Γερμανία: αναδιάταξη του πολιτικού σκηνικού με ισχυρή Aριστερά
Αποστόλης Στραγαλινός, Κυριακάτικη Αυγή, Δημοσιευμένο: 2009-10-18
Οι Χριστιανοδημοκράτες (CDU/CSU) της Μέρκελ (33,8%) μαζί με τους Φιλελεύθερους (FDP) κατακτούν, με ποσοστό 48,4%, την πλειοψηφία των εδρών και μπορούν να σχηματίσουν κυβέρνηση. Από την άλλη, οι Σοσιαλδημοκράτες εξοστρακίζονται από τον λεγόμενο "μεγάλο συνασπισμό" και επιστρέφουν έπειτα από 11 χρόνια στα έδρανα της αντιπολίτευσης, σημειώνοντας το ιστορικά χειρότερο εκλογικό ποσοστό τους (23%). Οι φιλόδοξοι Πράσινοι αυξάνουν μεν το ποσοστό τους κατά δύο ποσοστιαίες μονάδες σε 10,7%, περνούν ωστόσο στην πέμπτη θέση δυναμικότητας των κοινοβουλευτικών κομμάτων. Η Αριστερά (Die Linke) πέτυχε μια σημαντική άνοδο των ποσοστών της από 8,7% στο 11,9% αυξάνοντας την κοινοβουλευτική της δύναμη κατά 22 βουλευτές και φθάνοντας τους 76 συνολικά (40 γυναίκες, 36 άνδρες).
Με βάση τα προαναφερόμενα στοιχεία, συνάγεται ότι η θεαματική άνοδος των Φιλελευθέρων ήταν αυτή που, παρά τις απώλειες των Χριστιανοδημοκρατών, έδωσε τις καθοριστικές μονάδες για μια καθαρή νίκη του κεντροδεξιού μπλοκ. Tα λεγόμενα μικρά κόμματα σημείωσαν διψήφια ποσοστά, διεισδύοντας στους ζωτικούς χώρους των Χριστιανοδημοκρατών και των Σοσιαλδημοκρατών. Παράλληλα, η κατάρρευση του SPD βύθισε το εκλογικό άθροισμα των δύο μεγάλων κομμάτων στο 57%. Το προηγούμενο αρνητικό ρεκόρ είχε σημειωθεί το 2005 (70%). Συνεπώς, παγιώνεται στη Γερμανία ένα στέρεο πεντακομματικό πολιτικό σύστημα με αποδυναμωμένους "μεγάλους" και ιδιαίτερα ενισχυμένους "μικρούς".
Αν θελήσουμε να κωδικοποιήσουμε το εκλογικό αποτέλεσμα, τρία είναι τα βασικά χαρακτηριστικά του: η οφειλόμενη στην εντυπωσιακή άνοδο των Φιλελευθέρων αλλαγή κυβερνητικού συνασπισμού, η συνεχιζόμενη βαθιά κρίση του SPD που εκφράστηκε και μέσα από την εκλογική του καθίζηση, η εδραίωση της παρουσίας της Αριστεράς στο πολιτικό γίγνεσθαι.
