58 αποχρώσεις του γκρι.
(Μετά την «κεντροαριστερά»)
Γιάννης Παπαθεοδώρου, Δημοσιευμένο: 2014-01-23
Όλες οι πρόσφατες δημοσκοπήσεις καταγράφουν με σταθερό τρόπο την ανάγκη για την ύπαρξη ενός «τρίτου πόλου» ανάμεσα στη ΝΔ και στο ΣΥΡΙΖΑ. Η αξιοσημείωτη αυτή δυναμική που αφορά στις προτιμήσεις των ψηφοφόρων δεν εκφράζεται μόνο για λόγους ισορροπίας του πολιτικού συστήματος αλλά και για λόγους αναζήτησης μιας νέας προοπτικής με κυβερνητικό πρόσημο. Πριν μερικούς μήνες, μάλιστα, οι φίλοι «58+» απηύθυναν μια πρόταση διαλόγου προς κόμματα, πολιτικές κινήσεις και πρόσωπα, με στόχο την πολιτική συστέγαση όλων των δυνάμεων του προοδευτικού μεταρρυθμισμού. Το έκαναν όμως με λάθος τρόπο (προτείνοντας αθροιστικές «συγκολλήσεις» κομμάτων), με λάθος μέσο (προτείνοντας ήδη ένα ανταγωνιστικό ψηφοδέλτιο) και με λάθος στόχο (ένα πλαστό πολιτικό μέγεθος της κεντροαριστεράς).
Χωράει άραγε μέσα σε αυτό το σχήμα μιας ενδεχόμενης «Ελιάς» το σημερινό ΠΑΣΟΚ, έτσι όπως προτείνεται από τους «58+» ; Ας θυμηθούμε τα δεδομένα. Στο πλαίσιο της τρικομματικής κυβέρνησης, το ΠΑΣΟΚ υπαναχώρησε από το εγχείρημα της συγκρότησης ενός προοδευτικού «ενδοκυβερνητικού πόλου», ως «εξισορροπητικό αντίβαρο» απέναντι στις μονοκομματικές και συντηρητικές πρακτικές της ΝΔ και, με αφετηρία το θέμα της ΕΡΤ, συνέπλευσε έκτοτε μαζί της σε κρίσιμα ζητήματα (εργασιακά θέματα, οριζόντιες απολύσεις, φορολογικό). Την ίδια πολιτική συνεχίζει το ΠΑΣΟΚ ακόμη και σήμερα, δίνοντας πλέον χαρακτηριστικά στρατηγικής σύμπλευσης στη συγκυβέρνηση με τη Νέα Δημοκρατία. Όσο δε για την προσέγγιση των «58+» από την πλευρά του ΠΑΣΟΚ, αρκεί να σκεφτεί κανείς το πρόσφατο επεισόδιο προκλητικής κηδεμονίας : το αγχωτικό «καπέλωμα» της όλης προσπάθειας από τον αρχηγό του ΠΑΣΟΚ, λίγη ώρα μετά την πρόσφατη εκδήλωση στο Ακροπόλ δεν αφήνει πολλά περιθώρια για να πιστέψει κανείς σε δήθεν ειλικρινείς προθέσεις. Το γενναιόδωρο «σύμφωνο συμβίωσης» εκφυλίστηκε γρήγορα σε ένα μίζερο και εκβιαστικό ερώτημα : «ποιος προσχωρεί σε ποιον;». Αλλά αυτό το ερώτημα είναι μάλλον αδιάφορο για μια πραγματικά ανανεωτική προώθηση της κεντροαριστεράς. Είναι ενδεχομένως ευχάριστο να μιλάμε για μια συνάντηση χωρίς «ηγεμονισμούς και αποκλεισμούς» αλλά είναι σχεδόν αφελές να μη βλέπουμε και τους ηγεμονισμούς και τους αποκλεισμούς, που ήδη υπάρχουν.
