Το γενικό και το ειδικό
Γιώργος Γιαννουλόπουλος, Ελευθεροτυπία, Δημοσιευμένο: 2011-08-13
Ως γνωστόν, η ελληνική κρίση αποτελεί μέρος μιας μεγαλύτερης που έχει απλωθεί σε ολόκληρο τον κόσμο.
Αυτό όμως, μολονότι σωστό, είναι ασαφές και ενίοτε παραπλανητικό επειδή επιτρέπει ανακριβείς παραλληλισμούς ή τη μεταφορά προτάσεων για λύσεις από το ένα πλαίσιο (όπου ισχύουν) στο άλλο (όπου δεν ισχύουν). Μέσα στην επακολουθούσα σύγχυση, ο πειρασμός για τη δημαγωγία γίνεται ακατανίκητος. Π.χ. το ΚΚΕ, ο ΣΥΡΙΖΑ και το βαθύ ΠΑΣΟΚ καλλιεργούν έμμεσα την εντύπωση ότι συντεχνίες και όποιοι διαμαρτύρονται, από τους ιδιοκτήτες ταξί μέχρι τους παροικούντες την Κερατέα, προτάσσουν τα στήθη στο διεθνές χρηματιστηριακό κεφάλαιο!
Ας το ξαναπούμε: στις ανεπτυγμένες χώρες παρακολουθούμε μια κόντρα ανάμεσα στις εκλεγμένες κυβερνήσεις και το χρηματοπιστωτικό τομέα, ο οποίος, εκμεταλλευόμενος την απορρύθμισή του, έχει δημιουργήσει ένα αφάνταστα περίπλοκο πλέγμα εσωτερικών συναλλαγών, που σε συνδυασμό με το ισχύον θεσμικό πλαίσιο τον αναπαράγουν. Το χειρότερο όμως είναι ότι πολιτικοί τις τελευταίες δεκαετίες θεωρούσαν το εν λόγω σύστημα αυτονόητο, σε σημείο μάλιστα, όχι μόνο να απορρίπτουν, αλλά να μην μπορούν να συλλάβουν καν μια διαφορετική προσέγγιση. Τώρα όμως που βρισκόμαστε ξανά στο χείλος του γκρεμού, άρχισαν επιτέλους να ακούγονται και κάποιες φωνές που λένε ολοένα και πιο δυνατά το εξής απλό: Εδώ που φτάσαμε δύο είναι οι λύσεις: ύφεση και χρεοκοπία ή οικονομική ανάπτυξη με ατμομηχανή το κράτος. Και στην αναμενόμενη αντίδραση της οικονομικής ορθοδοξίας, που συνοψίζεται στο «πάνω απ’ όλα "όχι" στον πληθωρισμό», απαντούν: «Ναι, ο πληθωρισμός είναι πρόβλημα, αλλά ένας ελεγχόμενος πληθωρισμός είναι και η μόνη εναλλακτική λύση αν θέλουμε να αποφύγουμε την καταστροφή». Συνεπώς το κράτος θα πρέπει να αναλάβει τον κεντρικό του ρόλο, όχι μόνο τυπώνοντας και ρίχνοντας χρήμα στην αγορά, αλλά επιβάλλοντας φόρους στις τράπεζες και περιορίζοντας την απόλυτη ελευθερία των αγορών και των σπεκουλαδόρων να ψαρεύουν στα νερά που οι ίδιοι θολώνουν.
Κοντολογίς, όπως απέτυχε ο σοσιαλισμός με την κεντρικά σχεδιασμένη οικονομία, έτσι και η αυτορρυθμιζόμενη αγορά αποδεικνύεται αδιέξοδη και ολέθρια, ενώ οι υποστηρικτές της δεν αντιλαμβάνονται την ειρωνεία, όταν μεταφράζουν τη λογική του ΚΚΕ: Ναι, έγιναν λάθη, αλλά αν το σύστημα είχε εφαρμοστεί στην καθαρή του μορφή θα ζούσαμε όλοι στον παράδεισο.
