Οι φόροι εν όψει εκλογών
Αναγκαίο κακό ή όπλο κοινωνικής αλληλεγγύης;
Ελίζα Παπαδάκη, Τα Νέα, Δημοσιευμένο: 2009-09-30
Μεγάλη σαφήνεια γύρω από τα δημοσιονομικά δεδομένα και τις πολιτικές φόρων και δαπανών που προτείνει κάθε κόμμα πουθενά δεν συνηθίζεται σε προεκλογικές περιόδους- αν και εμείς στην Ελλάδα μάλλον τους ξεπερνάμε όλους. Οι φόροι όμως προσφέρονται ως θέμα προεκλογικής αντιπαράθεσης: Είτε με υποσχέσεις ότι θα μειωθούν δραστικά, που στη Γερμανία φαίνεται να ωφέλησαν τους Φιλελεύθερους Δημοκράτες, αλλά και την Άνγκελα Μέρκελ όταν αργότερα τους ακολούθησε, μετριοπαθέστερα έστω. Είτε για να καταγγέλλεται ο αντίπαλος ότι έχει κάποια «κρυφή ατζέντα» να τους αυξήσει, όπως με ολοένα μεγαλύτερη οξύτητα επαναλαμβάνει η Νέα Δημοκρατία κατά του ΠΑΣΟΚ.
Έτσι Χριστιανοδημοκράτες και Φιλελεύθεροι θα συγκυβερνήσουν πλέον στη Γερμανία. Στο χειρότερο ποσοστό τους μεταπολεμικά συρρικνώθηκαν οι Σοσιαλδημοκράτες, όσο τεκμηριωμένα και αν εξηγούσαν ότι σε συνθήκες διόγκωσης των ελλειμμάτων λόγω της κρίσης, τέτοιες μειώσεις της φορολογίας είναι παράλογες. Μένει να αποφασιστεί πόσο και πώς θα μειώσει τους φόρους η νέα κυβέρνηση, αλλά και ποιες δημόσιες δαπάνες θα περικόψει, που διόλου δεν διευκρινίστηκε προεκλογικά. Τα δικά μας εκλογικά αποτελέσματα θα τα μάθουμε την Κυριακή το βράδυ. Λίγοι αμφιβάλλουν για την επικείμενη ήττα της Νέας Δημοκρατίας, ενδιαφέρει όμως αν με την τακτική των καταγγελιών θα συγκρατήσει το μέγεθος της ήττας. Κάμποσες μέρες θα περιμένουμε για να ακούσουμε τα πρώτα οικονομικά μέτρα.
Και στις δύο περιπτώσεις ωστόσο, της Γερμανίας και της Ελλάδας, αλλά και αλλού, βλέπουμε μια κοινή ιδεολογική αφετηρία στις καμπάνιες των κομμάτων, στην κοινή γνώμη όπως διαμορφώνεται κατά πλειονότητα: ότι οι φόροι είναι κακό πράγμα ή τουλάχιστον ένα αναγκαίο κακό. Οι Γερμανοί Σοσιαλδημοκράτες υπερασπίστηκαν τους υφιστάμενους συντελεστές (που οι ίδιοι είχαν μειώσει επί Σρέντερ), συμβολικά πρότειναν κάποιες αυξήσεις για τα πολύ υψηλά εισοδήματα καθώς και έναν φόρο στις χρηματιστηριακές συναλλαγές, που ελάχιστα πρόσθετα έσοδα θα απέφεραν. Αντίστοιχα, το ΠΑΣΟΚ εξαγγέλλει μεν την ενιαία κλίμακα όπου θα υπόκεινται πλέον και τα μερίσματα σε προοδευτική φορολόγηση, σωστά στον βαθμό που τερματίζει την ευνοϊκότερη μεταχείριση των εισοδημάτων από κεφάλαια σε σύγκριση με τα εισοδήματα από εργασία. Αλλά είναι αμφίβολο πόσα επιπλέον έσοδα μπορεί να διασφαλίσει, όταν βεβαιώνει ότι θα διατηρήσει τους ίδιους συντελεστές (που μείωσε η Ν.Δ.), επίσης ότι τα μεσαία εισοδήματα δεν θα επιβαρυνθούν, ίσως και να ελαφρυνθούν.
Αρκεί όμως μια συντηρητική χρήση του εργαλείου της φορολογίας για να αντιμετωπιστούν οι εντεινόμενες ανισότητες, η κρίση της απασχόλησης, οι νέες κοινωνικές ανάγκες, η περιβαλλοντική κρίση, το δημόσιο χρέος που διόγκωσε παντού η χρηματοοικονομική κρίση και η ύφεση, για να αποτραπεί η αποδιάρθρωση του κοινωνικού κράτους; Δεκαετίες πίσω έχουν αφήσει οι κύριες πολιτικές δυνάμεις στις δυτικές οικονομίες τη φορολογία ως όπλο αλλαγής: για τη μείωση των ανισοτήτων, για την ανάπτυξη, για μεγαλύτερη κοινωνική αλληλεγγύη. Μόνο κάποια μειοψηφικά κόμματα, εκτός προοπτικής εξουσίας, την επικαλούνται: όπως η (με 12% όχι μικρή) Αριστερά στη Γερμανία ή ο ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα.
