Για μια χούφτα ευρώ…
(ή αλλιώς, όταν οι απόβλητοι λαθρο-ζωντανοί σκορπούν τον τρόμο και τον θάνατο)
Θέμης Δημητρακόπουλος, Δημοσιευμένο: 2011-05-10
Πόσο μπορεί να μεταπουλήσει κανείς, σήμερα, μια μεταχειρισμένη, κλεμμένη βιντεοκάμερα; Αν οι καινούργιες, με όλα τα κομφόρ, στοιχίζουν, οι καλές, γύρω στα 300-400, άντε να την πουλήσεις 100-150 στην καλύτερη.
Οι τρεις, αλλοδαποί κατά πάσα βεβαιότητα, που σκότωσαν, αξημέρωτα την Τρίτη, 10 Μαΐου, τον μέλλοντα πατέρα –που απ’ τη λαχτάρα του να κρατήσει το συντομότερο στην αγκαλιά του το παιδί που θα γεννιόταν σε λίγες ώρες δεν του πέρασε απ’ το νου να μην βγει στον έρημο, νυχτωμένο δρόμο του εξαθλιωμένου κέντρου της πρωτεύουσας κρατώντας ένα «πολύτιμο» (δηλαδή με αξία μεταπώλησης στην αμετανόητα καταναλωτική κοινωνία μας) αντικείμενο– τον σκότωσαν λοιπόν για 150 (το πολύ) δια του τρία= 50 ευρώ λεία ο καθείς. Η αριθμητική της φρίκης…
Για ένα πενηντάρικο, αφαίρεσαν τη ζωή ενός νέου άντρα, ορφάνεψαν ένα αγέννητο κοριτσάκι, μαχαίρωσαν τα όνειρα της συντρόφου του, πλημμύρισαν δάκρυα κι απορία τα μάτια του άλλου, ορφανού πια, παιδιού του, σακάτεψαν την καρδιά της μάνας που είδε το γιο της αντί να κρατάει αγκαλιά το νεογέννητο εγγόνι της να κείτεται αιμόφυρτος στην αγκαλιά ενός χιλιο-άδικου, παράλογου θανάτου, πάγωσαν το χαμόγελο και τη σκέψη όσων τον αγαπούσαν και τον λογάριαζαν άνθρωπό τους. Κι έκαναν πολλούς, χιλιάδες, να πουν, δυστυχώς, «αι-σιχτίρ επιτέλους, ξεκουμπιστείτε από τα μέρη μας, ουστ λαθρομετανάστες»…
Πόσο μίσος, πόσο φθόνο, πόσο φόβο και κατατρεγμό να κρύβουν άραγε στα μύχια του μυαλού τους οι τρεις φονιάδες; Πόσες γενιές αμάθειας, θρησκευτικού ευνουχισμού και κοινωνικής καταπίεσης, πόση ματαίωση, πόση χολή για τον «βολεμένο» αφέντη να κουβαλάνε στα γονίδιά τους; Ποια ανθρώπινη ερημία, ποια σιχτιρισμένη μοίρα, ποια ανίατη ψυχο-κοινωνική βλάβη να όπλισε τα χέρια τους για το αποτρόπαιο; Γιατί βέβαια, όταν σκοτώνεις για μια χούφτα ευρώ, ικανά να εξασφαλίσουν το, κι αυτό λειψό, φαγητό σου για 5-6 μέρες το πολύ αν είσαι μόνος, κι αν έχεις οικογένεια ούτε για μισή βδομάδα, σημαίνει ότι έχεις χάσει από τον ορίζοντα της ύπαρξής σου και τα πιο βασικά, τα πιο στοιχειώδη ορμέμφυτα μιας ελάχιστης συνθήκης αλληλεγγύης που επιτρέπει σε μια κοινωνία, μια αγέλη ζώων ακόμη-ακόμη, να επιβιώνει και να πορεύεται κουτσά-στραβά στο μέλλον.
Πώς να μαζέψεις τώρα τις αβυσσαλέες κραυγές των φανατικών της μισαλλοδοξίας, πώς να ακυρώσεις τη φενάκη και την υποκρισία της φυλετικής, θρησκευτικής και εθνικής καθαρότητας και υπεροχής, πώς να πείσεις τον καθένα και την καθεμιά που απειλείται –γιατί απειλείται, ναι– στην καθημερινότητά του, ότι από το εκατομμύριο και βάλε τους λαθραίους της ζωής που έχουν ξεβραστεί στη χώρα μας, κάποιες χιλιάδες είναι αυτοί που έχουν απολέσει ανεπίστροφα τον πυρήνα της ανθρωπιάς τους, και πως η μεγάλη, η συντριπτική πλειοψηφία είναι δυστυχισμένα ανθρωπάκια, γυναικόπαιδα που ψευτοζούν, δίχως καμιά προοπτική και προσδοκία, που κρύβονται φοβισμένα σε δωμάτια όπου στεγάζονται, τρόπος του λέγειν, δέκα-δέκα κι είκοσι-είκοσι οι αποδιοπομπαίοι απόβλητοι της οικουμένης, οι λαθροζωντανοί, οι άνθρωποι-σφουγγαρόπανα των φαναριών, τα ανθρώπινα, μη ανακυκλώσιμα, σκουπίδια ενός κόσμου που δεν δίνει δεκάρα για ασήμαντες, άνευ ανταλλακτικής αξίας, λεπτομέρειες, για άδεια βλέμματα κι άδεια στόματα, δίχως ονόματα και περιούσια φυλή για άλλοθι;
Όχι, δεν έχω μια πρόχειρη τελική λύση να προτείνω. Το γνωρίζω – κι αυτή η γνώση με πνίγει, όπως φαντάζομαι και άλλους που συνοδοιπορούμε στο ίδιο, δύσβατο μονοπάτι της ανθρώπινης αλληλεγγύης πέρα από τις όποιες διακρίσεις. Εδώ που φτάσανε τα πράγματα, η όποια λύση φαντάζει πολύ δύσκολη κι επώδυνη – κι επικίνδυνη. Σίγουρα όμως, το μίσος, αλλοδαπό και ημεδαπό, που ξεχειλίζει ολόγυρά μας, είναι κακός οιωνός, κακό σπυρί, όζει αρρώστια, τι να πεις… Μόνο σκύβω το κεφάλι μπροστά στον πόνο και στο θάνατο, γράφω πέντε αράδες, όχι για άλλο λόγο αλλά μπας και η λογική, η ανθρωπιά κι η δικαιοσύνη ανασηκώσουν λίγο το βαρύ σάβανο της αμάθειας, του παραλογισμού και της αδικίας που πλακώνει τον «αναπτυγμένο» και «πολιτισμένο» κόσμο μας.
Ποιος ξέρει σε ποια χέρια θα καταλήξει αυτή η μοιραία βιντεοκάμερα, ετούτο το φρικτό λάφυρο ενός ακήρυκτου, για την ώρα, πολέμου… Χέρια ανεπίγνωστα σίγουρα, που όμως θα την έχουν αγοράσει μισοτιμής, και ο αγοραστής θα επιχαίρει γι’ αυτό αγνοώντας το πραγματικό τίμημά της, τα δολοφονημένα όνειρα που δεν της έμελλε ν’ απαθανατίσει, τη ματωμένη, και ματαιωμένη, υπεραξία της…
Θέμης Δημητρακόπουλος
Συντονιστής του Τομέα Πράσινων Πολιτικών και Οικολογίας της Δημοκρατικής Αριστεράς