To μεγάλο κύμα της αλληλεγγύης
Νίκος Σεβαστάκης, Κυρ. Ελευθεροτυπία, Δημοσιευμένο: 2005-01-23
Με τη μεγάλη καταστροφή στη νοτιοανατολική Ασία, τη δυναμική αρωγής στους επιζώντες και το σκίρτημα της παγκόσμιας ευαισθησίας οφείλουμε να είμαστε ταπεινοί. Ιδίως σε σχέση με κάποια μεταφυσικά ερωτήματα που αναπόφευκτα πλανώνται στην ατμόσφαιρα έπειτα από ένα τέτοιο κακό, ερωτήματα που κατά κανόνα υποτιμούν το τραγικό στοιχείο και απολήγουν στο μάταιο παιχνίδι της εύρεσης του μεγάλου «υπαιτίου». Ονομάζοντας έναν υπαίτιο και εντοπίζοντας τον λόγο μιας τέτοιας συμφοράς, αποδίδουμε νόημα στα γεγονότα, βάζουμε τάξη στο χάος και στο παράλογο των θανατερών στατιστικών, εξανθρωπίζουμε ακόμα και το τσουνάμι για να το εντάξουμε σε μια ιστορία, έστω και αν πρόκειται για τη μυθική αφήγηση της «ανθρώπινης πτώσης».
1. Ενδεχομένως, ο εξανθρωπισμός να είναι απαραίτητος για να ορίσουμε το πένθος και να αρθρώσουμε τη θλίψη, την αίσθηση αδυναμίας ή και τον ενδόμυχο τρόμο για το μέλλον.
Ωστόσο, το συγκεκριμένο είδος φυσικής καταστροφής είναι φαινόμενο που προϋπήρξε των υποθαλάσσιων πυρηνικών εκρήξεων, των πρόσφατων κλιματικών διαταραχών και της παγκοσμιοποίησης των περιβαλλοντικών ρίσκων στην εποχή του διεθνικού καπιταλισμού. Δεν έχει, έτσι, νόημα να μαγνητιζόμαστε με τα μυστηριώδη αίτια της καταστροφής που έπληξαν την Ινδονησία, τη Σουμάτρα και τα μικρά νησιά του Ινδικού ωκεανού.
Πρέπει μάλλον να στραφούμε από τις αιτίες -ας τις αφήσουμε επιτέλους στους σεισμολόγους- στις συνέπειες για άνθρωπο και φύση, στον τρόπο δηλαδή με τον οποίο αυτό το μεγάλο κύμα έγινε κομμάτι μιας ανθρώπινης ιστορίας. Μιλώντας ακριβώς για τις συνέπειες, ξαναβρισκόμαστε με απορίες που δεν ανήκουν πια σε καμιά γεωφυσική και σεισμική δυναμική αλλά στα τεχνολογικά, ταξικά, πολιτικά σύνορα και στους σκανδαλώδεις διαμοιρασμούς της συγκεκριμένης ανθρωπότητας. Σύνορα βεβαίως απολύτως τεχνητά και κατασκευασμένα: τα χαράζει, τα διατηρεί ή τα αλλάζει η πολιτική οικονομία της κυκλοφορίας των κεφαλαίων, ο διεθνής καταμερισμός της εργασίας, οι τοπικές οικονομίες και οι παγκόσμιες τεχνολογίες, οι εξουσιαστικές διευθετήσεις που δεν είναι φυσικές αλλά πολιτικές κατηγορίες.
2. Να μην ξεχάσουμε λοιπόν ότι ο θάνατος από το κύμα χτύπησε, κυρίως, τους ανθρώπους της θάλασσας: ψαράδες, παράκτιες φυλές, ιθαγενείς πληθυσμούς που ζούσαν με την ευεργεσία του ωκεανού. Το κακό έλαβε πολλαπλάσια ισχύ εκεί ακριβώς όπου ένας ολόκληρος κόσμος οργάνωνε την παραγωγή του δίχως σοβαρές τεχνολογικές περιτειχίσεις και προφυλάξεις, δίχως πόρους αυτοπροστασίας. Κοινότητες έκθετες στη φύση, χωρίς τον δικό μας κραταιό εξοπλισμό της αποστασιοποίησης από τον φυσικό «καιρό», κοινότητες του κύματος που έσβησαν από το μεγάλο κύμα.
