Λάθη και εγκλήµατα
Παύλος Τσίμας, Τα Νέα, Δημοσιευμένο: 2011-04-29
Καθ’ οδόν προς τη Δαµασκό, ξαφνικά γύρω τους άστραψε φως στον ουρανό... Κάπως έτσι, όπως ο Ιησούς στον Σαούλ, απεκαλύφθη και στη νέα ηγεσία της Ν.Δ. η αλήθειαγια την απογραφή του 2004. Πως ήταν λάθος. «Εγκληµατικό λάθος».
Καταλαβαίνει κανείς εύκολα την πολιτική και επικοινωνιακή ανάγκη που υπαγόρευσε το θαύµα. Αλλά αφού άνοιξε η συζήτηση, ας το συζητήσουµε: Γιατί ήταν λάθος η απογραφή;
Νοµίζω πως το πρώτο πρόβληµα µε την απογραφή είναι πως, στην πραγµατικότητα, δεν έγινε ποτέ!
Αν γινόταναπογραφή, θα είχαν ανοίξει τα σκοτεινά σεντούκιαµε τα κρυφά ελλείµµατα και ταχρέη τωνδήµων,των ΔΕΚΟ, των ασφαλιστικών ταµείων και των νοσοκοµείων – όπου κρυβόταν ένα τρελό πάρτι µαύρου χρήµατος, το οποίο συνεχίστηκε, επαυξηµένο και βελτιωµένο, επί «νέας διακυβερνήσεως». Θα είχε δοθεί µια απάντηση στο ερώτηµα γιατί η αποτελεσµατικότητα της δηµόσιας δαπάνης στην Ελλάδα είναι µόλις 63% (σύµφωνα µε µελέτη του 2006), γιατί δηλαδή χάνονται σε µια µαύρη τρύπα 37 στα 100 ευρώ που δαπανά το Ελληνικό Δηµόσιο. Θα είχε, επίσης, δοθεί µια απάντηση στο ερώτηµα γιατί ενώ η Ελλάδα ξοδεύει σε δαπάνες κοινωνικής προστασίας όσα και η Γαλλία (21% του ΑΕΠ), οι δαπάνες αυτές έχουν πέντε φορές µικρότερη αποτελεσµατικότητα στη µείωση της φτώχειας από ό,τι στη Γαλλία. Αν γινόταν απογραφή, εν ολίγοις, θα είχαν έρθει στο φως τα σκουπίδια κάτω από το χαλί του πελατειακού κράτους. Και θα είχαµε κάποια ελπίδα να διορθωθεί κάτι στην ανορθολογική, άδικη και σπάταλη δοµή του, που παράγει ελλείµµατα και σωρεύει χρέη.
Αλλά απογραφή δεν έγινε. Εγινε µια πολιτικάντικη χειραγώγηση στοιχείων, ένα φτηνό παιχνίδι µε τον χρόνο χρέωσης των αµυντικών δαπανών, που συκοφάντησε τη χώρα στα µάτια των εταίρων της, χωρίς να αποδώσει κανένα όφελος. Κι αυτό είναι το δεύτερο πρόβληµα µε την απογραφή. Οτι δεν χρησίµευσε ούτε καν ως πρόσχηµα για να ακυρωθούν οι προεκλογικές υποσχέσεις και να εφαρµοστεί µια συνετή δηµοσιονοµική διαχείριση. Αντίθετα: έγινε ο πρόλογος για τον µεγαλύτερο δηµοσιονοµικό εκτροχιασµό στην Ιστορία.
Οι αριθµοί είναι αµείλικτοι: µεταξύ 2003 και 2009 οι πρωτογενείς δηµόσιες δαπάνες διπλασιάστηκαν ενώ τα φορολογικά έσοδα, ως ποσοστό του ΑΕΠ, µειώθηκαν! Το πρωτογενές ισοζύγιο (δηλαδή έσοδα µείον έξοδα του κράτους, πριν από την πληρωµή των τόκων), θετικό ώς το 2002, µε έλλειµµα 1,2 δισ. το προ-ολυµπιακό 2003, έφθασε σε έλλειµµα 11,4 δισ. το 2008 και 24,3 δισ. το 2009! Και τα συνολικά ετήσια ελλείµµατα που παρήχθησαν από το 2004 ώς το 2009, αν αθροιστούν, µας δίνουν τον µαγικό αριθµό 109,5 δισ. – όσα δηλαδή µας δανείζει η τρόικα, µε αντάλλαγµα την οικονοµική µας υποδούλωση...