Δυστυχώς, ορισμένοι από τους «58» στην πορεία των τελευταίων εβδομάδων, ολοκλήρωσαν την αστοχία του αρχικού εγχειρήματος με μια διπλή πολιτική γκάφα : μετέτρεψαν την αρχική έκκληση για ευρύτερες συνεργασίες σε μόρφωμα νέας πολιτικής συγκρότησης (με τη μαξιμαλιστική, μάλιστα, ονομασία της «Δημοκρατικής Προοδευτικής Παράταξης») και επέλεξαν το δρόμο της καθόδου στις επικείμενες εκλογές για το Ευρωκοινοβούλιο, προσπαθώντας ταυτόχρονα να διεμβολίσουν τη ΔΗΜΑΡ και να σύρουν την ηγεσία του ΠΑΣΟΚ σε μια βολική μεταμφίεση του ονόματός του. Αν και πριν από λίγους μήνες, οι περισσότεροι από τους «58+» διαβεβαίωναν με έμφαση πως «δεν θα γίνουν κόμμα» αλλά θα παίξουν το ρόλο του καταλύτη για ευρύτερες συνθέσεις, σήμερα ορισμένοι από αυτούς κινούνται πλέον στη γκρίζα ζώνη των πολυδιασπάσεων της κεντροαριστεράς. Ο στόχος τους δεν είναι πια ο «ενδιάμεσος χώρος» ανάμεσα στη ΝΔ και τον ΣΥΡΙΖΑ αλλά η προνομιακή αυτοπροβολή της κίνησης τους ως μορφώματος ανάμεσα στη ΔΗΜΑΡ και το ΠΑΣΟΚ, χωρίς, ωστόσο, υπαρκτό κοινωνικό και πολιτικό υποκείμενο για τη στήριξη του εγχειρήματος. Σε αυτό που υπολογίζουν πλέον ορισμένοι από τους «58+» είναι μόνο οι ενδεχόμενες αποχωρήσεις «διαφωνούντων» μελών της ΔΗΜΑΡ, και η «διακριτική συμμετοχή» του ΠΑΣΟΚ σε μια «Ελιά» χωρίς άλλα κλαδιά, φύλλα και καρπούς.
Προφανώς είναι αναφαίρετο δικαίωμα τους να επιλέξουν το δρόμο της διεκδίκησης ψήφου στις επικείμενες εκλογές ∙ μόνο που σε αυτή την κάθοδο θα πρέπει να κριθεί και η διάψευση της αρχικής προσδοκίας για μια ουσιαστική ανανέωση της κεντροαριστεράς. Στο σχήμα «58+1» (Βενιζέλος), κάθε προοδευτικός πολίτης διαβλέπει ήδη τα θνησιγενή παλαιοκομματικά υλικά των «λοιπών προοδευτικών δυνάμεων». Δημιουργώντας «γκρίνια» στη ΔΗΜΑΡ και αμηχανία στην εναπομείνασα εκλογική βάση του ΠΑΣΟΚ, το μόνο που μπορούν να πετύχουν πλέον οι «58+» είναι να προσποιούνται ότι «ήρθαν για να ενώσουν» την κεντροαριστερά μέσα από ένα αντικειμενικά διασπαστικό – εκ του αποτελέσματος - εγχείρημα. Το αποτέλεσμα, βέβαια, θα κριθεί στην κάλπη, αν και η εμβέλειά του έχει ήδη κριθεί πολιτικά από τώρα. Οι «58 αποχρώσεις του γκρι» σηματοδοτούν τη μορφή μιας νέας πολιτικής κουλτούρας, που, ανεξαρτήτως των προθέσεων των πολύ αξιόλογων προσώπων και αγαπητών φίλων της πρωτοβουλίας, ακυρώνει στην πράξη και την ενότητα του χώρου, και το προοδευτικό του πρόσημο, και το σεβασμό στο χρόνο των πολιτικών διεργασιών μεταξύ συγκροτημένων κομμάτων, κινήσεων και ομάδων. Με λανθασμένη μεθοδολογία, με λανθασμένες κινήσεις και με λανθασμένους στόχους, οι φίλοι «58+» επέλεξαν αίφνης να γίνουν «58+1» για να εκβιάσουν τον πολιτικό χρόνο των επόμενων εκλογών. Ωστόσο, αν όντως οι «58+1» αναποδογύρισαν μια κλεψύδρα, αυτή είναι πλέον η κλεψύδρα της δικής τους ύπαρξης, ερήμην της πολιτικής και της κοινωνίας.