Στο άλλο άκρο αυτής της μοίρας, ο σέρφερ, ο καταδύτης, ο εξωτικός παραθεριστής και κυνηγός της αδρεναλίνης που αν έπεσαν θύματα, υπήρξαν θύματα ατυχήματος, μιας κακιάς σύμπτωσης. Γιατί ο τουρίστας επιλέγει τον ήλιο και τη θάλασσα, το βυθό που τον μαγεύει ή την παραλία που τον αποσπά από την ιστορία του και το βιοτικό του πεπρωμένο.
3. Στη νοτιοανατολική Ασία παίχτηκε λοιπόν ένα διπλό παράλληλο δράμα: η μαζική απώλεια ανθρώπων καθηλωμένων στην ίδια τους τη βιωτή και στον τόπο της χρείας τους κάτω από συγκεκριμένους όρους. Και μαζί τους, ο χαμός εκατοντάδων και χιλιάδων άλλων που βρέθηκαν εκεί γιατί ήθελαν και είχαν τους πόρους να αποδράσουν από τη δική τους δυτική καθημερινότητα.
Ο κόσμος της «ελεύθερης επιλογής» και ο κόσμος της χρείας, ο περιπλανώμενος από τοπίου εις τοπίον εύπορος και ο καρφωμένος στον τόπο του φτωχός, ο Κύριος και ο Υπηρέτης συναντήθηκαν εντέλει στο μόνο παιχνίδι που μπορεί να τους ενώσει: στον θάνατο.
4. Κι ωστόσο, δεν μπορεί να μείνουμε απλώς εδώ. Γιατί κι αυτά που επακολούθησαν με το κύμα της αλληλεγγύης αξίζουν τη σκέψη και την προσοχή. Οσο αυστηροί και αν πρέπει να είμαστε με τη φιλανθρωπία a la carte και τον μελό ανθρωπισμό, όσο καχύποπτοι για μια επικοινωνιακά διεγερμένη και ενίοτε στυλιζαρισμένη αλληλεγγύη, βρίσκουμε εδώ ένα στοιχείο ελπίδας: μπορούμε ακόμα να συνεγειρόμαστε μπροστά στην καταφανή αδικία, στην ακραία ακύρωση της ανθρώπινης ζωής, στον πόνο του άλλου. Συνεγειρόμαστε φυσικά πολύ περισσότερο από όσο εξεγειρόμαστε.
Οπως συγκινούμαστε πολύ ευκολότερα από όσο θα έπρεπε λογικά να οργιζόμαστε. Ακόμα όμως και κακομαθημένοι με πλείστες αποσιωπημένες, λησμονημένες, παράλογα «εκλογικευμένες» προσβολές στην ανθρώπινη ζωή, ακόμα και επιλεκτικά κινητοποιημένοι, ανακόλουθοι και διπρόσωποι, έχουμε ακόμα αποθέματα ανοίγματος σε άλλες ιστορίες και μακρινά πεπρωμένα. Εστω και στον κατακερματισμό της, στην αδιάφορη βολή και στις φονικές της αλληλοδιαψεύσεις, η ανθρωπότητα κάτι τέτοιες στιγμές μοιάζει να θέλει να γίνει υποκείμενο, να αποκτήσει φωνή, να αρθρώσει κάτι. Κι αν η φωνή αυτή δεν υπερβαίνει το συμπάσχειν του αισθήματος για να μετατραπεί σε πραγματική αλληλεγγύη, και αν μένει στον αχό της τραγωδίας χωρίς να μεταφράζει τις συγκινητικές χειρονομίες της σε διαρκές και έλλογο ενδιαφέρον, αξίζει ωστόσο σεβασμό. Οχι όμως την οίηση του «ποιος είναι ο πιο γενναιόδωρος» ούτε άλλη μια αφορμή για ναρκισσευόμενη ελληνολατρία, σαν κι αυτή που λίγο έλειψε να ξεσπάσει με αφορμή τον δικό μας τηλεμαραθώνιο.
5. Τι κρατάμε λοιπόν από αυτό το κακό; Εύχομαι το όνειρο μιας αλληλεγγύης που πάει μακρύτερα από το καταστροφικό κύμα, που αγγίζει δηλαδή τους λαούς ως λαούς και όχι κατ’ ανάγκη ως θύματα και πληγέντες. Αλληλεγγύη εγγύτερη στη μακρόπνοη και με κόστος υπευθυνότητα παρά στους θερμούς και επιλήσμονες τόνους της φιλανθρωπίας.