Η μελλοντική κυβέρνηση
Εν μέσω οικονομικής κρίσης συνεχίστηκε και στη Γερμανία (έπεται η Μ. Βρετανία) η πανευρωπαϊκή τάση οι πολίτες να εμπιστεύονται κεντροδεξιές συντηρητικές κυβερνήσεις αναζητώντας "καθαρές λύσεις", που η σημερινή αποδεκατισμένη σοσιαλδημοκρατία δεν είναι σε θέση να δώσει. Η συντριβή του SPD "έσωσε" την παρτίδα για την καγκελάριο Μέρκελ, διότι έτσι το καταστροφικό αποτέλεσμα της χριστιανοδημοκρατίας πέρασε σε δεύτερο πλάνο. Από το 35,2% του 2005 η CDU/CSU έπεσε στο 33,8% το 2009 καταγράφοντας το ιστορικά αρνητικότερο αποτέλεσμά της. Για ένα κόμμα εξουσίας τα ποσοστά αυτά θεωρούνται πολύ χαμηλά και πιθανότατα, υπό άλλες συνθήκες, να μην επαρκούσαν όχι μόνο για τη νομή της εξουσίας, αλλά ούτε καν για την πολιτική επιβίωση της καγκελαρίου Μέρκελ. Παρά την ήττα, η Μέρκελ αφενός θα ανανεώσει τη θητεία της και αφετέρου θα "ξεφορτωθεί" τους Σοσιαλδημοκράτες από την κυβερνητική συμμαχία χάρη στο 15% των Φιλελευθέρων. Η Μέρκελ έχει δεσμευτεί ότι θα παρουσιάσει τη νέα της κυβέρνηση μέχρι τις 9 Νοεμβρίου, ημέρα με ιδιαίτερο συμβολισμό, καθώς πριν από ακριβώς 20 χρόνια, το 1989, κατέρρευσε το Τείχος του Βερολίνου. Είναι ωστόσο λάθος να πιστέψει κανείς ότι οι Φιλελεύθεροι προσφέρουν λευκή επιταγή στη Μέρκελ. Προγραμματικά τα δύο κόμματα συμφωνούν σε πολλά, κυρίως στην φορολογική και οικονομική πολιτική, ενώ διαφωνούν, μεταξύ άλλων, στην κοινωνική πολιτική και την πολιτική απασχόλησης. Στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων έχουν προκύψει εκκρεμότητες και διαστάσεις σε θέματα ασφάλειας και υγείας, ενώ αποτελεί παράδοξο ότι μεγάλο αγκάθι, casus belli για τους Φιλελεύθερους παραμένει το ζήτημα της δραστικής μείωσης των φόρων, μια κεντρική προεκλογική δέσμευσή τους την οποία αξιώνουν να υλοποιηθεί, αλλά προσκρούουν στη διαφωνία της χριστιανοδημοκρατίας. Οι Φιλελεύθεροι όμως βρίσκονται σε πλεονεκτικότερη θέση, υπενθυμίζοντας με κάθε ευκαιρία ότι, για να ξαναγίνει καγκελάριος η Μέρκελ, χρειάζεται τις ψήφους των βουλευτών τους.
Η κατάρρευση του SPD
Οι Σοσιαλδημοκράτες απώλεσαν το 11,2% της δύναμής τους σε σχέση με το 2005. Έχασαν 76 βουλευτές και 5 εκατομμύρια ψηφοφόρους. Το "δράμα" για το SPD ξεκίνησε ήδη από το 2005: παραμένοντας στην κυβέρνηση, έστω και ως μικρός εταίρος παρά την ήττα που υπέστη, δεν έλαβε και δεν επεξεργάστηκε ορθά το μήνυμα των προηγούμενων εκλογών, το οποίο ήταν όχι στον νεοφιλελευθερισμό, όχι στην ατζέντα 2010 του Σρέντερ. Το 1998 Σοσιαλδημοκράτες και Πράσινοι ανήλθαν στην εξουσία με σύνθημα τη μείωση της ανεργίας και το νοικοκύρεμα των δημοσιονομικών, καθώς οι νεοφιλελεύθερες συνταγές της δεκαεξαετίας Κολ είχαν ανεβάσει στα ύψη την ανεργία και επέτειναν την υπερχρέωση της χώρας. Ο Σρέντερ, ασκώντας παρεμφερή πολιτική, παρήγαγε ανάλογα αποτελέσματα: ρεκόρ ανεργίας, επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης, αποψίλωση του κοινωνικού κράτους. Η απογοήτευση των παραδοσιακών ψηφοφόρων του SPD, εξαιτίας της παράδοσης του κόμματος στις απαιτήσεις των αφεντικών και η συνακόλουθη άρση της εμπιστοσύνης τους στη μεταρρυθμιστική ικανότητα της κυβέρνησης, έφερε και το 2005 άσχημα αποτελέσματα. Τι έκαναν τα τελευταία χρόνια οι Σοσιαλδημοκράτες; Απολύτως τίποτε. Δεν ανανεώθηκαν προγραμματικά, στη συγκυβέρνηση περιορίστηκαν σε ρόλο κομπάρσου, αναλώθηκαν σε εσωκομματικές σκιαμαχίες, προχώρησαν σε επανειλημμένες αλλαγές ηγεσίας και τελικά, μετά από αδιαφανείς διαδικασίες κατέληξαν σε έναν νωθρό υποψήφιο, τον Σταϊνμάγερ, που ατυχώς παρέπεμπε ιδεολογικοπολιτικά και αισθητικά στο Σρέντερ, του οποίου υπήρξε το δεξί χέρι. Ο εκλογικός καταποντισμός και ο οριστικός ενταφιασμός του περιβόητου "τρίτου δρόμου" ήρθαν ως φυσικό επακόλουθο. Το ίδιο το βράδυ των εκλογών ξέσπασε μια νέα έντονη αντιπαράθεση για την κατεύθυνση του κόμματος, την ηγεσία, τη στάση απέναντι στην αριστερά. Υπό την πίεση των αντιδράσεων, ο Σταϊνμάγερ απέφυγε να διεκδικήσει την προεδρία του κόμματος. Φρόντισε προηγουμένως, χωρίς την προβλεπόμενη διαβούλευση, να τεθεί επικεφαλής της κοινοβουλευτικής ομάδας. Ο πρόεδρος Φραντς Μίντεφερινγκ παραιτήθηκε και τη θέση του πήρε ο Ζίγκμαρ Γκάμπριελ, υπουργός Περιβάλλοντος στην τελευταία κυβέρνηση. Η Αντρέα Νάλες από την αριστερή πτέρυγα προαλείφεται ότι θα αναλάβει καθήκοντα γραμματέα του κόμματος στο συνέδριο που θα πραγματοποιηθεί τον Νοέμβριο. Η διαχείριση μιας τόσο μεγάλης ήττας θα είναι δύσκολη υπόθεση. Ήδη πληθαίνουν οι φωνές εντός του SPD ότι πρέπει άμεσα να επανεξεταστεί η σχέση του κόμματος με την Αριστερά. Έχοντας συρρικνωθεί στο 23%, μακριά από τη διακυβέρνηση της χώρας, παραδίδοντας τη μια μετά την άλλη κρατιδιακή κυβέρνηση και αποτελώντας πλέον τρίτο κόμμα στην ανατολική Γερμανία, η συνεργασία με την Αριστερά, ακόμα και σε επίπεδο ομοσπονδίας, φαντάζει πλέον μονόδρομος.
Η Αριστερά σε κομβικό σημείο
Το εκλογικό αποτέλεσμα του κόμματος της Αριστεράς δημιουργεί τις προϋποθέσεις για νέα αυτοπεποίθηση και ισχυρή αντιπολίτευση. Επτά μόλις χρόνια πριν, το 2002, το κόμμα έμενε εκτός κοινοβουλίου αδυνατώντας να υπερβεί το πλαφόν του 5%. Οι δύο μοναδικές εκπρόσωποί του στο Μπούντεσταγκ, Πέτρα Πάου και Ζεσίν Λες, είχαν εκλεγεί απευθείας σε δύο μονοεδρικές περιφέρειες του ανατολικού Βερολίνου αλλά σύμφωνα με τον γερμανικό εκλογικό νόμο το τότε PDS δεν δικαιούταν να συγκροτήσει κοινοβουλευτική ομάδα. Έκτοτε άλλαξαν πολλά. Το 11,9%, οι 76 βουλευτές, η καταβύθιση του SPD θέτουν την Αριστερά στο επίκεντρο του πολιτικού παιγνιδιού. Η Linke, η οποία ήδη εκπροσωπείται σε 12 από τα 16 τοπικά κοινοβούλια, διευρύνει τη δύναμή της, από περιφερειακό