Παλιές πληγές, θα πει κανείς. Τι νόηµα έχει να τις ξύνουµε;
Ε, λοιπόν, έχει. Πρώτον, γιατί υποχρεώνουν τη σηµερινή Νέα Δηµοκρατία, αν θέλει να ανακτήσει αξιοπιστία, σε µια πολύ πιο ειλικρινή, καθολική και ριζική αυτοκριτική για τα κυβερνητικά της πεπραγµένα.
Και, δεύτερον, γιατί είναι διδακτικές για το επαπειλούµενο σήµερα αδιέξοδο. Διδακτικές για τη σηµερινή κυβέρνηση που µοιάζει να επαναλαµβάνει κάποια από τα σφάλµατα της αµαρτωλής προκατόχου της και να επιχειρεί να µειώσει τα ελλείµµατα χωρίς να αντιµετωπίζει τις αιτίες που τα δηµιουργούν. Χωρίς δηλαδή να αγγίζει τη δοµή του κράτους. Και χωρίς να διορθώνει την ποιότητα της δηµόσιας δαπάνης που εξακολουθεί (έπειτα από τόσο αιµατηρές ασκήσεις λιτότητας επί δικαίους και, κυρίως, αδίκους) ναείναι ανορθολογική (η Ελλάδα εξακολουθεί, για παράδειγµα, να αφιερώνει το 76% της δηµόσιας κατανάλωσης σε µισθούς, έναντι 51% που είναι ο µέσος όροςστην ευρωζώνη, ενώ είναι τελευταία σε δαπάνες για υγεία, παιδεία και έρευνα) και σπάταλη (το 37% της δηµόσιας δαπάνης εξακολουθεί να χάνεται σε µια µαύρη τρύπα, αγνώστων λοιπών στοιχείων).
Και όσο αυτές οι πληγέςµένουν αθεράπευτες, η «δηµοσιονοµική προσαρµογή» θα έχει τα αποτελέσµατα που αποτύπωσε προχθές η Eurostat: το µεν ΑΕΠ να κατρακυλά στα επίπεδα προ του 2006 και το έλλειµµα να παραµένει στα πληθωρικά επίπεδα του 2008...
Καταλαβαίνει κανείς εύκολα την πολιτική και επικοινωνιακή ανάγκη που υπαγόρευσε το θαύµα. Αλλά αφού άνοιξε η συζήτηση, ας το συζητήσουµε: Γιατί ήταν λάθος η απογραφή;
Νοµίζω πως το πρώτο πρόβληµα µε την απογραφή είναι πως, στην πραγµατικότητα, δεν έγινε ποτέ!
Αν γινόταναπογραφή, θα είχαν ανοίξει τα σκοτεινά σεντούκιαµε τα κρυφά ελλείµµατα και ταχρέη τωνδήµων,των ΔΕΚΟ, των ασφαλιστικών ταµείων και των νοσοκοµείων – όπου κρυβόταν ένα τρελό πάρτι µαύρου χρήµατος, το οποίο συνεχίστηκε, επαυξηµένο και βελτιωµένο, επί «νέας διακυβερνήσεως». Θα είχε δοθεί µια απάντηση στο ερώτηµα γιατί η αποτελεσµατικότητα της δηµόσιας δαπάνης στην Ελλάδα είναι µόλις 63% (σύµφωνα µε µελέτη του 2006), γιατί δηλαδή χάνονται σε µια µαύρη τρύπα 37 στα 100 ευρώ που δαπανά το Ελληνικό Δηµόσιο. Θα είχε, επίσης, δοθεί µια απάντηση στο ερώτηµα γιατί ενώ η Ελλάδα ξοδεύει σε δαπάνες κοινωνικής προστασίας όσα και η Γαλλία (21% του ΑΕΠ), οι δαπάνες αυτές έχουν πέντε φορές µικρότερη αποτελεσµατικότητα στη µείωση της φτώχειας από ό,τι στη Γαλλία. Αν γινόταν απογραφή, εν ολίγοις, θα είχαν έρθει στο φως τα σκουπίδια κάτω από το χαλί του πελατειακού κράτους. Και θα είχαµε κάποια ελπίδα να διορθωθεί κάτι στην ανορθολογική, άδικη και σπάταλη δοµή του, που παράγει ελλείµµατα και σωρεύει χρέη.