Για να μείνουμε στα δικά μας: Έχουμε οπωσδήποτε τεράστιο πρόβλημα φοροδιαφυγής, τα τελευταία χρόνια οξύνθηκε με ανοχή της κυβέρνησης της Ν.Δ. και θα πρέπει να επιστρατευτούν όλα τα μέσα για να περιοριστεί. Αλλά όταν μιλάμε για προστασία των μεσαίων εισοδημάτων από πρόσθετες επιβαρύνσεις, χρήσιμο είναι να δούμε σε τι αντιστοιχούν στην πραγματικότητα: Σύμφωνα με τα τελευταία δημοσιευμένα στοιχεία, το 2007 υποβλήθηκαν 5,5 εκατομμύρια δηλώσεις φόρου εισοδήματος, για συνολικό εισόδημα 86,4 δισ. ευρώ, που απέδωσαν 8,3 δισ. φόρο.
- Από αυτές 3 εκατομμύρια αναφέρονταν σε ετήσιο εισόδημα κάτω των 12.000 ευρώ- φτώχειας- 18 δισ. όλες μαζί (21% του συνολικού δηλωθέντος εισοδήματος) με μηδαμινό φόρο.
- 1,5 εκατομμύριο φορολογούμενοι δήλωσαν εισόδημα 12.000-24.000 ευρώ, χαμηλό επίσης, 25,4 δισ., 29,5% του συνόλου, και πλήρωσαν 1,2 δισ. φόρο, 14% του συνολικού φόρου, ένα 4,7% επί του εισοδήματος που δήλωσαν.
- 540.000 δήλωσαν 24.000-36.000 ευρώ, 15,7 δισ., το 18,3%, και πλήρωσαν 2 δισ. φόρο, το 23%, ένα 12,7% επί του εισοδήματός τους.
- 150.000 δήλωσαν 36.000-42.000 ευρώ, 5,9 δισ., το 6,8%, και πλήρωσαν 780 εκατομμύρια φόρο, το 9,3%, ένα 13,2% επί του εισοδήματός τους. - Μένουν 310.000 φορολογούμενοι να έχουν δηλώσει εισόδημα πάνω από 42.000 ευρώ, 21,4 δισ., 25% του συνολικού δηλωθέντος εισοδήματος. Αυτοί πλήρωσαν 4,3 δισ. φόρο, 52% του συνολικού φόρου εισοδήματος, ένα 20% πάνω στο εισόδημα που δήλωσαν.
Με τις μειώσεις και τους συντελεστές που ισχύουν, όποια εισοδήματα χαρακτηρίσουμε «μεσαία» πληρώνουν λιγότερο φόρο εδώ παρά στην πλουσιότερη Γερμανία και τις άλλες δυτικοευρωπαϊκές χώρες. Υπάρχουν και άλλοι φόροι, εταιρειών, έμμεσοι, στην περιουσία κ.λπ., αλλά ο φόρος εισοδήματος είναι κεντρικός. Αυτήν την κλίμακα θέλουμε να διατηρήσουμε εσαεί;
Έτσι Χριστιανοδημοκράτες και Φιλελεύθεροι θα συγκυβερνήσουν πλέον στη Γερμανία. Στο χειρότερο ποσοστό τους μεταπολεμικά συρρικνώθηκαν οι Σοσιαλδημοκράτες, όσο τεκμηριωμένα και αν εξηγούσαν ότι σε συνθήκες διόγκωσης των ελλειμμάτων λόγω της κρίσης, τέτοιες μειώσεις της φορολογίας είναι παράλογες. Μένει να αποφασιστεί πόσο και πώς θα μειώσει τους φόρους η νέα κυβέρνηση, αλλά και ποιες δημόσιες δαπάνες θα περικόψει, που διόλου δεν διευκρινίστηκε προεκλογικά. Τα δικά μας εκλογικά αποτελέσματα θα τα μάθουμε την Κυριακή το βράδυ. Λίγοι αμφιβάλλουν για την επικείμενη ήττα της Νέας Δημοκρατίας, ενδιαφέρει όμως αν με την τακτική των καταγγελιών θα συγκρατήσει το μέγεθος της ήττας. Κάμποσες μέρες θα περιμένουμε για να ακούσουμε τα πρώτα οικονομικά μέτρα.