ανατολικογερμανικό φαινόμενο καθίσταται κόμμα παγγερμανικής εμβέλειας, αργά αλλά σταθερά αποενοχοποιείται από τη στερεότυπη μομφή "των συνεχιστών και νοσταλγών του κομμουνιστικού κόμματος της ΛΔΓ" και αναγνωρίζεται πια από εχθρούς και φίλους ως "παίκτης", ρυθμιστής και μέρος του γερμανικού πολιτικού συστήματος. Η εκλογική επιτυχία της Αριστεράς λαμβάνει ακόμη μεγαλύτερη σημασία με δεδομένο ότι εμφανίζεται πολύ ισχυρή στους νέους, σε περιοχές υποβαθμισμένες με υψηλούς δείκτες ανεργίας και μεγάλο αριθμό μεταναστών, αλλά και στα αστικά κέντρα. Το ζητούμενο τώρα είναι να εμφανισθεί η Αριστερά στο κοινοβούλιο ως δεμένη ομάδα κι όχι ως ένας στρατός "ατάκτων" βουλευτών με διαφορετικές βιογραφίες και αντικρουόμενες πολιτικές επιδιώξεις. Οι προσθήκες πολλών νέων βουλευτών με αναφορές είτε στην κομμουνιστογενή είτε στην μεταρρυθμιστική αριστερά υποκρύπτουν τον κίνδυνο αντιπαραθέσεων για τη στρατηγική ("ισόβια αντιπολίτευση ή κυβερνητική συμμετοχή"), εξέλιξη που οι περισσότερες αναλύσεις προεξοφλούν.
Πάντως, εδώ και αρκετούς μήνες, σε συνάρτηση με τα εσωκομματικά του SPD και τον διακηρυγμένο στόχο της συγκυβέρνησης της Αριστεράς με τους Σοσιαλδημοκράτες από το 2013, από την πλευρά της Αριστεράς καταγράφεται μια έμπρακτη διάθεση σύγκλισης με τη σοσιαλδημοκρατία, σύγκλιση η οποία όσο μεγαλώνει η Αριστερά, προχωρά με γρήγορους ρυθμούς -- και ιδιαίτερα σε τοπικό επίπεδο, στα 12 κρατιδιακά κοινοβούλια όπου εκπροσωπείται. Μηνύματα έρχονται φυσικά και από το SPD. Ο Πλάτσεκ στο Βρανδεμβούργο σχηματίζει κυβέρνηση με την Αριστερά. Στο Ζάαρ όλα ήταν έτοιμα και συμφωνημένα για κυβερνητικό συνασπισμό (SPD, Αριστεράς, Πράσινων), μέχρι που οι τελευταίοι επέλεξαν να συγκυβερνήσουν με τους Χριστιανοδημοκράτες. Στη Θουριγγία, ολόκληρο το SPD, εκτός του τοπικού αρχηγού του, θέλει συγκυβέρνηση με την Αριστερά. Στο Βερολίνο, ο κυβερνήτης Βόβεραϊτ, επικεφαλής κυβερνητικού συνασπισμού Σοσιαλδημοκρατών - Αριστερών από το 2001 και πιθανότατα μελλοντικός πρόεδρος του SPD, έχει κατ’ επανάληψη ζητήσει από το κόμμα του να αναθεωρήσει την αρνητική και άκαμπτη στάση του σχετικά με την δυνατότητα συνεργασίας με την Αριστερά σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Το ίδιο ζητά εκ νέου και ενόψει του συνεδρίου του Νοεμβρίου.
Ο γερμανικός Τύπος, στη συντριπτική του πλειοψηφία, επισημαίνει ότι αυτές οι ομοσπονδιακές εκλογές ήταν οι τελευταίες που το SPD (με πρόσχημα την παρουσία του Λαφοντέν) ήταν σε θέση να απορρίπτει εκ προοιμίου τη συνεργασία με την Αριστερά. Την επόμενη φορά δεν θα έχει αυτή την πολυτέλεια. Και με δεδομένο ότι η Αριστερά ανέκαθεν επεδίωκε τη συνεργασία με το SPD σε ομοσπονδιακό επίπεδο, το πιθανότερο είναι το 2013 να γίνει το επόμενο βήμα. Το εκλογικό αποτέλεσμα του Σεπτεμβρίου διευκολύνει αυτή την προοπτική.