Αλλά απογραφή δεν έγινε. Εγινε µια πολιτικάντικη χειραγώγηση στοιχείων, ένα φτηνό παιχνίδι µε τον χρόνο χρέωσης των αµυντικών δαπανών, που συκοφάντησε τη χώρα στα µάτια των εταίρων της, χωρίς να αποδώσει κανένα όφελος. Κι αυτό είναι το δεύτερο πρόβληµα µε την απογραφή. Οτι δεν χρησίµευσε ούτε καν ως πρόσχηµα για να ακυρωθούν οι προεκλογικές υποσχέσεις και να εφαρµοστεί µια συνετή δηµοσιονοµική διαχείριση. Αντίθετα: έγινε ο πρόλογος για τον µεγαλύτερο δηµοσιονοµικό εκτροχιασµό στην Ιστορία.
Οι αριθµοί είναι αµείλικτοι: µεταξύ 2003 και 2009 οι πρωτογενείς δηµόσιες δαπάνες διπλασιάστηκαν ενώ τα φορολογικά έσοδα, ως ποσοστό του ΑΕΠ, µειώθηκαν! Το πρωτογενές ισοζύγιο (δηλαδή έσοδα µείον έξοδα του κράτους, πριν από την πληρωµή των τόκων), θετικό ώς το 2002, µε έλλειµµα 1,2 δισ. το προ-ολυµπιακό 2003, έφθασε σε έλλειµµα 11,4 δισ. το 2008 και 24,3 δισ. το 2009! Και τα συνολικά ετήσια ελλείµµατα που παρήχθησαν από το 2004 ώς το 2009, αν αθροιστούν, µας δίνουν τον µαγικό αριθµό 109,5 δισ. – όσα δηλαδή µας δανείζει η τρόικα, µε αντάλλαγµα την οικονοµική µας υποδούλωση...
Παλιές πληγές, θα πει κανείς. Τι νόηµα έχει να τις ξύνουµε;
Ε, λοιπόν, έχει. Πρώτον, γιατί υποχρεώνουν τη σηµερινή Νέα Δηµοκρατία, αν θέλει να ανακτήσει αξιοπιστία, σε µια πολύ πιο ειλικρινή, καθολική και ριζική αυτοκριτική για τα κυβερνητικά της πεπραγµένα.
Και, δεύτερον, γιατί είναι διδακτικές για το επαπειλούµενο σήµερα αδιέξοδο. Διδακτικές για τη σηµερινή κυβέρνηση που µοιάζει να επαναλαµβάνει κάποια από τα σφάλµατα της αµαρτωλής προκατόχου της και να επιχειρεί να µειώσει τα ελλείµµατα χωρίς να αντιµετωπίζει τις αιτίες που τα δηµιουργούν. Χωρίς δηλαδή να αγγίζει τη δοµή του κράτους. Και χωρίς να διορθώνει την ποιότητα της δηµόσιας δαπάνης που εξακολουθεί (έπειτα από τόσο αιµατηρές ασκήσεις λιτότητας επί δικαίους και, κυρίως, αδίκους) ναείναι ανορθολογική (η Ελλάδα εξακολουθεί, για παράδειγµα, να αφιερώνει το 76% της δηµόσιας κατανάλωσης σε µισθούς, έναντι 51% που είναι ο µέσος όροςστην ευρωζώνη, ενώ είναι τελευταία σε δαπάνες για υγεία, παιδεία και έρευνα) και σπάταλη (το 37% της δηµόσιας δαπάνης εξακολουθεί να χάνεται σε µια µαύρη τρύπα, αγνώστων λοιπών στοιχείων).
Και όσο αυτές οι πληγέςµένουν αθεράπευτες, η «δηµοσιονοµική προσαρµογή» θα έχει τα αποτελέσµατα που αποτύπωσε προχθές η Eurostat: το µεν ΑΕΠ να κατρακυλά στα επίπεδα προ του 2006 και το έλλειµµα να παραµένει στα πληθωρικά επίπεδα του 2008...