Μια συγκατοίκηση της ΔΗΜΑΡ, επομένως, με τους «58+1» στο πλαίσιο του τρίτου πόλου θα αλλοίωνε τον πολιτικό του χαρακτήρα και θα εξουδετέρωνε την όλη πολιτική δυναμική του εγχειρήματος. Από την άλλη μεριά, αυτός ο προοδευτικός τρίτος πόλος δεν μπορεί να αποτελέσει συμπλήρωμα μιας λαϊκιστικής και ανεύθυνης Αριστεράς που επαγγέλλεται την επιστροφή στο χθες, αγνοώντας την ανάγκη μεγάλων αλλαγών και μεταρρυθμίσεων, καθώς και τη στρατηγική σημασία της ευρωπαϊκής πορείας του ελληνικού λαού. Για αυτό και μοιάζει ακατανόητη η εμμονή ορισμένων συντρόφων να μιλάνε για σύγκλιση με «το άλλο τμήμα της Αριστεράς» ή να φτιάχνουν ευφάνταστα σενάρια για «μια κυβέρνηση της μεγάλης αριστεράς με το ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΚΕ.» Η ψευδαίσθηση πως η σύγχρονη κεντροαριστερά περνάει μέσα από το «σκεπτόμενο», έστω, ΣΥΡΙΖΑ είναι το εύκολο άλλοθι για να μεταθέσουμε (και να εξαντλήσουμε) τις δικές μας ιστορικές ευθύνες για την ύπαρξη του «τρίτου πόλου» σε μια ενδεχομενική μετεκλογική συνεργασία ή ανοχή με ένα κόμμα, που είναι η τελευταία εκδοχή του παλαιοκομματισμού. Όλοι όμως γνωρίζουμε πως ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι λύση αλλά μέρος του προβλήματος ∙ όχι μόνο για τη χώρα αλλά και για την ίδια τη σύγχρονη Αριστερά. Έχοντας επενδύσει, εδώ και καιρό, στον «εθνολαϊκισμό» είναι αδύνατον να εξελιχτεί σε μεταρρυθμιστική δύναμη, ενώ, ταυτόχρονα, οι ιδεολογικές του αντιφάσεις αποτελούν ισχυρό εμπόδιο για τη σύζευξη της Αριστεράς με έναν πολιτικό φιλελευθερισμό ρεπουμπλικανικού τύπου. Πράγματι, ο νέος ΣΥΡΙΖΑ συμπύκνωσε τη στιγμή της μνημονιακής/αντιμνημονιακής «σύγκρουσης» και απορρόφησε την «πολιτική της απελπισίας». Σε καμία περίπτωση, όμως, αυτά τα υλικά δεν μπορούν να αποτελέσουν τη βάση για ένα σύγχρονο αριστερό σοσιαλδημοκρατικό πρόταγμα. Η «αγανάκτηση δεν αρκεί» - για να θυμηθώ τον τίτλο ενός βιβλίου- και σίγουρα δεν μπορεί να είναι αποκλειστικό κριτήριο για τη νέα διάκριση μεταξύ Δεξιάς και Αριστεράς.
Τι πρέπει να γίνει λοιπόν ; Νομίζω πως η συγκρότηση του τρίτου πόλου μοιραία περνάει υποχρεωτικά μέσα από την ενδυνάμωση, την ενίσχυση και τη διεύρυνση της ΔΗΜΑΡ. Η νέα προοδευτική Συμμαχία του Δημοκρατικού Σοσιαλισμού θα δηλώσει ρητά πως η ΔΗΜΑΡ επανακάμπτει στο φυσικό κοινωνικό και ιδεολογικό της χώρο με άξονες τη «δημοκρατική μεταρρύθμιση – κοινωνική συνοχή – ευρωπαϊκή προοπτική». Στόχος μας σε αυτή τη νέα φάση του κόμματος δεν είναι επιβεβαιώσουμε αυτάρεσκα τη συνέπεια μας σε σχέση με τις αποφάσεις του συνεδρίου ∙ στόχος μας είναι να πείσουμε την κοινωνία ότι αξίζει να μας δώσει και πάλι την «εντολή για λύση», με νέους συσχετισμούς και νέες προοπτικές. Στην κατεύθυνση αυτή, το «ανοιχτό κόμμα» είναι ζητούμενο : με διαδικασίες ουσιαστικής συμμετοχής και συνδιαμόρφωσης, που θα συμμετέχουν όλες οι συμπαρατασσόμενες δυνάμεις (κόμματα, κινήσεις και πρόσωπα) ισότιμα με οργανωτικές αρχές και διαδικασίες που θα συμφωνηθούν εξ’ αρχής. Σε αυτή τη διαδρομή, η παρουσία και η συμμετοχή της κοινωνίας των πολιτών, των ομίλων προβληματισμού αλλά και των ενεργών προοδευτικών πολιτών είναι απαραίτητη.
