που -θα έπρεπε να- δίνουν το προφανές στίγμα μιας «πολιτισμικής αριστεράς», που θα κάνουν διακριτή την ύπαρξη και την καθημερινή της παρουσία, χωρίς τον κίνδυνο να παρανοηθεί, να παρεξηγηθεί, ανά πάσα στιγμή.
__________
* Ο Σάκης Κουρουζίδης είναι διευθυντής της “Ευωνύμου Βιβλιοθήκης” και του περιοδικού “Δαίμων της Οικολογίας”.
Ιβάν Ίλλιτς
Μια από τις πιο συνηθισμένες σκηνές που συνοδεύουν τις κινητοποιήσεις τα τελευταία χρόνια, είναι η παρακάτω: οι απεργοί φτάνουν έξω από ένα υπουργείο, ζητούν να δουν τον υπουργό, ο υπουργός απαντά -όχι πάντα, βέβαια- ότι θα δεχτεί μια αντιπροσωπεία τους.
Οι απεργοί ζητούν να μπει στο υπουργείο μια πολυμελής ομάδα, ο υπουργός θέλει μια ολιγομελή, η αστυνομία της εισόδου επιτρέπει να μπουν μόνον όσοι ο υπουργός όρισε, οι απεργοί δεν το δέχονται, επιχειρούν να μπουν με το ζόρι, η αστυνομία τους «απωθεί», οι απεργοί επιμένουν και το φινάλε έχει πάντα την ίδια κατάληξη: συγκρούσεις, πετροπόλεμος, κλομπ, καμιά φορά δακρυγόνα, τα κανάλια τρέχουν, η είδηση -των επεισοδίων και όχι των αιτημάτων ή της κατάληξης της κινητοποίησης- παίζει το βράδυ …και όλοι ικανοποιημένοι.
Οι απεργοί γιατί τα ΜΜΕ ασχολήθηκαν με την απεργία τους και η κυβέρνηση επειδή η εικόνα της κινητοποίησης περιορίστηκε σε σκηνές που δείχνουν κάποιους «έξαλλους» απεργούς να επιχειρούν να εισβάλλουν στο υπουργείο. Το σκηνικό αυτό τείνει να εξελιχθεί σε «κυρίαρχη» μορφή αγώνα, δηλαδή, να μετατραπεί η «σύγκρουση» σε σόου, σε τηλεοπτική εικόνα του σόου, σε κάτι που συνεχώς απομακρύνεται από την «ηθική του αγώνα».
Η απολύτως κυρίαρχη μορφή αγώνα στον χώρο της εκπαίδευσης, κυρίως, είναι η «κατάληψη». Κατάληψη για σοβαρά, για λιγότερο σοβαρά θέματα, αλλά και για ψύλλου πήδημα. Κατάληψη για εκπαιδευτικά θέματα, για συμμετοχή σε ευρύτερους κοινωνικούς αγώνες, για λόγους αλληλεγγύης σε άλλους κλάδους. Καταλήψεις με αποφάσεις γενικών συνελεύσεων, με αποφάσεις «συντονιστικών», με πρωτοβουλία πρωτοποριών εντεταλμένων να υπερασπίζονται κάθε αδικημένο αλλά και για να σώσουν όλη την κοινωνία. Καταλήψεις για μερικές ώρες, για λίγες ημέρες, για εβδομάδες, …καταλήψεις επ’ αόριστον.
Και σχεδόν όλες με ερημωμένες τις σχολές ή τα σχολεία. Η πανδημία των καταλήψεων έχει επεκταθεί και σε πολλούς άλλους χώρους. Καταλήψεις δημοσίων υπηρεσιών, καταλήψεις διοδίων, καταλήψεις αστυνομικών τμημάτων, καταλήψεις τραπεζών, καταλήψεις θεάτρων, της Όπερας, δημοτικών χώρων κ.ο.κ. Καταλήψεις από συνδικάτα, από φοιτητικούς συλλόγους, από παρατάξεις, από κόμματα κ.ά.
