Ενα κόμμα σκιά
Τάσος Παππάς, Κυρ. Ελευθεροτυπία, Δημοσιευμένο: 2010-07-25
Οι περισσότεροι στο ΠΑΣΟΚ ασχολούνται με τις δυσλειτουργίες της κυβέρνησης, το έλλειμμα συντονισμού, τις κόντρες μεταξύ υπουργών, τις εντάσεις στο εσωτερικό της κοινοβουλευτικής ομάδας και αναζητούν τρόπους για να ξεπεραστούν τα προβλήματα.
Για το κόμμα όμως ουδείς ενδιαφέρεται. Λες και δεν υπάρχει. Και όντως δεν υπάρχει.
Εχουν περάσει πολλά χρόνια από την εποχή που ο Ανδρέας Παπανδρέου έλεγε ότι «η κυβέρνηση εργάζεται για το εφικτό και το κόμμα για το επιθυμητό», αναθέτοντας στο κόμμα την αποστολή να είναι η συνείδηση και ο θεματοφύλακας της ιδεολογικής φυσιογνωμίας και της πολιτικής ταυτότητας της παράταξης. Σιγά σιγά το κόμμα κρατικοποιήθηκε, τα στελέχη μετακόμισαν στην κυβέρνηση και στο κράτος και κύριο μέλημα των οργανώσεων έγιναν οι εκλογικές υποχρεώσεις.
Από τη στιγμή που κι αυτή η ευθύνη πέρασε στους συμβούλους και στις εταιρείες επικοινωνίας, περιορίστηκε σημαντικά η δράση του κομματικού μηχανισμού. Στην απαξίωση συνετέλεσε και η επιλογή των αρχηγών να αφυδατώσουν το κόμμα για να μην μπαίνει εμπόδιο στις προσπάθειές τους στο κυβερνητικό επίπεδο. Δεν είναι τυχαίο ότι ο χαρακτηρισμός που το συνοδεύει είναι «βαρίδι».
Πάντως, τόσο ο Α. Παπανδρέου όσο και ο Κ. Σημίτης σέβονταν τις κομματικές διαδικασίες, συγκαλούσαν τακτικά τα όργανα και τοποθετούσαν στη θέση του γραμματέα στελέχη πρώτης γραμμής, δοκιμασμένα σε δύσκολες συνθήκες, με κύρος και εκτόπισμα στον κομματικό πληθυσμό και την κοινωνία.
Από το 2004 και μετά, παρά το γεγονός ότι ο Γ. Παπανδρέου εμφανίστηκε στο προσκήνιο με τη θεωρία περί «ανοικτού κόμματος», δηλώνοντας την πρόθεσή του να καταργήσει τους μηχανισμούς, να εξουδετερώσει τις προσωπικές στρατηγικές, να ακυρώσει τα τοπικά φέουδα και τις φραξιονιστικές πρακτικές, να αναβαθμίσει το ρόλο του μέλους και να προωθήσει τη συμμετοχική δημοκρατία, ελάχιστα πράγματα έχουν γίνει προς την κατεύθυνση αυτή.
Μέσα σε έξι χρόνια άλλαξε τέσσερις γραμματείς (Μαριλίζα Ξενογιαννακοπούλου, Ν. Αθανασάκης, Γ. Ραγκούσης, Σ. Ξυνίδης), οι οποίοι πέρασαν και δεν ακούμπησαν. Αν εξαιρέσει κανείς τον Ν. Αθανασάκη που ήταν λύση ανάγκης, στέλεχος χαμηλού προφίλ και γενικής αποδοχής, οι υπόλοιποι τρεις επελέγησαν για να υπηρετηθούν η μοδάτη αντίληψη περί ανανέωσης και η εμμονή του κ. Παπανδρέου για εκπλήξεις και αντισυμβατικές κινήσεις.
Ηταν όλοι αναλώσιμοι και κυρίως ακίνδυνοι για τον αρχηγό. Είτε ανήκαν στον προσωπικό κύκλο του (Ξενογιαννακοπούλου, Ραγκούσης) είτε δεν είχαν φιλοδοξίες για πρωταγωνιστικά πλασαρίσματα, αλλά ούτε και τη διάθεση να αμφισβητήσουν την αυθεντία του προέδρου (Ξυνίδης). Αντικειμενικοί λόγοι (απαξίωση των κομμάτων, αποπολιτικοποίηση της κοινωνίας) και υποκειμενικές αδυναμίες (μικρό ειδικό βάρος των γραμματέων, υπαλληλική νοοτροπία, έλλειψη φαντασίας, έγνοια μόνο για την προσωπική επιβίωσή τους) οδήγησαν το κόμμα σε κατάσταση αποσύνθεσης.
Με τον τρόπο που πορεύεται ο κ. Παπανδρέου δεν είναι εύκολο να καταλάβει κανείς τι είδους κόμμα έχει στο μυαλό του και αν, σε τελική ανάλυση, πιστεύει ότι το κόμμα είναι απαραίτητο εργαλείο για την υλοποίηση της πολιτικής του, ή έστω ο διαμεσολαβητικός ιμάντας και το αμορτισέρ για να απορροφά τους κραδασμούς. Αυτό που προσπαθεί να δημιουργήσει δεν μοιάζει ούτε με το κλασικό πολυσυλλεκτικό κόμμα εξουσίας (απουσιάζει η δεσπόζουσα συνισταμένη), ούτε με το κόμμα-εκλογικό καρτέλ (άλλωστε η τηλεόραση καλύπτει αυτήν την περιοχή), ούτε όμως και με δίκτυο θεματικών ενοτήτων. Περισσότερο παραπέμπει σε μη κυβερνητική οργάνωση, σ’ ένα ασπόνδυλο μόρφωμα επιτροπών μιας χρήσεως, με τον ίδιο στη θέση του τοποτηρητή και του διανομέα ρόλων (ανακλητών ύστερα από λίγο).
Ομως καμία μεταρρυθμιστική στρατηγική δεν μπορεί να ευδοκιμήσει με διάσπαρτες πολιτικές, με δέσμες μέτρων και με τις προσωπικές επιδόσεις των υπουργών: «πίσω από τις "πολιτικές" πρέπει να υπάρχει μια ευδιάκριτη Πολιτική ενός σύγχρονου μεταρρυθμιστικού κόμματος, η οποία θα ερμηνεύει τις αλλαγές που συνταράσσουν τον βιωματικό χώρο των απλών ανθρώπων, θα δίνει νόημα στις συγκρούσεις και θα εμφορείται από το γενικό έστω όραμα μιας δίκαιης κοινωνίας» (Γ. Βούλγαρης, «Η πρόκληση της ηγεμονίας», εκδ. Πόλις).
Είναι σήμερα το ΠΑΣΟΚ ένα τέτοιο κόμμα; Σε καμία περίπτωση. Το ερώτημα είναι αν το έχει συνειδητοποιήσει η ηγεσία του.
Για το κόμμα όμως ουδείς ενδιαφέρεται. Λες και δεν υπάρχει. Και όντως δεν υπάρχει.
Εχουν περάσει πολλά χρόνια από την εποχή που ο Ανδρέας Παπανδρέου έλεγε ότι «η κυβέρνηση εργάζεται για το εφικτό και το κόμμα για το επιθυμητό», αναθέτοντας στο κόμμα την αποστολή να είναι η συνείδηση και ο θεματοφύλακας της ιδεολογικής φυσιογνωμίας και της πολιτικής ταυτότητας της παράταξης. Σιγά σιγά το κόμμα κρατικοποιήθηκε, τα στελέχη μετακόμισαν στην κυβέρνηση και στο κράτος και κύριο μέλημα των οργανώσεων έγιναν οι εκλογικές υποχρεώσεις.
Από τη στιγμή που κι αυτή η ευθύνη πέρασε στους συμβούλους και στις εταιρείες επικοινωνίας, περιορίστηκε σημαντικά η δράση του κομματικού μηχανισμού. Στην απαξίωση συνετέλεσε και η επιλογή των αρχηγών να αφυδατώσουν το κόμμα για να μην μπαίνει εμπόδιο στις προσπάθειές τους στο κυβερνητικό επίπεδο. Δεν είναι τυχαίο ότι ο χαρακτηρισμός που το συνοδεύει είναι «βαρίδι».
Πάντως, τόσο ο Α. Παπανδρέου όσο και ο Κ. Σημίτης σέβονταν τις κομματικές διαδικασίες, συγκαλούσαν τακτικά τα όργανα και τοποθετούσαν στη θέση του γραμματέα στελέχη πρώτης γραμμής, δοκιμασμένα σε δύσκολες συνθήκες, με κύρος και εκτόπισμα στον κομματικό πληθυσμό και την κοινωνία.
Από το 2004 και μετά, παρά το γεγονός ότι ο Γ. Παπανδρέου εμφανίστηκε στο προσκήνιο με τη θεωρία περί «ανοικτού κόμματος», δηλώνοντας την πρόθεσή του να καταργήσει τους μηχανισμούς, να εξουδετερώσει τις προσωπικές στρατηγικές, να ακυρώσει τα τοπικά φέουδα και τις φραξιονιστικές πρακτικές, να αναβαθμίσει το ρόλο του μέλους και να προωθήσει τη συμμετοχική δημοκρατία, ελάχιστα πράγματα έχουν γίνει προς την κατεύθυνση αυτή.
Μέσα σε έξι χρόνια άλλαξε τέσσερις γραμματείς (Μαριλίζα Ξενογιαννακοπούλου, Ν. Αθανασάκης, Γ. Ραγκούσης, Σ. Ξυνίδης), οι οποίοι πέρασαν και δεν ακούμπησαν. Αν εξαιρέσει κανείς τον Ν. Αθανασάκη που ήταν λύση ανάγκης, στέλεχος χαμηλού προφίλ και γενικής αποδοχής, οι υπόλοιποι τρεις επελέγησαν για να υπηρετηθούν η μοδάτη αντίληψη περί ανανέωσης και η εμμονή του κ. Παπανδρέου για εκπλήξεις και αντισυμβατικές κινήσεις.
Ηταν όλοι αναλώσιμοι και κυρίως ακίνδυνοι για τον αρχηγό. Είτε ανήκαν στον προσωπικό κύκλο του (Ξενογιαννακοπούλου, Ραγκούσης) είτε δεν είχαν φιλοδοξίες για πρωταγωνιστικά πλασαρίσματα, αλλά ούτε και τη διάθεση να αμφισβητήσουν την αυθεντία του προέδρου (Ξυνίδης). Αντικειμενικοί λόγοι (απαξίωση των κομμάτων, αποπολιτικοποίηση της κοινωνίας) και υποκειμενικές αδυναμίες (μικρό ειδικό βάρος των γραμματέων, υπαλληλική νοοτροπία, έλλειψη φαντασίας, έγνοια μόνο για την προσωπική επιβίωσή τους) οδήγησαν το κόμμα σε κατάσταση αποσύνθεσης.
Με τον τρόπο που πορεύεται ο κ. Παπανδρέου δεν είναι εύκολο να καταλάβει κανείς τι είδους κόμμα έχει στο μυαλό του και αν, σε τελική ανάλυση, πιστεύει ότι το κόμμα είναι απαραίτητο εργαλείο για την υλοποίηση της πολιτικής του, ή έστω ο διαμεσολαβητικός ιμάντας και το αμορτισέρ για να απορροφά τους κραδασμούς. Αυτό που προσπαθεί να δημιουργήσει δεν μοιάζει ούτε με το κλασικό πολυσυλλεκτικό κόμμα εξουσίας (απουσιάζει η δεσπόζουσα συνισταμένη), ούτε με το κόμμα-εκλογικό καρτέλ (άλλωστε η τηλεόραση καλύπτει αυτήν την περιοχή), ούτε όμως και με δίκτυο θεματικών ενοτήτων. Περισσότερο παραπέμπει σε μη κυβερνητική οργάνωση, σ’ ένα ασπόνδυλο μόρφωμα επιτροπών μιας χρήσεως, με τον ίδιο στη θέση του τοποτηρητή και του διανομέα ρόλων (ανακλητών ύστερα από λίγο).
Ομως καμία μεταρρυθμιστική στρατηγική δεν μπορεί να ευδοκιμήσει με διάσπαρτες πολιτικές, με δέσμες μέτρων και με τις προσωπικές επιδόσεις των υπουργών: «πίσω από τις "πολιτικές" πρέπει να υπάρχει μια ευδιάκριτη Πολιτική ενός σύγχρονου μεταρρυθμιστικού κόμματος, η οποία θα ερμηνεύει τις αλλαγές που συνταράσσουν τον βιωματικό χώρο των απλών ανθρώπων, θα δίνει νόημα στις συγκρούσεις και θα εμφορείται από το γενικό έστω όραμα μιας δίκαιης κοινωνίας» (Γ. Βούλγαρης, «Η πρόκληση της ηγεμονίας», εκδ. Πόλις).
Είναι σήμερα το ΠΑΣΟΚ ένα τέτοιο κόμμα; Σε καμία περίπτωση. Το ερώτημα είναι αν το έχει συνειδητοποιήσει η ηγεσία του.