Προτείνω λοιπόν χωρίς φοβικά σύνδρομα και ετεροκαθορισμούς να ανοίξουμε χωρίς άλλες αναβολές τη συζήτηση με όλους, όσους θεωρούν πως ο χώρος του Δημοκρατικού Σοσιαλισμού έχει αυτόνομο μέλλον. Η συζήτηση για την «κεντροαριστερά», - πείραμα και απομεινάρι μιας άλλης εποχής – πρέπει να τελειώσει. Μαζί με αυτήν, πρέπει να τελειώσει και η συζήτηση για τη θολή «ενότητα της Αριστεράς», που εγκλωβίζει τους πολίτες σε ιδεολογικά σχήματα άγονης διαμαρτυρίας απέναντι στον περίπλοκο σύγχρονο κόσμο της κρίσης του ύστερου καπιταλισμού. Η ισχυρή πολιτική βούληση που προέκυψε από το συνέδριο της ΔΗΜΑΡ, δεν αφήνει περιθώρια για μεμψιμοιρίες, διαρκείς αμφισβητήσεις και παράλληλα πολιτικά σχέδια, που υπονομεύουν τον πρωταγωνιστικό ρόλο της ΔΗΜΑΡ. Είναι προφανές πως σε αυτό το κόμμα δεν περισσεύει κανείς. Ακόμη και με τους «58+» θα βρεθούμε μαζί στο μέλλον, αν εντωμεταξύ η «κεντροαριστερά της Εδέμ» δεν έχει «πλακωθεί» κάτω από τα ερείπια της ευρύχωρης κεντροδεξιάς ∙ με τον ίδιο τρόπο που το χειροκρότημα της κ. Άντζελας Γκερέκου στο Ακροπόλ «πλακώθηκε» στη Βουλή από την ψήφο υποστήριξης του κόμματός της (και της ιδίας) στον κ. Γιαλουρίδη για τη θέση του προέδρου του Ιδρύματος Ελληνικού Πολιτισμού.
Σε μια αποστροφή του λόγου του στο πρόσφατο συνέδριο μας, ο πρόεδρος του κόμματος Φώτης Κουβέλης υπενθύμισε σε όλους μας πως «ο τρίτος πόλος ή θα είναι προοδευτικός ή δεν θα υπάρξει». Μόνο που για να υπάρξει, πρέπει να συνεγείρει ξανά όλους εκείνους τους πολίτες που δεν ταυτίζονται ούτε με τις «58 αποχρώσεις του γκρι» ούτε με καμία από «τις αποχρώσεις του κόκκινου». Σε αυτή την κατεύθυνση πρέπει να παρθούν συγκεκριμένες και άμεσες πρωτοβουλίες, έτσι ώστε ο χώρος και η Συμμαχία του Δημοκρατικού Σοσιαλισμού να εκφραστεί και να αποτυπωθεί ως δύναμη ανανέωσης, προοπτικής και ελπίδας. Για να είναι όμως βιώσιμο και αποτελεσματικό το εγχείρημα της συγκρότησης ενός πραγματικά προοδευτικού τρίτου πόλου, πρέπει να απαντά στις ασκούμενες πολιτικές, τόσο στη χώρα μας όσο στην Ευρώπη. Αυτή είναι η προϋπόθεση που θα επιτρέψει τις κοινωνικές συγκλίσεις και διεργασίες αλλά και θα καθορίσει το κυβερνητικό πρόσημο ενός εναλλακτικού πολιτικού σχεδίου για την έξοδο από την κρίση. Με άλλα λόγια, το πολιτικό μέγεθος του τρίτου πόλου δεν θα κριθεί από αγαθές προθέσεις (ούτε βέβαια από παραγοντισμούς) αλλά από το πολιτικό του περιεχόμενο και τα πολιτικά του σύνορα. Η ΔΗΜΑΡ, «καθολικός διάδοχος» της ανανεωτικής αριστεράς και «βασικός μέτοχος» μιας σύγχρονης αριστερής σοσιαλδημοκρατίας μπορεί και πρέπει να είναι ο καταλύτης αυτής της νέας διαδικασίας.