«Κατάληψη» σημαίνει την προσπάθεια «βίαιης» απόσπασης της ανοχής από την κοινωνία και όχι την δια της πειθούς εκμαίευση της υποστήριξης για αιτήματα δίκαια και προφανή για τους πολίτες. Εκβιάζουμε ή εκλαμβάνουμε ως υποστήριξη την αδυναμία των πολιτών να πράξουν αλλιώς.
Πώς, αλήθεια, μετράμε την αποδοχή ή την υποστήριξη της κοινωνίας σε μια κινητοποίηση; Μας ενδιαφέρει η ενεργός υποστήριξη; Ή αυτό που επιδιώκουμε είναι απλώς η πρόκληση δυσφορίας στους πολίτες από μια κινητοποίηση, μέσω της οποίας υποτίθεται ότι θα πιεστεί η κυβέρνηση να ενδώσει στα αιτήματα; Μας ενδιαφέρουν οι «παράπλευρες απώλειες» από μια κινητοποίηση;
Αν δηλαδή, υφίστανται ζημιές -υλικές ή άλλες- πολίτες, κοινωνικές ομάδες, περιοχές; Ή το δίκαιο του αγώνα -μας- είναι εξ ορισμού πάνω από το δίκιο άλλων πολιτών, άλλων «αγώνων», ανεξάρτητα από τις συνέπειες που συνεπάγεται;
Αυτός ο κλαδικός εγωισμός δεν καλλιεργεί, δεν επιδιώκει, δεν προαπαιτεί την ενεργό αλληλεγγύη της κοινωνίας αλλά επιδιώκει να «εκβιάσει» την κυβέρνηση δια της αγανάκτησης των πολιτών από το μποτιλιάρισμα, από τα δακρυγόνα, από το κλείσιμο των δρόμων, από το κλείσιμο των σχολείων και των σχολών, από τις διακοπές του ρεύματος.
Στην ουσία, πιάνουμε ομήρους τους πολίτες και λέμε στην κυβέρνηση να λύσει τα προβλήματά μας για να τους ...ελευθερώσουμε. Μεταθέτουμε την έννοια του αγώνα και της διεκδίκησης από το «δίκαιο», στο «αποτελεσματικό» -πάση θυσία. Από την προσπάθεια να «πείσουμε» την κοινωνία, υποκύπτουμε στον πειρασμό να «χρησιμοποιήσουμε» τους πολίτες οι οποίοι, εκόντες άκοντες, χρίζονται ως συμπαραστάτες στο «δίκιο του εργάτη».
Αντί όμως να αθροίζονται τα επιμέρους «δίκια» των αγωνιζομένων, πολλαπλασιάζεται ο «κλαδικός εγωισμός». Και η λεγόμενη κοινωνική αλληλεγγύη -όταν εκδηλώνεται- είναι απλώς η συνήθης βιομηχανία ανακοινώσεων της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας, εντελώς ανώδυνη και ακίνδυνη.
Έχουμε χάσει την αίσθηση της δύναμής μας, του «λόγου» δηλαδή, των ιδεών, των αξιών, των πρακτικών, της «ηθικής», με την έννοια κάποιων ορίων που μονομερώς -θα έπρεπε να- έχουμε θέσει -και- στις μεθόδους που χρησιμοποιούμε, όλα αυτά που -θα έπρεπε να- δίνουν το προφανές στίγμα μιας «πολιτισμικής αριστεράς», που θα κάνουν διακριτή την ύπαρξη και την καθημερινή της παρουσία, χωρίς τον κίνδυνο να παρανοηθεί, να παρεξηγηθεί, ανά πάσα στιγμή.
__________
* Ο Σάκης Κουρουζίδης είναι διευθυντής της “Ευωνύμου Βιβλιοθήκης” και του περιοδικού “Δαίμων της Οικολογίας”.