Συνειδητοποιώντας, τέλος, ότι αυτή η αλληλεγγύη δεν προστρέχει απλώς να παρηγορήσει και να θεραπεύσει τους επιζώντες αλλά να δημιουργήσει όρους και συνθήκες αξιοπρέπειας για όλους και για το μέλλον τους.
*Ο ΝΙΚΟΛΑΣ ΣΕΒΑΣΤΑΚΗΣ είναι συγγραφέας, επίκουρος καθηγητής στην Κοινωνιολογική Θεωρία και Κοινωνική Φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου.
1. Ενδεχομένως, ο εξανθρωπισμός να είναι απαραίτητος για να ορίσουμε το πένθος και να αρθρώσουμε τη θλίψη, την αίσθηση αδυναμίας ή και τον ενδόμυχο τρόμο για το μέλλον.
Ωστόσο, το συγκεκριμένο είδος φυσικής καταστροφής είναι φαινόμενο που προϋπήρξε των υποθαλάσσιων πυρηνικών εκρήξεων, των πρόσφατων κλιματικών διαταραχών και της παγκοσμιοποίησης των περιβαλλοντικών ρίσκων στην εποχή του διεθνικού καπιταλισμού. Δεν έχει, έτσι, νόημα να μαγνητιζόμαστε με τα μυστηριώδη αίτια της καταστροφής που έπληξαν την Ινδονησία, τη Σουμάτρα και τα μικρά νησιά του Ινδικού ωκεανού.
Πρέπει μάλλον να στραφούμε από τις αιτίες -ας τις αφήσουμε επιτέλους στους σεισμολόγους- στις συνέπειες για άνθρωπο και φύση, στον τρόπο δηλαδή με τον οποίο αυτό το μεγάλο κύμα έγινε κομμάτι μιας ανθρώπινης ιστορίας. Μιλώντας ακριβώς για τις συνέπειες, ξαναβρισκόμαστε με απορίες που δεν ανήκουν πια σε καμιά γεωφυσική και σεισμική δυναμική αλλά στα τεχνολογικά, ταξικά, πολιτικά σύνορα και στους σκανδαλώδεις διαμοιρασμούς της συγκεκριμένης ανθρωπότητας. Σύνορα βεβαίως απολύτως τεχνητά και κατασκευασμένα: τα χαράζει, τα διατηρεί ή τα αλλάζει η πολιτική οικονομία της κυκλοφορίας των κεφαλαίων, ο διεθνής καταμερισμός της εργασίας, οι τοπικές οικονομίες και οι παγκόσμιες τεχνολογίες, οι εξουσιαστικές διευθετήσεις που δεν είναι φυσικές αλλά πολιτικές κατηγορίες.
2. Να μην ξεχάσουμε λοιπόν ότι ο θάνατος από το κύμα χτύπησε, κυρίως, τους ανθρώπους της θάλασσας: ψαράδες, παράκτιες φυλές, ιθαγενείς πληθυσμούς που ζούσαν με την ευεργεσία του ωκεανού. Το κακό έλαβε πολλαπλάσια ισχύ εκεί ακριβώς όπου ένας ολόκληρος κόσμος οργάνωνε την παραγωγή του δίχως σοβαρές τεχνολογικές περιτειχίσεις και προφυλάξεις, δίχως πόρους αυτοπροστασίας. Κοινότητες έκθετες στη φύση, χωρίς τον δικό μας κραταιό εξοπλισμό της αποστασιοποίησης από τον φυσικό «καιρό», κοινότητες του κύματος που έσβησαν από το μεγάλο κύμα.
Στο άλλο άκρο αυτής της μοίρας, ο σέρφερ, ο καταδύτης, ο εξωτικός παραθεριστής και κυνηγός της αδρεναλίνης που αν έπεσαν θύματα, υπήρξαν θύματα ατυχήματος, μιας κακιάς σύμπτωσης. Γιατί ο τουρίστας επιλέγει τον ήλιο και τη θάλασσα, το βυθό που τον μαγεύει ή την παραλία που τον αποσπά από την ιστορία του και το βιοτικό του πεπρωμένο.
