Το όνειρο των φτωχών
Γκαζμέντ Καπλάνι, Τα Νέα, Δημοσιευμένο: 2010-04-13
Στη µακρινή Ταϊλάνδη, στην «εξωτική» Μπανγκόκ, µια µεγάλη µάζα φτωχών, οργισµένων αγροτών αγωνίζεται για να επαναφέρει στην εξουσία έναν δισεκατοµµυρι ούχο. Τον πρόεδρο ενός κόµµατος που το όνοµά του θυµίζει pop συγκρότηµα: Τhai rak Τhai (Οι Τhai αγαπούν τους Τhai - παρεµπιπτόντως, ο εκπρόσωπος Τύπου του είναι τραγουδιστής). Οι εξεγερµένοι κατηγορούν τους κυβερνώντες για αλαζονεία και ότι δεν είναι κοντά στον λαό. Τους κατηγορούν ότι κατάφεραν να διώξουν τον πρώην πρωθυπουργό (τον δισεκατοµµυρι ούχο δηλαδή) µε κοινοβουλευτικά και δικαστι κά κόλπα.
Ο δισεκατοµµυριούχος, για τον οποίο η Μπαν γκόκ έχει µετατραπεί σε πεδίο µάχης, βρίσκε ται στο εξωτερικό, κυνηγηµένος, καθώς εκκρεµούν εναντίον του εντάλµατα σύλληψης για διαφθορά. Από τα κανάλια του στην τηλεό ραση τάζει λαγούς µε πετραχήλια, ασχολείται µε το ποδόσφαιρο (είναι ιδιοκτήτης µιας ποδο σφαιρικής οµάδας από τις πιο γνωστές την Ευ ρώπη) και διαµένει στις βιλάρες που διαθέτει σε όλο τον κόσµο. Και όµως, οι φτωχοί αγρό τες τον θεωρούν δικό τους άνθρωπο. Τόσο πολύ που είναι έτοιµοι να θυσιάσουν ακόµα και τη ζωή τους για να τον φέρουν στην εξου σία. Λατρεύουν τον δισεκατοµµυριούχο και µι σούν τους διανοουµένους και τους δηµοσίους υπαλλήλους της χώρας.
Η Ταϊλάνδη είναι µακριά. Αλλη ήπειρος, άλλη νοοτροπία. Ωστόσο, δεν µπορείς να µη θέσεις το ερώτηµα: Πώς είναι δυνατόν ένας φτωχός αγρότης να νιώθει δικό του άνθρωπο έναν δι σεκατοµµυριούχο και να κατηγορεί για σνοµπι σµό και κοινωνική αναισθησία αυτούς που, οι κονοµικά, είναι πολύ πιο κοντά σε αυτόν; Εδώ ο Μαρξ, νοµίζω, θα σήκωνε τα χέρια ψηλά.
Εκτός και αν ζητούσαµε βοήθεια από τον Αντόνιο Γκράµσι, σύµφωνα µε τον οποίον, σε καιρούς οικονοµικής κρίσης, οι φτωχοί είναι πιθανό να εκλέξουν έναν Duce, που µιλά όχι στο µυαλό αλλά στους φόβους και στην κοιλιά τους. Αλλά και πάλι, ως εξήγηση είναι λίγη.
Ισως να µας βοηθήσει ο Ρουσό: «Ο λαός θέλει πάντα το καλό του, αλλά δεν είναι πάντα ικανός να το δει. Δεν µπορείς να διαφθείρεις έναν λαό, αλλά µπορείς συχνά να τον εξαπατή σεις. Τότε ο λαός επιλέγει αυτό που είναι κακό γι αυτόν», γράφει στο «Κοινωνικό Συµβόλαιο». Οµως, έχω την εντύπωση ότι αυτοί οι τύποι σαν τον δισεκατοµµυριούχο ξέρουν κάτι που έχει ξεφύγει και από τον Αριστοτέλη, και από τον Ρουσό και τον Μαρξ. «Μην το πολυφιλοσοφήσεις», µας ψιθυρίζει ο κυνικός της ανθρώπινης Ιστορίας. Σε τελευταία ανάλυση, αυτό συνέ βαινε ανέκαθεν: οι πλούσιοι εξουσιάζουν τους φτωχούς χάρη στο µίσος που εκείνοι τρέφουν ο ένας για τον άλλον. Ετσι γίνεται και σήµερα όταν ένας φτωχός εργάτης λατρεύει και ψηφί ζει έναν πάµπλουτο φασίστα, επειδή φοβάται και µισεί έναν φτωχό µετανάστη που είναι σαν και αυτόν. Ουδέν νεώτερον λοιπόν.