Για να έρθουμε στο ειδικό, η περίπτωση της Ελλάδας είναι διαφορετική και γι’ αυτό το πρόβλημά της θα παραμείνει ακόμα κι αν λυθεί το γενικό. Κάποιοι όμως σκοπίμως το αποκρύπτουν. Για παράδειγμα, ονειρεύονται το ευρωομόλογο, όντως ένα βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση εφ’ όσον τα ομόλογα μιας χώρας θα τα εγγυάται ολόκληρη η ευρωζώνη. Πλανώνται όμως πλάνην οικτράν αν νομίζουν ότι οι οικονομικά ισχυρές χώρες θα μας δώσουν μια ολοκαίνουργια πιστωτική κάρτα να τη χρησιμοποιούμε κατά το δοκούν, όπως παλιά. Διότι αν τελικά περάσει το ευρωομόλογο -τεράστιο το «αν»- δεν θα είναι σαν τις επιδοτήσεις που εισέπραττε η «αγροτιά», υποβάλλοντας πλαστά στοιχεία και με τους ξένους να δουλεύουν στα χωράφια, ούτε η κάθε κυβέρνηση θα μπορεί να διορίζει τους δικούς της, με την Αριστερά να καταγγέλλει το διεφθαρμένο δικομματισμό και ταυτόχρονα να υπερασπίζεται τους διορισμένους. Τα αμαρτωλά προνόμια των συντεχνιών και το συνδικαλιστικό κατεστημένο (βαθύ ΠΑΣΟΚ και αριστερίζοντες «γαλάζιοι» συνδικαλιστές) θα πάρουν πόδι και πάνω απ’ όλα το κράτος θα αναγκαστεί να στήσει έναν αξιόπιστο εισπρακτικό μηχανισμό κι ας φωνάζουν οι εφοριακοί («εργαζόμενοι» κι αυτοί υπό τη σκέπη της Αριστεράς!). Ομως πόση αισιοδοξία επιτρέπει ο συνδυασμός της κυβερνητικής ανεπάρκειας με τον τυχοδιωκτισμό της αντιπολίτευσης;
Αυτό όμως, μολονότι σωστό, είναι ασαφές και ενίοτε παραπλανητικό επειδή επιτρέπει ανακριβείς παραλληλισμούς ή τη μεταφορά προτάσεων για λύσεις από το ένα πλαίσιο (όπου ισχύουν) στο άλλο (όπου δεν ισχύουν). Μέσα στην επακολουθούσα σύγχυση, ο πειρασμός για τη δημαγωγία γίνεται ακατανίκητος. Π.χ. το ΚΚΕ, ο ΣΥΡΙΖΑ και το βαθύ ΠΑΣΟΚ καλλιεργούν έμμεσα την εντύπωση ότι συντεχνίες και όποιοι διαμαρτύρονται, από τους ιδιοκτήτες ταξί μέχρι τους παροικούντες την Κερατέα, προτάσσουν τα στήθη στο διεθνές χρηματιστηριακό κεφάλαιο!