Και στις δύο περιπτώσεις ωστόσο, της Γερμανίας και της Ελλάδας, αλλά και αλλού, βλέπουμε μια κοινή ιδεολογική αφετηρία στις καμπάνιες των κομμάτων, στην κοινή γνώμη όπως διαμορφώνεται κατά πλειονότητα: ότι οι φόροι είναι κακό πράγμα ή τουλάχιστον ένα αναγκαίο κακό. Οι Γερμανοί Σοσιαλδημοκράτες υπερασπίστηκαν τους υφιστάμενους συντελεστές (που οι ίδιοι είχαν μειώσει επί Σρέντερ), συμβολικά πρότειναν κάποιες αυξήσεις για τα πολύ υψηλά εισοδήματα καθώς και έναν φόρο στις χρηματιστηριακές συναλλαγές, που ελάχιστα πρόσθετα έσοδα θα απέφεραν. Αντίστοιχα, το ΠΑΣΟΚ εξαγγέλλει μεν την ενιαία κλίμακα όπου θα υπόκεινται πλέον και τα μερίσματα σε προοδευτική φορολόγηση, σωστά στον βαθμό που τερματίζει την ευνοϊκότερη μεταχείριση των εισοδημάτων από κεφάλαια σε σύγκριση με τα εισοδήματα από εργασία. Αλλά είναι αμφίβολο πόσα επιπλέον έσοδα μπορεί να διασφαλίσει, όταν βεβαιώνει ότι θα διατηρήσει τους ίδιους συντελεστές (που μείωσε η Ν.Δ.), επίσης ότι τα μεσαία εισοδήματα δεν θα επιβαρυνθούν, ίσως και να ελαφρυνθούν.
Αρκεί όμως μια συντηρητική χρήση του εργαλείου της φορολογίας για να αντιμετωπιστούν οι εντεινόμενες ανισότητες, η κρίση της απασχόλησης, οι νέες κοινωνικές ανάγκες, η περιβαλλοντική κρίση, το δημόσιο χρέος που διόγκωσε παντού η χρηματοοικονομική κρίση και η ύφεση, για να αποτραπεί η αποδιάρθρωση του κοινωνικού κράτους; Δεκαετίες πίσω έχουν αφήσει οι κύριες πολιτικές δυνάμεις στις δυτικές οικονομίες τη φορολογία ως όπλο αλλαγής: για τη μείωση των ανισοτήτων, για την ανάπτυξη, για μεγαλύτερη κοινωνική αλληλεγγύη. Μόνο κάποια μειοψηφικά κόμματα, εκτός προοπτικής εξουσίας, την επικαλούνται: όπως η (με 12% όχι μικρή) Αριστερά στη Γερμανία ή ο ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα.
Για να μείνουμε στα δικά μας: Έχουμε οπωσδήποτε τεράστιο πρόβλημα φοροδιαφυγής, τα τελευταία χρόνια οξύνθηκε με ανοχή της κυβέρνησης της Ν.Δ. και θα πρέπει να επιστρατευτούν όλα τα μέσα για να περιοριστεί. Αλλά όταν μιλάμε για προστασία των μεσαίων εισοδημάτων από πρόσθετες επιβαρύνσεις, χρήσιμο είναι να δούμε σε τι αντιστοιχούν στην πραγματικότητα: Σύμφωνα με τα τελευταία δημοσιευμένα στοιχεία, το 2007 υποβλήθηκαν 5,5 εκατομμύρια δηλώσεις φόρου εισοδήματος, για συνολικό εισόδημα 86,4 δισ. ευρώ, που απέδωσαν 8,3 δισ. φόρο.
- Από αυτές 3 εκατομμύρια αναφέρονταν σε ετήσιο εισόδημα κάτω των 12.000 ευρώ- φτώχειας- 18 δισ. όλες μαζί (21% του συνολικού δηλωθέντος εισοδήματος) με μηδαμινό φόρο.
- 1,5 εκατομμύριο φορολογούμενοι δήλωσαν εισόδημα 12.000-24.000 ευρώ, χαμηλό επίσης, 25,4 δισ., 29,5% του συνόλου, και πλήρωσαν 1,2 δισ. φόρο, 14% του συνολικού φόρου, ένα 4,7% επί του εισοδήματος που δήλωσαν.
- 540.000 δήλωσαν 24.000-36.000 ευρώ, 15,7 δισ., το 18,3%, και πλήρωσαν 2 δισ. φόρο, το 23%, ένα 12,7% επί του εισοδήματός τους.
- 150.000 δήλωσαν 36.000-42.000 ευρώ, 5,9 δισ., το 6,8%, και πλήρωσαν 780 εκατομμύρια φόρο, το 9,3%, ένα 13,2% επί του εισοδήματός τους. - Μένουν 310.000 φορολογούμενοι να έχουν δηλώσει εισόδημα πάνω από 42.000 ευρώ, 21,4 δισ., 25% του συνολικού δηλωθέντος εισοδήματος. Αυτοί πλήρωσαν 4,3 δισ. φόρο, 52% του συνολικού φόρου εισοδήματος, ένα 20% πάνω στο εισόδημα που δήλωσαν.
Με τις μειώσεις και τους συντελεστές που ισχύουν, όποια εισοδήματα χαρακτηρίσουμε «μεσαία» πληρώνουν λιγότερο φόρο εδώ παρά στην πλουσιότερη Γερμανία και τις άλλες δυτικοευρωπαϊκές χώρες. Υπάρχουν και άλλοι φόροι, εταιρειών, έμμεσοι, στην περιουσία κ.λπ., αλλά ο φόρος εισοδήματος είναι κεντρικός. Αυτήν την κλίμακα θέλουμε να διατηρήσουμε εσαεί;