Oι δογματικές εμμονές δεν ταιριάζουν στην αριστερά
Γεράσιμος Γεωργάτος, Δημοσιευμένο: 2009-09-15
Αμέσως μετά τη συνέντευξη του προέδρου του ΣΥΝ, Αλ. Τσίπρα, στη ΔΕΘ, η Γραμματεία του ΣΥΡΙΖΑ έσπευσε να εκδώσει ανακοίνωση με την οποία φρόντιζε να τονίσει και να υπενθυμίσει την ειλημμένη από μέρους της απόφαση αποκλεισμού οποιασδήποτε ανοχής και στήριξης, πολλώ δε μάλλον συμμετοχής, σε κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ. Προφανώς, η αναφορά του προέδρου του ΣΥΝ περί απουσίας προγραμματικών συγκλίσεων που αποκλείουν την επί του παρόντος συνεργασία δεν αποτέλεσε επαρκή όρκο πίστης στον ες αεί αποκλεισμό της, σύμφωνα με τα δόγματα περί σοσιαλφιλελευθερισμού, ταύτισης με δυνατότητα συγκυβέρνησης ΠΑΣΟΚ – ΝΔ, ανατρεπτικού αντισυστημισμού και μολυσματικού κυβερνητισμού. Η αυτοπροσδιοριζόμενη, σε αντίθεση με το ΚΚΕ, ως δημοκρατική αριστερά αποδέχτηκε ασχολίαστα την υποτιμητική διορθωτική παρέμβαση ενός μη εκλεγμένου αλλά διορισμένου και χωρίς δημοκρατική νομιμοποίηση οργάνου, της Γραμματείας του ΣΥΡΙΖΑ, απέναντι στον εκλεγμένο πρόεδρο του ΣΥΝ και το δικαίωμα σχετικής αυτονομίας της μεγαλύτερης όπως και κάθε συνιστώσας του ΣΥΡΙΖΑ.
Αμέσως δε μετά την ομιλία και τη συνέντευξη στη ΔΕΘ του προέδρου του ΠΑΣΟΚ, Γ. Παπανδρέου, στελέχη και υποψήφιοι του ΣΥΝ έσπευσαν να επιβεβαιώσουν τα κανονιστικά δόγματα του ΣΥΡΙΖΑ εξαιρουμένων ευτυχώς των περισσοτέρων αν και όχι όλων των στελεχών και των υποψηφίων της Ανανεωτικής Πτέρυγας.
Ακόμα και σε προεκλογική περίοδο, όπου φυσιολογικά βάλουν όλοι εναντίων όλων για την προσέλκυση ψήφων, τέτοιου είδους κάθετες, χονδροειδείς και μαξιμαλιστικές τοποθετήσεις απομακρύνουν σημαντικό τμήμα ψηφοφόρων και θέτουν την Αριστερά στο περιθώριο των πολιτικών εξελίξεων, τη στιγμή μάλιστα που οι εκτιμήσεις της πλειονότητας των πολιτών και πολλών αναλυτών συμπίπτουν στο γεγονός ότι το προγραμματικό πλαίσιο του ΠΑΣΟΚ, έστω και ατελώς και με τις δυσκολίες εξαιτίας της οικονομικής κρίσης, κινείται σε κεϋνσιανή και όχι σε νεοφιλελεύθερη κατεύθυνση.
Η Αριστερά στη χώρα μας αντί για την αποδυνάμωση θα έπρεπε να αποβλέπει στην ενίσχυση και την εμβάθυνση αυτής της κατεύθυνσης ακολουθώντας το «γερμανικό δρόμο». Εκεί, όπου η συγκυβέρνηση Χριστιανοδημοκρατών – Σοσιαλδημοκρατών αποτελεί πραγματικότητα, το κόμμα της Αριστεράς (Die Linke) με τους Γκρέγκορ Γκίζι και Όσκαρ Λαφοντέν, με σοβαρό προγραμματικό λόγο, χωρίς να αρνείται τις συνεργασίες, αναλαμβάνοντας κυβερνητικές ευθύνες σε περιφερειακό επίπεδο, συγκυβερνώντας με τους σοσιαλδημοκράτες στο Βερολίνο, κατόρθωσε να ενισχύσει τα ποσοστά του και να δημιουργήσει δυναμική διεμβολισμού του μεγάλου δικομματικού κυβερνητικού συνασπισμού, θεωρούμενο πλέον ως πιθανός κυβερνητικός εταίρος των σοσιαλδημοκρατών, μετά τις επικείμενες γερμανικές εθνικές εκλογές της 27ης Σεπτεμβρίου. Το ερώτημα που προκύπτει για την καθ` ημάς Αριστερά είναι καίριο: Μια τέτοια εξέλιξη αποτελεί «κεντροαριστερό σενάριο» ή «μετατόπιση του άξονα της πολιτικής ζωής της χώρας προς τ` αριστερά»;
Για όσους υποφέρουν από δογματικές εμμονές η απάντηση είναι ες αεί δεδομένη. Για όσους όμως πιστεύουν πραγματικά στο δημοκρατικό δρόμο και στο σοσιαλισμό με ελευθερία και δημοκρατία και κατά συνέπεια θεωρούν ότι οι δογματικές εμμονές δεν ταιριάζουν στην Αριστερά, μπορούν στηρίζοντας το εκλογικό σχήμα του ΣΥΡΙΖΑ να ενισχύσουν τους υποψήφιους με τις ανάλογες απόψεις. Για να μη μετατραπεί η δικομματική συγκυβέρνηση σε αυτοεκπληρούμενη προφητεία προς χάρη μιας κοντόθωρης δικαίωσης και κυρίως για να μη συνθλιβεί το εγχείρημα της ανανέωσης της αριστεράς και της προοπτικής του τόπου στις συμπληγάδες του δογματισμού και του τακτικισμού.