Η πραγµατικά µεγάλη είδηση θα ήταν ότι µια µάζα πλουσίων, που µυρίζουν ποδαρίλα και ιδρώτα, οργισµένοι όπως οι χαµάληδες του λιµανιού του Ρότερνταµ όταν διαδηλώνουν για καλύτερες συνθήκες εργασίας, εισβάλλει σε µια µητρόπολη του κόσµου για να φέρει στην εξουσία έναν φτωχό αγρότη. Αλλά τέτοια πράγµατα συµβαίνουν µόνο στα όνειρα θερινής νυκτός των φτωχών αγροτών στην Μπανγκόκ. Οι οποίοι, µόλις ξυπνήσουν από τον τα ραγµένο ύπνο, θα συνεχίσουν τον αγώνα τους για να φέρουν στην εξουσία το ίνδαλµά τους, τον «δικό τους άνθρωπο», τον διεφθαρµένο δι σεκατοµµυριούχο…
Ο δισεκατοµµυριούχος, για τον οποίο η Μπαν γκόκ έχει µετατραπεί σε πεδίο µάχης, βρίσκε ται στο εξωτερικό, κυνηγηµένος, καθώς εκκρεµούν εναντίον του εντάλµατα σύλληψης για διαφθορά. Από τα κανάλια του στην τηλεό ραση τάζει λαγούς µε πετραχήλια, ασχολείται µε το ποδόσφαιρο (είναι ιδιοκτήτης µιας ποδο σφαιρικής οµάδας από τις πιο γνωστές την Ευ ρώπη) και διαµένει στις βιλάρες που διαθέτει σε όλο τον κόσµο. Και όµως, οι φτωχοί αγρό τες τον θεωρούν δικό τους άνθρωπο. Τόσο πολύ που είναι έτοιµοι να θυσιάσουν ακόµα και τη ζωή τους για να τον φέρουν στην εξου σία. Λατρεύουν τον δισεκατοµµυριούχο και µι σούν τους διανοουµένους και τους δηµοσίους υπαλλήλους της χώρας.
Η Ταϊλάνδη είναι µακριά. Αλλη ήπειρος, άλλη νοοτροπία. Ωστόσο, δεν µπορείς να µη θέσεις το ερώτηµα: Πώς είναι δυνατόν ένας φτωχός αγρότης να νιώθει δικό του άνθρωπο έναν δι σεκατοµµυριούχο και να κατηγορεί για σνοµπι σµό και κοινωνική αναισθησία αυτούς που, οι κονοµικά, είναι πολύ πιο κοντά σε αυτόν; Εδώ ο Μαρξ, νοµίζω, θα σήκωνε τα χέρια ψηλά.
Εκτός και αν ζητούσαµε βοήθεια από τον Αντόνιο Γκράµσι, σύµφωνα µε τον οποίον, σε καιρούς οικονοµικής κρίσης, οι φτωχοί είναι πιθανό να εκλέξουν έναν Duce, που µιλά όχι στο µυαλό αλλά στους φόβους και στην κοιλιά τους. Αλλά και πάλι, ως εξήγηση είναι λίγη.
Ισως να µας βοηθήσει ο Ρουσό: «Ο λαός θέλει πάντα το καλό του, αλλά δεν είναι πάντα ικανός να το δει. Δεν µπορείς να διαφθείρεις έναν λαό, αλλά µπορείς συχνά να τον εξαπατή σεις. Τότε ο λαός επιλέγει αυτό που είναι κακό γι αυτόν», γράφει στο «Κοινωνικό Συµβόλαιο». Οµως, έχω την εντύπωση ότι αυτοί οι τύποι σαν τον δισεκατοµµυριούχο ξέρουν κάτι που έχει ξεφύγει και από τον Αριστοτέλη, και από τον Ρουσό και τον Μαρξ. «Μην το πολυφιλοσοφήσεις», µας ψιθυρίζει ο κυνικός της ανθρώπινης Ιστορίας. Σε τελευταία ανάλυση, αυτό συνέ βαινε ανέκαθεν: οι πλούσιοι εξουσιάζουν τους φτωχούς χάρη στο µίσος που εκείνοι τρέφουν ο ένας για τον άλλον. Ετσι γίνεται και σήµερα όταν ένας φτωχός εργάτης λατρεύει και ψηφί ζει έναν πάµπλουτο φασίστα, επειδή φοβάται και µισεί έναν φτωχό µετανάστη που είναι σαν και αυτόν. Ουδέν νεώτερον λοιπόν.
Η πραγµατικά µεγάλη είδηση θα ήταν ότι µια µάζα πλουσίων, που µυρίζουν ποδαρίλα και ιδρώτα, οργισµένοι όπως οι χαµάληδες του λιµανιού του Ρότερνταµ όταν διαδηλώνουν για καλύτερες συνθήκες εργασίας, εισβάλλει σε µια µητρόπολη του κόσµου για να φέρει στην εξουσία έναν φτωχό αγρότη. Αλλά τέτοια πράγµατα συµβαίνουν µόνο στα όνειρα θερινής νυκτός των φτωχών αγροτών στην Μπανγκόκ. Οι οποίοι, µόλις ξυπνήσουν από τον τα ραγµένο ύπνο, θα συνεχίσουν τον αγώνα τους για να φέρουν στην εξουσία το ίνδαλµά τους, τον «δικό τους άνθρωπο», τον διεφθαρµένο δι σεκατοµµυριούχο…