3. Στη νοτιοανατολική Ασία παίχτηκε λοιπόν ένα διπλό παράλληλο δράμα: η μαζική απώλεια ανθρώπων καθηλωμένων στην ίδια τους τη βιωτή και στον τόπο της χρείας τους κάτω από συγκεκριμένους όρους. Και μαζί τους, ο χαμός εκατοντάδων και χιλιάδων άλλων που βρέθηκαν εκεί γιατί ήθελαν και είχαν τους πόρους να αποδράσουν από τη δική τους δυτική καθημερινότητα.
Ο κόσμος της «ελεύθερης επιλογής» και ο κόσμος της χρείας, ο περιπλανώμενος από τοπίου εις τοπίον εύπορος και ο καρφωμένος στον τόπο του φτωχός, ο Κύριος και ο Υπηρέτης συναντήθηκαν εντέλει στο μόνο παιχνίδι που μπορεί να τους ενώσει: στον θάνατο.
4. Κι ωστόσο, δεν μπορεί να μείνουμε απλώς εδώ. Γιατί κι αυτά που επακολούθησαν με το κύμα της αλληλεγγύης αξίζουν τη σκέψη και την προσοχή. Οσο αυστηροί και αν πρέπει να είμαστε με τη φιλανθρωπία a la carte και τον μελό ανθρωπισμό, όσο καχύποπτοι για μια επικοινωνιακά διεγερμένη και ενίοτε στυλιζαρισμένη αλληλεγγύη, βρίσκουμε εδώ ένα στοιχείο ελπίδας: μπορούμε ακόμα να συνεγειρόμαστε μπροστά στην καταφανή αδικία, στην ακραία ακύρωση της ανθρώπινης ζωής, στον πόνο του άλλου. Συνεγειρόμαστε φυσικά πολύ περισσότερο από όσο εξεγειρόμαστε.
Οπως συγκινούμαστε πολύ ευκολότερα από όσο θα έπρεπε λογικά να οργιζόμαστε. Ακόμα όμως και κακομαθημένοι με πλείστες αποσιωπημένες, λησμονημένες, παράλογα «εκλογικευμένες» προσβολές στην ανθρώπινη ζωή, ακόμα και επιλεκτικά κινητοποιημένοι, ανακόλουθοι και διπρόσωποι, έχουμε ακόμα αποθέματα ανοίγματος σε άλλες ιστορίες και μακρινά πεπρωμένα. Εστω και στον κατακερματισμό της, στην αδιάφορη βολή και στις φονικές της αλληλοδιαψεύσεις, η ανθρωπότητα κάτι τέτοιες στιγμές μοιάζει να θέλει να γίνει υποκείμενο, να αποκτήσει φωνή, να αρθρώσει κάτι. Κι αν η φωνή αυτή δεν υπερβαίνει το συμπάσχειν του αισθήματος για να μετατραπεί σε πραγματική αλληλεγγύη, και αν μένει στον αχό της τραγωδίας χωρίς να μεταφράζει τις συγκινητικές χειρονομίες της σε διαρκές και έλλογο ενδιαφέρον, αξίζει ωστόσο σεβασμό. Οχι όμως την οίηση του «ποιος είναι ο πιο γενναιόδωρος» ούτε άλλη μια αφορμή για ναρκισσευόμενη ελληνολατρία, σαν κι αυτή που λίγο έλειψε να ξεσπάσει με αφορμή τον δικό μας τηλεμαραθώνιο.
5. Τι κρατάμε λοιπόν από αυτό το κακό; Εύχομαι το όνειρο μιας αλληλεγγύης που πάει μακρύτερα από το καταστροφικό κύμα, που αγγίζει δηλαδή τους λαούς ως λαούς και όχι κατ’ ανάγκη ως θύματα και πληγέντες. Αλληλεγγύη εγγύτερη στη μακρόπνοη και με κόστος υπευθυνότητα παρά στους θερμούς και επιλήσμονες τόνους της φιλανθρωπίας.
Συνειδητοποιώντας, τέλος, ότι αυτή η αλληλεγγύη δεν προστρέχει απλώς να παρηγορήσει και να θεραπεύσει τους επιζώντες αλλά να δημιουργήσει όρους και συνθήκες αξιοπρέπειας για όλους και για το μέλλον τους.
*Ο ΝΙΚΟΛΑΣ ΣΕΒΑΣΤΑΚΗΣ είναι συγγραφέας, επίκουρος καθηγητής στην Κοινωνιολογική Θεωρία και Κοινωνική Φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου.