Αδράνεια ή παρέμβαση τώρα;
Κώστας Κάρης, Αυγή της Κυριακής, Δημοσιευμένο: 2011-02-06
Οι διεργασίες που βρίσκονται σε εξέλιξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση μας δείχνουν ότι έχουμε μπει στη δεύτερη φάση της πίεσης της Μέρκελ για την επιβολή του “γερμανικού μοντέλου”. Η στήριξη προς τις υπερχρεωμένες χώρες συνδυάζεται με όρους, δεσμεύσεις για τη φορολογική πολιτική, ακόμη και για τομείς των κοινωνικών πολιτικών.
Η ΠΡΩΤΗ ΣΚΕΨΗ είναι το ερώτημα αν αυτή η διαπραγμάτευση ή ο εκβιασμός είναι θετική, χρήσιμη εξέλιξη για την Ευρώπη, τους λαούς, τις χώρες. Όμως για τα θέματα της οικονομίας άλλο ερώτημα προηγείται: Πρόκειται για μια αναγκαστική, δεδομένη (νομοτελειακή, λεγόταν) πορεία ή όχι; Αν είναι αναγκαστική εξέλιξη ο συνδυασμός της διαχείρισης του χρέους με κοινές φορολογικές και οικονομικές πολιτικές, τότε η σύγκρουση - η πολιτική και κοινωνική - δεν θα αφορά την αμφισβήτησή της, αλλά θα γίνει για το περιεχόμενο που θα έχει η τελική ρύθμιση, ποιος δηλαδή θα ωφεληθεί και ποιος θα χάσει.
ΚΑΙ ΈΤΣΙ πρέπει να έχουν τα πράγματα. Η πιο θεμελιωμένη κριτική για την έως τώρα διαχείριση της κρίσης από την ηγεσία της Ε.Ε. είναι ότι δεν βλέπει τη συνολική απειλή. Ότι δεν στηρίζεται η Ευρωζώνη όταν οι χώρες του Νότου βρίσκονται σε δημοσιονομική κρίση. Ότι τα μέτρα σύγκλισης είναι η καλύτερη εγγύηση σταθερότητας. Εξάλλου αυτή ήταν πάντα η σκοπιά ευρύτερων δυνάμεων - και αριστερών-, που ζητούν, πέρα από το κοινό νόμισμα κοινή φορολογική και ασφαλιστική πολιτική.
ΟΙ ΔΥΝΑΜΕΙΣ που συγκεντρώνονται γύρω από τη Μέρκελ θέλουν να επιβάλουν μια μακροχρόνια περιοριστική πολιτική που αμφισβητείται ισχυρά και με σοβαρά επιχειρήματα. Και αυτό είναι πεδίο σύγκρουσης. Το εργαλείο που χρησιμοποιούν είναι η κρίση χρέους, ιδιαίτερα της Ελλάδας, η απειλή επέκτασής της. Ουσιαστικά βρισκόμαστε μπροστά στην εξής επιδίωξη: τα όποια αναγκαία εν πολλοίς μέτρα για την αντιμετώπιση της κρίσης χρέους καθώς και των στρεβλώσεων του δημόσιου τομέα επιχειρείται να μονιμοποιηθούν ως μέθοδος αύξησης της ανταγωνιστικότητας -όπως λέγεται- δηλαδή ως μέθοδος μείωσης της συνολικής αμοιβής της εργασίας και αλλαγής εργασιακών ρυθμίσεων -που δεν λέγεται ευθέως. Άρα το ποιοι θα ωφεληθούν και πόσο από την αντιμετώπιση της δημοσιονομικής κρίσης καθίσταται το κεντρικό θέμα της πολιτικής σύγκρουσης. Δεν είναι μόνον η δίκαιη κατανομή των βαρών σήμερα, αλλά η δίκαιη κατανομή των μελλοντικών πλεονασμάτων.
ΑΥΤΟ ΕΧΕΙ ιδιαίτερη σημασία για τη χώρα μας. Ο εγκλωβισμός κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων στην ιδέα ότι οι ξένοι θα μας δάνειζαν χωρίς εκβιαστικό Μνημόνιο είναι μια ευχάριστη ωραιοποίηση των δανειστών και των ευθυνών των ελληνικών κυβερνήσεων. Δεν είναι όμως ρεαλιστική προσέγγιση. Δεν μιλούμε για τον ρεαλισμό μιας υποταγής. Δεν είναι ρεαλιστική γιατί αδιαφορεί και αποκρύπτει αυτό που σήμερα θα “ρυθμιστεί”. Πιο αναγκαία είναι μια διεκδίκηση εγγυήσεων επιστροφής σημαντικού τμήματος από τα οφέλη της αποφυγής της χρεωκοπίας στον κόσμο της εργασίας και της δημιουργίας. Εγγυήσεων όχι φραστικών, αλλά θεσμικών. Η απάντηση στις πιέσεις μονιμοποίησης των πολιτικών μείωσης της αμοιβής της εργασίας είναι η θεσμοποίηση της αύξησης της αμοιβής της εργασίας (όχι μόνον της μισθολογικής) όταν ελεγχθεί το έλλειμμα και αρχίσει η άνοδος της παραγωγικότητας. Αρκεί να μην μπει στο Σύνταγμα το όριο του 3%;
ΤΟ ΞΈΡΩ για αρκετούς μια τέτοια πολιτική επιλογή δεν είναι αποδεκτή γιατί δεν προτάσσει την απόρριψη του Μνημονίου. Όμως υπάρχει άλλη διεκδίκηση με πραγματικό αντικείμενο και όχι φαντασιακό; Πιστεύει κανείς ότι η κοινωνική διεκδίκηση των δυνάμεων της εργασίας πρέπει να περιοριστεί στο πώς θα βρεθεί τρόπος κάπως να χαλαρώσουν σήμερα τα σκληρά μέτρα και να μην θέσει το μείζον θέμα του αύριο; Πιστεύει κανείς ότι είναι προς το συμφέρον των εργαζομένων να επενδύσουν στη χρεωκοπία του κράτους;
ΔΥΣΤΥΧΩΣ με την όλη μεθόδευση η κοινωνία, δέσμια σε προγενέστερα σχήματα, κατακερματίζεται συνεχώς και γι’ αυτό αδυνατεί να αντιδράσει ενωμένα. Οι νέοι μας, χωρίς προοπτική, όσοι μπορούν, ψάχνουν δουλειά εκτός Ελλάδας. Η προσπάθεια να επηρεαστούν οι αποφάσεις και δεσμεύσεις των επόμενων εβδομάδων είναι επείγουσα. Κρίνονται πολλά και σημαντικά. Διαλέγουμε να ’μαστε στη γωνία για να καταγγείλουμε ή να παρέμβουμε;