Αμέσως δε μετά την ομιλία και τη συνέντευξη στη ΔΕΘ του προέδρου του ΠΑΣΟΚ, Γ. Παπανδρέου, στελέχη και υποψήφιοι του ΣΥΝ έσπευσαν να επιβεβαιώσουν τα κανονιστικά δόγματα του ΣΥΡΙΖΑ εξαιρουμένων ευτυχώς των περισσοτέρων αν και όχι όλων των στελεχών και των υποψηφίων της Ανανεωτικής Πτέρυγας.
Ακόμα και σε προεκλογική περίοδο, όπου φυσιολογικά βάλουν όλοι εναντίων όλων για την προσέλκυση ψήφων, τέτοιου είδους κάθετες, χονδροειδείς και μαξιμαλιστικές τοποθετήσεις απομακρύνουν σημαντικό τμήμα ψηφοφόρων και θέτουν την Αριστερά στο περιθώριο των πολιτικών εξελίξεων, τη στιγμή μάλιστα που οι εκτιμήσεις της πλειονότητας των πολιτών και πολλών αναλυτών συμπίπτουν στο γεγονός ότι το προγραμματικό πλαίσιο του ΠΑΣΟΚ, έστω και ατελώς και με τις δυσκολίες εξαιτίας της οικονομικής κρίσης, κινείται σε κεϋνσιανή και όχι σε νεοφιλελεύθερη κατεύθυνση.
Η Αριστερά στη χώρα μας αντί για την αποδυνάμωση θα έπρεπε να αποβλέπει στην ενίσχυση και την εμβάθυνση αυτής της κατεύθυνσης ακολουθώντας το «γερμανικό δρόμο». Εκεί, όπου η συγκυβέρνηση Χριστιανοδημοκρατών – Σοσιαλδημοκρατών αποτελεί πραγματικότητα, το κόμμα της Αριστεράς (Die Linke) με τους Γκρέγκορ Γκίζι και Όσκαρ Λαφοντέν, με σοβαρό προγραμματικό λόγο, χωρίς να αρνείται τις συνεργασίες, αναλαμβάνοντας κυβερνητικές ευθύνες σε περιφερειακό επίπεδο, συγκυβερνώντας με τους σοσιαλδημοκράτες στο Βερολίνο, κατόρθωσε να ενισχύσει τα ποσοστά του και να δημιουργήσει δυναμική διεμβολισμού του μεγάλου δικομματικού κυβερνητικού συνασπισμού, θεωρούμενο πλέον ως πιθανός κυβερνητικός εταίρος των σοσιαλδημοκρατών, μετά τις επικείμενες γερμανικές εθνικές εκλογές της 27ης Σεπτεμβρίου. Το ερώτημα που προκύπτει για την καθ` ημάς Αριστερά είναι καίριο: Μια τέτοια εξέλιξη αποτελεί «κεντροαριστερό σενάριο» ή «μετατόπιση του άξονα της πολιτικής ζωής της χώρας προς τ` αριστερά»;
Για όσους υποφέρουν από δογματικές εμμονές η απάντηση είναι ες αεί δεδομένη. Για όσους όμως πιστεύουν πραγματικά στο δημοκρατικό δρόμο και στο σοσιαλισμό με ελευθερία και δημοκρατία και κατά συνέπεια θεωρούν ότι οι δογματικές εμμονές δεν ταιριάζουν στην Αριστερά, μπορούν στηρίζοντας το εκλογικό σχήμα του ΣΥΡΙΖΑ να ενισχύσουν τους υποψήφιους με τις ανάλογες απόψεις. Για να μη μετατραπεί η δικομματική συγκυβέρνηση σε αυτοεκπληρούμενη προφητεία προς χάρη μιας κοντόθωρης δικαίωσης και κυρίως για να μη συνθλιβεί το εγχείρημα της ανανέωσης της αριστεράς και της προοπτικής του τόπου στις συμπληγάδες του δογματισμού και του τακτικισμού.