Ας το ξαναπούμε: στις ανεπτυγμένες χώρες παρακολουθούμε μια κόντρα ανάμεσα στις εκλεγμένες κυβερνήσεις και το χρηματοπιστωτικό τομέα, ο οποίος, εκμεταλλευόμενος την απορρύθμισή του, έχει δημιουργήσει ένα αφάνταστα περίπλοκο πλέγμα εσωτερικών συναλλαγών, που σε συνδυασμό με το ισχύον θεσμικό πλαίσιο τον αναπαράγουν. Το χειρότερο όμως είναι ότι πολιτικοί τις τελευταίες δεκαετίες θεωρούσαν το εν λόγω σύστημα αυτονόητο, σε σημείο μάλιστα, όχι μόνο να απορρίπτουν, αλλά να μην μπορούν να συλλάβουν καν μια διαφορετική προσέγγιση. Τώρα όμως που βρισκόμαστε ξανά στο χείλος του γκρεμού, άρχισαν επιτέλους να ακούγονται και κάποιες φωνές που λένε ολοένα και πιο δυνατά το εξής απλό: Εδώ που φτάσαμε δύο είναι οι λύσεις: ύφεση και χρεοκοπία ή οικονομική ανάπτυξη με ατμομηχανή το κράτος. Και στην αναμενόμενη αντίδραση της οικονομικής ορθοδοξίας, που συνοψίζεται στο «πάνω απ’ όλα "όχι" στον πληθωρισμό», απαντούν: «Ναι, ο πληθωρισμός είναι πρόβλημα, αλλά ένας ελεγχόμενος πληθωρισμός είναι και η μόνη εναλλακτική λύση αν θέλουμε να αποφύγουμε την καταστροφή». Συνεπώς το κράτος θα πρέπει να αναλάβει τον κεντρικό του ρόλο, όχι μόνο τυπώνοντας και ρίχνοντας χρήμα στην αγορά, αλλά επιβάλλοντας φόρους στις τράπεζες και περιορίζοντας την απόλυτη ελευθερία των αγορών και των σπεκουλαδόρων να ψαρεύουν στα νερά που οι ίδιοι θολώνουν.
Κοντολογίς, όπως απέτυχε ο σοσιαλισμός με την κεντρικά σχεδιασμένη οικονομία, έτσι και η αυτορρυθμιζόμενη αγορά αποδεικνύεται αδιέξοδη και ολέθρια, ενώ οι υποστηρικτές της δεν αντιλαμβάνονται την ειρωνεία, όταν μεταφράζουν τη λογική του ΚΚΕ: Ναι, έγιναν λάθη, αλλά αν το σύστημα είχε εφαρμοστεί στην καθαρή του μορφή θα ζούσαμε όλοι στον παράδεισο.
Για να έρθουμε στο ειδικό, η περίπτωση της Ελλάδας είναι διαφορετική και γι’ αυτό το πρόβλημά της θα παραμείνει ακόμα κι αν λυθεί το γενικό. Κάποιοι όμως σκοπίμως το αποκρύπτουν. Για παράδειγμα, ονειρεύονται το ευρωομόλογο, όντως ένα βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση εφ’ όσον τα ομόλογα μιας χώρας θα τα εγγυάται ολόκληρη η ευρωζώνη. Πλανώνται όμως πλάνην οικτράν αν νομίζουν ότι οι οικονομικά ισχυρές χώρες θα μας δώσουν μια ολοκαίνουργια πιστωτική κάρτα να τη χρησιμοποιούμε κατά το δοκούν, όπως παλιά. Διότι αν τελικά περάσει το ευρωομόλογο -τεράστιο το «αν»- δεν θα είναι σαν τις επιδοτήσεις που εισέπραττε η «αγροτιά», υποβάλλοντας πλαστά στοιχεία και με τους ξένους να δουλεύουν στα χωράφια, ούτε η κάθε κυβέρνηση θα μπορεί να διορίζει τους δικούς της, με την Αριστερά να καταγγέλλει το διεφθαρμένο δικομματισμό και ταυτόχρονα να υπερασπίζεται τους διορισμένους. Τα αμαρτωλά προνόμια των συντεχνιών και το συνδικαλιστικό κατεστημένο (βαθύ ΠΑΣΟΚ και αριστερίζοντες «γαλάζιοι» συνδικαλιστές) θα πάρουν πόδι και πάνω απ’ όλα το κράτος θα αναγκαστεί να στήσει έναν αξιόπιστο εισπρακτικό μηχανισμό κι ας φωνάζουν οι εφοριακοί («εργαζόμενοι» κι αυτοί υπό τη σκέπη της Αριστεράς!). Ομως πόση αισιοδοξία επιτρέπει ο συνδυασμός της κυβερνητικής ανεπάρκειας με τον τυχοδιωκτισμό της αντιπολίτευσης;